Ο Τόνι και η Κρις είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι, που εκτός από γονείς μίας μικρής κόρης, μοιράζονται και μία ακόμα μεγάλη αγάπη: το σινεμά. Ο Τόνι είναι σκηνοθέτης που τον έχουν προσκαλέσει σε κινηματογραφικό φεστιβάλ στη νήσο Fårö της Σουηδίας (το διάσημο νησί όπου έζησε ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν και γύρισε τις σπουδαιότερες ταινίες του), ενώ η Κρις, σεναριογράφος, ψάχνει έμπνευση για να γράψει το επόμενο πρότζεκτ της. Οσο περνούν οι μέρες, το υποβλητικό τοπίο του νησιού, αλλά και το φάντασμα του σκηνοθέτη, αρχίζει υποσυνείδητα να επιδρά και να βαραίνει το ζευγάρι. Πόσα έχει θυσιάσει η Κρις από την δημιουργικότητά της για να γίνει μητέρα; Πόσο, αντιθέτως, η καριέρα του Τόνι δεν έχει επηρεαστεί;

Κάποια στιγμή η Κρις αρχίζει να του διηγείται την ιστορία της νέας της ταινίας για μία χωρισμένη μητέρα και την περιστασιακή σχέση της με κάποιον που γνωρίζει στο Fårö. Η τέχνη μπερδεύεται με την πραγματικότητα, ή το σινεμά τολμά να επικοινωνήσει αλήθειες σε αυτή την ταινία μέσα στην ταινία. Θα βρει η Κρις τη δικαίωση και τη γαλήνη που ψάχνει μέσα από τις επιλογές της; Θα βρει την έμπνευσή της; Θα σωθεί αυτός ο γάμος;

Η Μία Χάνσεν-Λοβ («Το Μέλλον»), «Eden», «Tout est Pardonné», «Father of My Children») στην πρώτη της αγγλόφωνη ταινία μοιάζει να κοιτιέται και η ίδια μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη (χρόνια ζευγάρι με τον πολύ πιο καταξιωμένο Ολιβιέ Ασαγιάς). Τοποθετώντας το ζευγάρι των καλλιτεχνών σε αυτό τον συμβολικό τόπο μάς βάζει να παρακολουθούμε κλεφτές σκηνές από έναν γάμο - κι όχι μόνο. Η ταινία μέσα στην ταινία δίνει ακόμα περισσότερες ευκαιρίες για να ξεφλουδίσει κανείς τις επιδερμίδες αγωνίας για το αν οι επιλογές μας στη ζωή είναι αυτές ακριβώς που θέλαμε.

Κι όπως πάντα, η Χάνσεν-Λοβ έχει μία μαγική ικανότητα για ενσυναίσθηση. Βουτά στον ψυχισμό των ηρώων της, αλλά το κάνει λιτά, απέριττα - χωρίς φορσέ δραματουργία, χωρίς αφηγηματικές κορώνες, χωρίς μελοδραματισμούς. Η κάμερά της ακολουθεί και παρακολουθεί τα ζευγάρια (και των "δύο ταινιών") στις δράσεις ή την απραξία τους, τις στιγμές χαράς ή τη μελαγχολία της μοναξιάς τους. Σε μια βόλτα με ποδήλατο και βροχή, ή σε μια τουριστική ξενάγηση στο νησί του Μπέργκμαν.

Δυστυχώς όμως, η ωραία και πολύπλοκη ιδέα της δεν αναπτύσσεται στιβαρά. Στιγμές κραυγών ή ψιθύρων που όμως δεν υφαίνονται συγκροτημένα γύρω από έναν γερό αφηγηματικό άξονα, αλλά μοιάζουν με ξέφτια ενός σεναρίου που ακόμα κάποιος το διορθώνει. Το αποτέλεσμα είναι ο ρυθμός να κρεμάει, ο θεατής να μην εμπλέκεται όσο θα ήθελε συναισθηματικά, το παιχνίδι διάδρασης ανάμεσα στις δύο ταινίες να μην λειτουργεί όσο καταλυτικά θα μπορούσε.

Στα θετικά, ένα υπόγειο, φλεγματικό χιούμορ που δίνει στην ταινία φρεσκάδα. Αλλά και οι πρωταγωνιστές της - ειδικά οι γυναίκες της. Η αισθαντικότητα της Βίκι Κριπς, το εύθραυστο της Μία Γουασικόφσκα χορεύουν παράλληλες διαδρομές που ταιριάζουν με την αγριάδα του νησιού του Μπέργκμαν και της υπαρξιακής τους κρίσης.

Πολύ θα θέλαμε να δούμε μία τρίτη ταινία - αυτή που θα συνέδεε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τα κομμάτια του παζλ και θα μας έδινε το εισιτήριο για να περάσουμε απέναντι, στο νησί του Μπέργκμαν.