
Τετράγωνο κάδρο, τίτλοι σε λιτή μονοχρωμία όπως συνηθιζόταν στο γαλλικό σινεμά του '60, ασπρόμαυρο φιλμ, μια ταινία με την πρόθεση από τη μια της τεκμηρίωσης, από την άλλη ενα ξέσπασμα αγάπης και θαυμασμού για το σύμπαν που περιγράφει. Στον Γκοντάρ δεν θα άρεσε καθόλου αυτή η ταινία, αλλά εκεί βρίσκεται και η επιτυχία της.
Το 1959, ο 29χρονος Ζαν-Λικ Γκοντάρ νιώθει ανησυχία για το ανεκπλήρωτο. Ολοι οι φίλοι του, κριτικοί κινηματογράφου στα Cahiers du Cinéma, όπως κι ο ίδιος, έχουν κάνει τουλάχιστον μία ταινία, εκείνος όχι. Ο Σαμπρόλ έχει κάνει και περισσότερες, ο Τριφό παρουσιάζει τα «400 Χτυπήματα» στις Κάννες κι αποθεώνεται. Ωρα να δράσει. Θα βρει μια απλή ιδέα - άλλωστε το μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μια ταινία είναι ένα κορίτσι κι ένα όπλο - έναν φασέικο τίτλο, «À bout de souffle», θα βρει κι έναν παραγωγό, τον Ζορζ ντε Μπορεγκάρ (ή Μπο-Μπο) και θα ξεκινήσει. Ο παραγωγός του δίνει 20 μέρες για το γύρισμα, για τόσο φτάνουν τα χρήματά του. Κι ο Γκοντάρ θα επιστρατεύσει την παρέα του, όλους τους σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ, το φιλαράκι του τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό και μια Αμερικανίδα pixie star που τα έχει βγάλει πέρα με τον Οτο Πρέμινγκερ, την Τζιν Σίμπεργκ και θα ξεκινήσει. Μέρα 1η, μέρα 2η...
Την ιστορία του γυρίσματος αυτής της ταινίας, που πήρε τη θέση της στο πάνθεον των σημαντικότερων ταινιών στην ιστορία του κινηματογράφου, καταγράφει ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, με μεγάλο κέφι και αγάπη. Ολα τα πρόσωπα του γαλλικού σινεμά μια ανάσα από το '60 βρίσκονται εδώ, τα ενσαρκώνουν άγνωστοι, κατά κύριο λόγο, Γάλλοι ηθοποιοί, μιλώντας, ευτυχώς, γαλλικά, με υπότιτλους και... σεβασμό, από τον Πιερ Ρισιέν και τον Ραούλ Κουτάρ ως τον Ζακ Ριβέτ, τον Ερίκ Ρομέρ, τον Ζακ Ντεμί με την Ανιές Βαρντά, ακόμα και τους «παππούδες»-ινδάλματα, τον Μελβίλ, τον Μπρεσόν. Ο Λίνκλεϊτερ τους εμφανίζει στην οθόνη ως πορτρέτα στο δικό του ασπρόμαυρο ναό, με το ονοματεπώνυμό τους από κάτω, για να είμαστε σίγουροι.
Με μια δόση χαριτωμένης υπερβολής, ο Γκοντάρ αυτής εδώ της ταινίας (ένας Γκιγιόμ Μαρμπέκ με πετυχημένη αύρα και φιζίκ), δεν βγάζει ποτέ τα μαύρα γυαλιά του, μιλάει μόνο με τσιτάτα, στέλνει το γύρισμα στο διάολο γιατί πεινάει ή έχει οδοντίατρο ή βρίσκει άλλες δικαιολογίες για να καλύψει την ανασφάλειά του, το «συνεργείο» έχει μια κωμικότητα ακαταμάχητη, ο Ομπρί Ντιλέν δεν έχει την αλητεία του Μπελμοντό αλλά κερδίζει σε συμπάθεια, η Ζόι Ντόιτς είναι γεμάτη χάρη, λαμπερό βλέμμα και ταιριαστή στιλπνότητα ως Σίμπεργκ, η απόδοση της αίσθησης ενός αξιολάτρευτου κωλοπαιδισμού στον τομή της Ιστορίας είναι απολαυστική και πιπεράτη.
Οχι μόνο αυτό, αλλά το σύμπαν των Cahiers du Cinéma αναδύεται ως Παράδεισος για όποια αγαπά το σινεμά, μια ομάδα ανθρώπων που διαμόρφωσε τον κινηματογράφο και ζούσε μόνο γι' αυτόν, άντε και για λίγα τσιγάρα και μερικά ποτήρια κρασί.
Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ, ο ένας από τους πιο σινεφίλ σκηνοθέτες της εποχής μας έτσι κι αλλιώς, ρομαντικός και ευρηματικός σ' όλη του την καριέρα, κάνει μια ταινία ανάλαφρη, σεβαστική, αλλά και με την αθωότητα, ή και αφέλεια, ενός παιδιού που αγνοεί ό,τι αρνητικό, όποια σκληρότητα, όποιον αυταρχισμό. Κάνει ένα φιλμ γεμάτο χιούμορ και αγάπη, προσθέτοντας ακόμα και σε τίτλους στο τέλος την πορεία του «À bout de souffle», για να τη μάθει κι όποιος, πώς είναι δυνατόν, δεν τη γνωρίζει.
Αλλά μαζί μ' αυτή του την αφιέρωση, σίγουρα συνειδητά, αφιερώνει και στην τέχνη του κινηματογράφου σε μια εποχή που βάλλεται και μοιάζει αδύναμη μπροστά στην εξέλιξη της τεχνολογίας, στο φιλμ ως υλικό κι ως ιδέα, στην ομαδικότητα, την τρέλα, την παρόρμηση, το σκοτάδι, τα σκονάκια στο φως του προβολέα. Με τόση επιδεξιότητα και τόση αγάπη που, τελικά, σε αφήνει... με κομμένη την ανάσα, για μια τέχνη που αγαπάς πολύ και για τη σκοτεινή αίθουσα που ήταν και είναι το σπίτι σου.