Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε εδώ στις αμέτρητες μεταφορές του κλασικού βιβλίου του Μπραμ Στόκερ, «Δράκουλας», στη μεγάλη οθόνη. Αυτό όμως που αξίζει να αναφέρουμε είναι το πόσο ελάχιστα, ή καμιά φορά και καθόλου, ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο του βιβλίου, το ταξίδι του Δράκουλα από την Τρανσυλβανία στο Λονδίνο με το ρωσικό πλοίο Demeter (με τίτλο «Ημερολόγιο του Καπετάνιου»), μοιάζει να ξεφεύγει της προσοχής που πραγματικά του αξίζει. Ενα ταξίδι το οποίο ήταν μοιραίο για όλο το πλήρωμα, μιας και ο Δράκουλας σκοτώνει τους πάντες μέχρι να φτάσει στο Λονδίνο, όπου τότε, λίγο πριν αγκυροβολήσει στο λιμάνι του Γουίτμπι, σκοτώνει και τον καπετάνιο και μετά μεταμορφώνεται σε λύκο και πηδάει στη στεριά.
Για τον Νορβηγό σκηνοθέτη, όμως, Αντρέ Οβερνταλ (του καλτ πλέον «Trollhunters»), φαίνεται πως αυτό το σημείο του ταξιδιού του Δραάκουλα για να βρει την αιώνια αγάπη, όχι μόνο έχει πολλά περισσότερα να πει αλλά είναι και ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια του βιβλίου του Στόκερ. Αυτά ακριβώς τα γεγονότα εξιστορεί η ταινία «Demeter: Η Αφύπνιση του Κακού», ένα πρότζεκτ που ακούγεται πως βρίσκονταν σε κάποιο στάδιο παραγωγής τα τελευταία 17 χρόνια.
Μια ταινία όμως που ενώ πιάνει την απαράμιλλη ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος του Στόκερ, μοιάζει να επιπλέει συνέχεια σε ρηχά νερά.
Η ιστορία τοποθετείται στη ρωσική σκούνα, Demeter, που ναυλώθηκε για να μεταφέρει ιδιωτικό φορτίο – είκοσι τέσσερα ασημάδευτα κιβώτια – από τα Καρπάθια Ορη στο Λονδίνο. Η ταινία αφηγείται τα περίεργα γεγονότα που έπληξαν το καταραμένο πλήρωμα όσο προσπαθούσαν να επιβιώσουν στο ωκεάνιο ταξίδι τους, κυνηγημένοι κάθε νύχτα από μια τρομακτική παρουσία. Oταν το πλοίο έφτασε τελικά στον προορισμό του ήταν ρημαγμένο χωρίς ίχνος του πληρώματος.
Ο Οβερνταλ προσεγγίζει την ιστορία σαν ένα παλιομοδίτικο monster movie το οποίο τοποθετεί μέσα σε ένα αρκετά ιδιόμορφο house of horrors genre, με το μεγαλοπρεπές του πλοίο να αποτελεί και τον κύριο πρωταγωνιστή του. Ο Οβερνταλ ξέρει πώς να χτίσει τον τρόμο με έναν μάλλον αργό ρυθμό. Ακόμα και για μια ταινία η οποία διαδραματίζεται ολόκληρη πάνω σε ένα πλοίο, η ο Οβερνταλ καταφέρνει να δημιουργήσει μια εξαιρετική γοτθική ατμόσφαιρα παρουσιάζοντας κάθε γωνία του σκαριού, το οποίο (ηθελημένα) μοιάζει σαν ένα λαβύρινθος από δωμάτια και σκοτεινούς διαδρόμους, μετατρέποντάς το, ώρα με την ώρα, σε ένα σάπιο και απειλητικό μέρος για το πλήρωμά του το οποίο όμως, πέρα από μια δυο εξαιρέσεις, μοιάζει σαν μια καρικατούρα άλλων πιο ενδιαφερόντων χαρακτήρων.
Οσο και αν η ατμόσφαιρά του είναι και το πιο δυνατό χαρτί της ταινίας, σίγουρα το τέρας της είναι αυτό που την κάνει να αναδεικνύεται πραγματικά. Αλλά εδώ ο Δράκουλας του Οβερνταλ κάνει ακριβώς το αντίθετο. Κάθε φορά που εμφανίζεται την αποδυναμώνει λόγω κυρίως του ότι δεν εμφανίζεται ποτέ στην ανθρώπινή του μορφή και το βαρύ CGI, αν και «παίζεται» από ηθοποιό, τον κάνει να μοιάζει κάτι τελείως διαφορετικό από τους κλασικούς βρικόλακες – κάτι που ίσως με περισσότερα πρακτικά εφέ να του έδινε τη μεγαλοπρέπεια του Δράκουλα που γνωρίζουμε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
Στο βιβλίο του Στόκερ τα γεγονότα που εξελίσσονται στο πλοίο Demeter εξιστορούνται μέσω του ημερολογίου του ίδιου του καπετάνιου (το βιβλίο είναι εξ ολοκλήρου γραμμένο σε μορφή επιστολών, ημερολογίων και άρθρων από διάφορες εφημερίδες), όπου αναφέρει μια ιστορία τρόμου στην οποία τα μέλη του πλοίου εξαφανίζονται ένας ένας. Οι επιθέσεις του Δράκουλα εξελίσσονται εκτός της ιστορίας μιας και ο καπετάνιος περιγράφει όσα έχει ακούσει από το πλήρωμα, καθώς ο ίδιος δεν έχει δει ποτέ κάποια από αυτές να γίνονται μπροστά στα μάτια του. Το σενάριο προσπαθεί να ενώσει αυτά τα κομμάτια του παζλ και ποτέ όμως δεν πετυχαίνει να δημιουργήσει μια σαφή εικόνα μέχρι το φινάλε. Χωρίς εκπλήξεις και γεμάτο από τα κλασικά κλισέ που θα περίμενε κάποιος από τέτοιου είδους ταινίες, υπάρχουν αρκετές ασάφειες στο σενάριο το οποίο πέφτει από την παράνοια ενός θρίλερ στο slasher και αμέσως στο υπερφυσικό χωρίς ιδιαίτερη σκέψη.
Υπάρχει ένα κάποιο όραμα στο «Demeter: Η Αφύπνιση του Κακού». Ενα όραμα όμως που έρχεται αντιμέτωπο, και κατακρεουργείται σιγά-σιγά, από την άσβεστη δίψα της βιομηχανίας για φτηνούς ενθουσιασμούς και ακόμα αφελή τρομάγματα. Κάτι δηλαδή σαν το πλήρωμα στο τελευταίο τους ταξίδι πάνω στο Demeter…