Ιαπωνική επαρχία, 16ος αιώνας - μία περίοδος που η χώρα συγκλονίζεται από εμφυλίους πολέμους. Αντάρτες λεηλατούν καθημερινά χωριά στο πέρασμά τους για την επόμενη μάχη - σκοτώνουν, κλέβουν, βιάζουν. Σ' ένα τέτοιο χωριό συναντάμε τον Γκεντζούρο, έναν φτωχό αγγειοπλάστη που ζει ταπεινά με τη γυναίκα του Μιγιάγκι και τον μικρό τους γιο. Ο Γκεντζούρο έχει ταλέντο στην τέχνη του, αλλά και άκρατη φιλοδοξία: δεν αντέχει άλλο τη φτώχεια, θέλει μία ευκαιρία στο όνειρο. Να πάει στην μεγάλη πόλη, να πουλήσει τα κεραμικά του, να επιστρέψει με χρυσό. Αδικα η Μιγιάγκι προσπαθεί να τον προσγειώσει - δεν την ενδιαφέρουν τα πλούτη, είναι ευτυχισμένη με το να είναι η οικογένειά της ασφαλής κι εκείνος δίπλα της.
Μεγαλομανής κι ανόητος είναι και ο Τομπέι, ο αδελφός του Γκεντζούρο που ζει στο γειτονικό σπίτι με την διεκδικητική σύζυγό του, Oχάμα. Ο Τομπέι ονειρεύεται να γίνει ένδοξος σαμουράι - με αστραφτερή πανοπλία, όπλα κι εξουσία. Ούτε εκείνος δίνει σημασία στη φωνακλού Οχάμα που του υποδεικνύει απροκάλυπτα τις αδυναμίες του.
Οσο οι απειλητικές πολεμικές ιαχές ακούγονται να πλησιάζουν το χωριό τους, τα δύο αδέλφια αποφασίζουν να φύγουν για την πόλη και να κυνηγήσουν τις φιλοδοξίες τους, αφήνοντας τις γυναίκες τους πίσω με την υπόσχεση μίας ένδοξης επιστροφής. Μόνο που αυτή η περιπέτεια θα έχει τραγικές συνέπειες και για τους δύο. Ο Γκεντζούρο θα πέσει θύμα της γοητείας μίας μυστηριώδους πλούσιας γυναίκας που θα του πραγματοποιήσει τις φαντασιώσεις καλλιτεχνικής δόξας και πλούτου και δε θα επιστρέψει γρήγορα στην Μιγιάγκι. Ενώ ο πονηρός Τομπέι θα κόψει δρόμο στη φιλοδοξία του να γίνει σαμουράι, κλέβοντας κι εξαπατώντας, χωρίς όμως να ξέρει ότι η εγκατελειμμένη Οχάμα έπεσε θύμα απαγωγής και βιασμού στρατιωτών που την έφεραν στην πόλη και την έκαναν πόρνη στο τοπικό οίκο αναχής.
Αυτό το παραμύθι φαντασμάτων, που λειτουργεί ως κοινωνικοπολιτική παραβολή για την ανθρώπινη απληστία, θεωρείται επάξια μέσα στις δέκα καλύτερες στιγμές στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου και μία από τις ταινίες που σύστησαν το μεγαλείο του ιαπωνικού σινεμά στο δυτικό κοινό. Αποτελεί επίσης το απαύγασμα του έργου του Κένζι Μιζογκούτσι - ενός σκηνοθέτη που ξεκίνησε με εντελώς άλλου ύφους σινεμά στα βωβά 30ς και εξελίχθηκε στη δεκαετία του 50 σε έναν από τους αδιαφιλονίκητους masters.
Διασκευάζοντας δύο διηγήματα του συγγραφέα του 18ου αιώνα Ουέντα Ακινάρι, από τη συλλογή του «Ugetsu Monogatοri» («Ιστορίες της Σελήνης Μετά τη Βροχή»), ο Μιζογκούτσι βρίσκει τους δύο ήρωες (ενώνει τις ιστορίες σε μία, τους κάνοντάς τους αδέλφια) που χρειάζεται για να μιλήσει για όσα νιώθει την ανάγκη: την βαρβαρότητα του πολέμου που επεκτείνεται πέρα από τα όρια της μάχης, στον άμαχο πληθυσμό που λιμοκτονεί, στις γυναίκες που μένουν πίσω. Οσο η ιαπωνική κουλτούρα πλασάρει τη φιγούρα των σαμουράι ως κάτι ηρωικό και ένδοξο, ο Μιζογκούτσι θέλει να δείξει τα θύματα του εθνικιστικού πατριωτισμού, τον απλό λαό που υποφέρει.
Παράλληλα με το πολιτικό σχόλιο υπάρχει έντονο και το κοινωνικό. Στην Ιαπωνία των 50ς, ο Μιζογκούτσι τολμά να καυτηριάσει την ανδρική κυριαρχία πάνω στη γυναίκα. Αντρες που ξεμυαλίζονται από φιλοδοξίες, φαντασιώσεις, πάθη και θα κάνουν τα πάντα για να τα ικανοποιήσουν, θα προκαλέσουν χάος και τραγικές συνέπειες. Οι Γκεντζούρο και Τομπέι θα κυνηγήσουν επιθετικά ένα άπιαστο ιδανικό τελειότητας, θα εξαπατήσουν, θα προδώσουν, θα αδικήσουν για να το πετύχουν και στο τέλος θα πάρουν ένα μάθημα ζωής. Μόνο που το βαρύ τίμημα θα πέσει στις γυναίκες τους, των οποίων οι ζωές καταστρέφονται.
Η τέχνη του Μιζογκούτσι είναι πώς συνδέει αυτή την κοφτερή ματιά κοινωνικού ρεαλισμού που αποκαλύπτει απροκάλυπτα την ανθρώπινη τραγωδία, με την ποιητική, αέρινη, αψεγάδιαστα φωτογενή κινηματογραφική του γραφή. Διαβόητα περφεξιονιστής (μπορούσε να γυρίσει εκατοντάδες λήψεις μίας σκηνής, ή να απαιτήσει να μετακινήσουν ένα σπίτι του σκηνικού για μερικούς πόντους ώστε να πετύχει το τέλειο κάδρο), ο Μιζογκούτσι εφηύρε την τεχνική της κάμερας που «αιωρείται». Μαζί με τον μαέστρο Διευθυντή Φωτογραφίας του Καζούο Μιγιαγκάβα (DP και του Κουροσάβα), ο Μιζογκούτσι χρησιμοποιεί γερανό και τράβελινγκ για το μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας, ώστε η κάμερα να βρίσκεται σε συνεχή, υγρή κίνηση, όχι μόνο οριζόντια, αλλά και κάθετα - και σε περιπτώσεις ακόμα και σε 360 μοίρες (η επιστροφή του Γκεντζούρο στο σπίτι του, όπου το βλέμμα του κάνει έναν πλήρη κύκλο στην καλύβα του). Αυτό έχει άμεση επίδραση στην ψυχολογική αντίληψη και τη διέγερση των συναισθημάτων του θεατή. Τα μονοπλάνα του δημιουργούν υπόγεια ένταση (η ζωή τρέχει και ο άνθρωπος δεν έχει έλεγχο), το γλίστρημα της κάμερας μία άπνοη μαγική ατμόσφαιρα (η ερωτική σκηνή στις πηγές με την Λαίδη Γουακάσα, ή η ομιχλώδης σκηνή της λίμνης που θεωρείται μία από τις καλύτερες στην ιστορία του σινεμά), ενώ η τοποθέτησή της σε συγκεκριμένο ύψος διαμορφώνει υποσυνείδητα την άποψή μας για τους ήρωες (ο ξελογιασμένος Γκεντζούρο κινηματογραφείται πάντα χαμηλά, ενώ το «φάντασμα» της Λαίδης Γουακάσα σκύβει πάντα από ψηλά πάνω του και τον καθηλώνει). Σ' αυτή την ιστορία φαντασμάτων, ακόμα και η κάμερα κινείται ως ένα αέρινο φάντασμα.
Παράλληλα τα κάδρα του είναι ένα masterclass στο βάθος πεδίου - η δράση τρέχει σε τρία επίπεδα (η βαβούρα της πόλης, του πολύβοου παζαριού, ή της επέλασης των στρατιωτών δεν περιορίζεται μόνο στην επιδερμίδα της εικόνας) και το βλέμμα του θεατή πρέπει να ακολουθεί τον πλούσιο όγκο της κινηματογράφησης. Κι όλα όσα καταγράφονται είναι μελετημένα στην ιστορική τους λεπτομέρεια: ο Μιζογκούτσι μελέτησε (για όλες τις ιστορικές ταινίες του) τόμους λαϊκής βιβλιογραφίας, ώστε η σκηνογραφία του να έχει τα αυθεντικά αντικείμενα, η ενδυματολογία του να ανταποκρίνεται σωστά μέχρι και το τελευταίο γαζί των κιμονό.
Τίποτα όμως δεν αντικατοπτρίζεται βαριά, έντονα, φλύαρα. Αντιθέτως, το αποτέλεσμα είναι υπόδειγμα οικονομίας και απλότητας. Η τονικότητα ρυθμίζεται από το παιχνίδι ανάμεσα στο φως και τις σκιές, με τον Μιγιαγκάβα να ρυθμίζει το κιαροσκούρο στο γυαλιστερό του ασπρόμαυρο σε μία εικαστική τελειότητα.
Νιώθουμε ότι υπνοβατούμε σε ένα κινηματογραφικό όνειρο, ακολουθούμε υπνωτισμένοι το σκοτεινό, μυστηριώδες παραμύθι, μπαίνουμε σε βάρκες με ετοιμοθάνατους με μεταφυσικά οράματα, σε στοιχειωμένα σπίτια, ερχόμαστε αντιμέτωποι με φαντάσματα. Μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε τελικά ότι δεν αισθανόμαστε τίποτα παραμυθένιο - όλα όσα βιώνουμε παρακολουθώντας την ταινία δεν είναι απόκοσμα, ούτε ξένα, ούτε μυστήρια. Τα φαντάσματα είναι ο καθρέφτης μας, ζουν μαζί μας και τα κουβαλάμε διαχρονικά. Δεν μάς τρομάζουν, εμείς τα έχουμε τρομάξει. Εμείς τα γεννήσαμε ως ανθρωπότητα, είναι συνέπειες των έργων μας.
Και κάπως έτσι μία ιστορία εποχής, αφήνει εποχή.