Τρίτο θρυλικό φιλμ της τελευταίας αριστουργηματικής περιόδου του Κένζι Μιζογκούτσι, οι «Σταυρωμένοι Εραστές», βασισμένοι σε ένα έργο ιαπωνικού κουκλοθέατρου, βρίσκει τον μεγάλο Ιάπωνα δημιουργό, εδώ ακόμη περισσότερο από τα άλλα δύο μεγάλα φιλμ της ίδιας εποχής, τον «Επιστάτη Σάνσο» και το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι», σε αφηγηματικό οίστρο συνοδευόμενο από απαράμιλλη κινηματογραφική τεχνική και κυρίως μια - κι όμως - ακτιβιστική διάθεση που στρέφεται τόσο προς την αναζήτησή της κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και στη διαχρονικά φεμινιστική αγωνία του για τη θέση της γυναίκας σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.
Ο Μοχέι εργάζεται στο τυπογραφείο του Ισούν, ενός ισχυρού άντρα μεγάλης ηλικίας που τον απασχολούν μόνο τα χρήματα και η ομορφιά μιας νεαρής καμαριέρας, την οποία θέλει να εγκαταστήσει σε ένα άλλο σπίτι ως ερωμένη του. H Οσάν, η πολύ νεότερη γυναίκα του Ισούν, παρακαλεί τον υπάλληλο του άντρα της να βρει μερικά χρήματα για να καλύψει χρέη του αδελφού της. Ομως σύντομα οι δυο τους θα κατηγορηθούν άδικα ότι είναι εραστές και με τον κίνδυνο να σταυρωθούν - όπως είναι η παραδοσιακή τιμωρία για τους ομοίους τους - θα εγκαταλείψουν το Κιότο.
Ο,τι θα ακολουθήσει στους «Σταυρωμένους Εραστές» υπερβαίνει κατά πολύ την έννοια της παραβολής, του θρύλου ή του παραμυθιού, όπως φαινομενικά μοιάζουν και οι τρεις αυτές ταινίες του Μιζογκούτσι, φτιαγμένες από την πρώτη τους ύλη σαν ιστορίες που θα άξιζε να μεταφέρονται μέσα στους αιώνες από γενιά σε γενιά σαν παραδείγματα ανθρώπινης… επιβίωσης.
Ο Μοχέι και η Οσάν - ακόμη και ως μορφές, αυτός μακριά από το σκληρό ανδρικό πρότυπο, αυτή μακριά από τη σκιά της πατριαρχικής κοινωνίας δεν ταιριάζουν στον κόσμο μέσα στον οποίο αναγκάζονται να συν-υπάρξουν και η παρεξήγηση που θα τους φέρει μαζί θα τους αποδείξει ότι μπορούν για πρώτη φορά να έχουν τη ζωή που τους αξίζει. Όχι όμως χωρίς τίμημα, αφού ή θα πρέπει να μείνουν για πάντα κυνηγημένοι ή να θυσιαστεί ο Μοχέι, αφού ο τυπογράφος είναι διατεθειμένος, για λόγους γοήτρου, να δεχτεί πίσω την «άπιστη» γυναίκα του, αλλά θέλει νεκρό τον «εραστή» της.
Επιμένοντας να ξετυλίγει τα πλάνα του σαν τα μεγάλα έργα της ιαπωνικής ζωγραφικής (και τυπογραφίας…) σαν μέσα τους να χωράει όχι μόνο ολόκληρη η ιστορία του κόσμου, αλλά και όλα όσα θα έπρεπε να αλλάξουν προκειμένου αυτός ο κόσμος να γίνει πιο όμορφος και πιο δίκαιος, ο Μιζογκούτσι είναι στους «Σταυρωμένους Εραστές» πιο ακτιβιστής από ποτέ, σε μια τέλεια όσμωση της αφηγηματικής του δεινότητας και του κοινωνικού του σχολίου. Η διαφθορά, οι οικονομικές συναλλαγές, η ταξική αναλγησία έρχονται να δυναμώσουν ένα φεμινιστικό μανιφέστο που κορυφώνει όλα όσα ξεκίνησαν ήδη από τη «Ζωή της Οχάρου» και διέτρεξαν με συγκινητική, σπαρακτική διαχρονική επιμονή το έργο του - αφιερωμένο τελικά στις γυναίκες και στη θέση που τους στερήθηκε από την ίδια την παράδοση.
Ο τρόπος με τον οποίο οι δύο «εραστές» θα γίνουν τελικά «εραστές» (και θα τιμωρηθούν γι' αυτό), η αγωνιώδης προσπάθεια του ενός να σώσει τον άλλον και κυρίως η φαινομενική ήττα, αλλά τελικά μεγάλη νίκη τους πάνω σε ένα ολόκληρο σαθρό σύστημα κλείνει στην τελική εικόνα της ταινίας ολόκληρη την πεμπτουσία του έργου του Κένζι Μιζογκούτσι για ένα σινεμά φτιαγμένο από γνώριμα υλικά που αφηγείται γνωστές ιστορίες με έναν άλλο τρόπο. Αναζητώντας πρωτίστως πίσω από το πρώτο πλάνο όλα όσα κρύβονται στις μικρές λεπτομέρειες εδώ κι εκεί μέσα σε έναν διαρκώς κινούμενο καμβά που γεμίζει σκηνή με τη σκηνή από την ίδια την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης - σπαρακτικής, λυρικής, διαρκώς παλλόμενης από την επιθυμία για το καλό, το δίκαιο, το ανθρώπινο. Αυτό ίσως για το οποίο αξίζει και να πεθάνεις.