Η Μία Χάνσεν-Λοβ, η Γαλλίδα «μαθήτρια» του Ολιβέ Ασαγιάς, μετά από ταινίες σαν το «Μέλλον» και το «Νησί του Μπέργκμαν», καταθέτει μια ακόμα ταινία διακριτική, ευαίσθητη, για την ωρίμανση μιας γυναίκας, την πιο αδύναμή της ως τώρα και μαζί την πιο γοητευτική.
Ηρωίδα είναι η Σαντρά, διερμηνέας, μητέρα μιας οκτάχρονης κόρης που μεγαλώνει μόνη της, κόρη ενός καθηγητή φιλοσοφίας, του γοητευτικού και λατρεμένου της Γκέοργκ, τον οποίο βλέπει, μέρα με τη μέρα, να χάνει την όραση, τις λέξεις, τη μνήμη, την ικανότητά του να αυτοεξυπηρετείται, εξαιτίας μιας ραγδαία εξελισσόμενης νευρολογικής ασθένειας. Την ίδια ώρα, θέλοντας να διοχετεύσει την οδύνη της, η Σαντρά ξεκινά μια παθιασμένη ερωτική σχέση μ’ έναν παλιό της φίλο, τώρα παντρεμένο με παιδί, τον Κλεμάν.
Μέσα από πλάνα γλυκά φωτισμένα, απαλά, «ρομερ-ικά», η Χάνσεν-Λοβ παρακολουθεί μια ρουτίνα, μικρά ανθρώπινα τελετουργικά, ένα σώμα που νικιέται από το χρόνο, ένα άλλο, σφριγηλό και ζουμερό να διεκδικεί κι άλλες αισθήσεις. Μια οικογενειακή, χαμηλόφωνη, κρίση ή τρεις-τέσσερις αισθαντικές σκηνές σεξ. Μέσα απ' αυτά, η Λεά Σεντού, εδώ σ' έναν πολύ πιο ρεαλιστικό, ουσιαστικό και καλοδουλεμένο ρόλο απ' όπου την έχουμε δει τελευταία, αναδύεται ως Αφροδίτη, ως συναισθηματικό κουβάρι, ως κόρη, μαμά κι ερωμένη, με μια ομορφιά και μια γλυκύτητα που, από μόνη της, συγκινεί (πόσω μάλλον τριγυρισμένη από δυο ακαταμάχητους άντρες, τον Πασκάλ Γκρεγκορί στο ρόλο του ανήμπορου πατέρα και τον Μελβίλ Πουπό στο ρόλο του αδύναμου συντρόφου).
Ομορφη, τρυφερή και καλοπαιγμένη, η ταινία ωστόσο ποτέ δεν προχωρά σε ιδιαίτερο βάθος ή πολυπλοκότητα, παραμένοντας μια λιτή ιστορία απώλειας και αυτογνωσίας, αναμέτρησης με το χρόνο και με την αλήθεια για τη ζωή, που προκαλεί οικεία αισθήματα αλλά προσπερνά κι αυτή, σαν τη σκέψη του Γκέοργκ, τη μνήμη.