Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Κωστής Χαραμουντάνης κάνει... νουβέλ-νουβέλ βαγκ. Ενα σινεμά που από τη μια είναι δικό του (πέρα για πέρα auteur), από την άλλη σφυγμομετρά με χιούμορ και τεράστια τρυφερότητα τη συναισθηματική αδεξιότητα της γενιάς του, από την τρίτη σενάρια και ήρωες κάτω από τη βολική, για ό,τι ιδιοσυγκρασιακό, ομπρέλα του «queer», από την τέταρτη ένα σινεμά πολυσυλλεκτικό στη φόρμα, που σέβεται αλλά μαζί απορρίπτει όσα ως τώρα αγάπησε. Ενα τέλειο δημιουργικό τετράγωνο που περικλείει φαντασία, αγάπη αλλά και πειθαρχία στα κινηματογραφικά αξιώματα.
Ετσι τον γνωρίσαμε από τις μικρού μήκους του, το χαριτωμένο «Το Μάτι και το Φρύδι» το 2016, το συντριπτικό «Το ΤΕΡΑΣ κοιμάται» το 2017, το αγαπησιάρικο «Σκύλο του Χαμομήλι» το 2019, το - αριστουργηματικότερο όλων - «Ανθολόγιο μιας Πεταλούδας» το 2020. Κι ακόμα, απ' αυτό που ξεκίνησε ως μικρού μήκους - άσκηση, «Κιόκου Πριν Ερθει το Καλοκαίρι» το 2018 (μάλιστα σκηνές από εκείνη την ταινία χρησιμοποιούνται στη σημερινή ως home movies), πέρασε από το εργαστήριο Midpoint2020 ως «Κιούκα - Ταξιδεύοντας στο Φεγγάρι Μέσα από την Απέραντη Θάλασσα» κι έφτασε, πέρσι, να λανσάρεται από την ένωση Γάλλων διανομέων, το ACID, στις Κάννες, με τον τίτλο «Κιούκα, Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού». Αλλά κάπου σ' αυτή τη διαδρομή, ή ίσως πριν από μια άλλη μεγάλη διαδρομή που θ' ακολουθήσει, το σινεμά του Χαραμουντάνη έχασε κάτι από τη συγκρότηση, τη δημιουργικότητα και την ευαισθησία του.
Κιούκα, στα ιαπωνικά, είναι οι διακοπές - εξ ου και το Νησί του Παραδείσου στο One Piece. Γεμάτο καλοκαιρινές ελληνικές διακοπές είναι το φιλμ, ξανά ευφάνταστο στη φόρμα του, ξεκινώντας μ' ένα academy κάδρο με στρογγυλεμένες άκρες που ανοίγει για να περικλείσει μια οικογενειακή ιστορία. Δυο αδέλφια, η Ελσα (Λεκάκου) και ο Κωνσταντίνος (Γεωργόπουλος) πηγαίνουν διακοπές σε κυκλαδίτικο νησί με τη βάρκα του μπαμπά τους, του Μπάμπη (Συμεών Τσακίρης). Η Ελσα είναι ευάλωτη, ο Κωνσταντίνος δέχεται μια ελαφριά απόρριψη από τον πατέρα του, ως gay γιος, ο Μπάμπης παλεύει με τα κύματα, πιάνει την πέτρα και τη στύβει και, πάνω απ' όλα, είναι Ψαράς, με Ψ κεφαλαίο, μια και όλα στην ταινία εκεί επικεντρώνονται σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα αντρικά πρότυπα. Ποιος καταφέρνει την καλύτερη ψαριά, τι λένε τα ψάρια όταν μιλάνε μεταξύ τους, ποιου το τσουτσούνι τσιμπάνε περισσότερο (το χοντρουλό σκουλήκι - δόλωμα).
Στο νησί, ο Μπάμπης έχει ραντεβού με μια ατμοσφαιρική, μυστηριώδη γυναίκα, την Αννα (Ελενα Τοπαλίδου), η οποία γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι είναι η απούσα μητέρα των παιδιών, που ίσως, διστακτικά, θέλει ν' αποκτήσει μια επαφή μαζί τους.
Ο Τρελός Πιερό ρίχνει απλόχερα άμμο, νερό και ήλιο στην «Κιούκα». Φως άπλετο, μια υφή στη φωτογραφία που παραπέμπει στα παλιότερα καλοκαίρια του '80, όταν η πατούσα γινόταν σκληρή από τα βράχια, για μουσική κλασικά κομμάτια, ή οπερέτες πάνω από καλοκαιρινούς μονολόγους ή σιωπή γεμάτη ραστώνη, ή ακούσματα που φέρνουν αμέσως στο νου το Σαν με Κοιτάς, την Ελενα Ναθαναήλ στην ακροθαλασσιά και το Εκείνο το Καλοκαίρι. Η φόρμα ακολουθεί αυτή του «Ανθολογίου μιας Πεταλούδας», με διάφορα υλικά και βίντεο και φωτογραφίες και στοιχεία του φανταστικού.
Μέσα, όμως, σ' αυτό το γενναιόδωρο πλαίσιο, οι ερμηνείες σκαλώνουν, κυρίως του τριγώνου Λεκάκου - Γεωργόπουλος - Τοπαλίδου, σε μια επιτήδευση που μένει στην επιφάνεια και που δεν καταφέρνει ούτε να γεμίσει τις σκιαγραφημένες φιγούρες με περιεχόμενο, ούτε να ξυπνήσει το συναίσθημα του κοινού. Η πηγαία τσαντίλα του Τσακίρη κι η μικρή συμμετοχή της Αφροδίτης Καποκάκη είναι οι ανάσες ειλικρίνειας που περιμένεις. Αλλά και το ίδιο το σενάριο, παρότι ξεκινά από έναν οικείο και τραβηχτικό σκελετό, επιμένει στις κυκλικές επαναλήψεις, στα τεχνάσματα, τα φασέικα ευρήματα και τις φορσέ ατάκες, σαν να κολύμπησε αρκετά και δεν θέλει να δοκιμάσει το βυθό. Μια παράθεση από εσωτερικής κατανάλωσης δυσλειτουργικές οικογενειακές φάσεις διακοπών, είναι χαριτωμένη, κατά στιγμές διασκεδαστική, αλλά με τον αποσπασματικό τρόπο της δεν αρκεί για να κρατήσει την ένταση και το νόημα σε μια μεγάλου μήκους ταινία, δεν υποστηρίζει ουσιαστικά τις ηρωίδες και τους ήρωές της, τελικά δεν αγγίζει ούτε τον θεατή, ούτε την αλήθεια που προσπαθεί να φτάσει.
Το καλοκαίρι σίγουρα θα τελειώσει και σίγουρα θα έρθει ένα επόμενο, ο Κωστής Χαραμουντάνης είναι σίγουρο πως έχει όλα τα εργαλεία στο κουβαδάκι του για να φτιάξει τα ομορφότερα κάστρα στην άμμο, αλλά η μετάβαση από τη statement μικρού μήκους στην ολοκληρωμένη μεγάλου μήκους ταινία χρειάζεται χάρτη και σκληρό κουπί κι όχι μόνο πατητές, ψαροτούφεκο και λαμπερά βαμμένα νύχια που γυαλίζουν στον ήλιο.