«Αν δεν αλλάξει η ανθρώπινη ψυχή, ο κόσμος που ονειρεύεσαι δεν θα υπάρξει ποτέ.»
Η ταινία που για πολλούς θεωρείται η καλύτερη του Κέντζι Μιζογκούτσι, γυρισμένη κι αυτή λίγο πριν το θάνατο του στην τελευταία πιο διάσημη και αριστουργηματική περίοδο της καριέρας του - είχε προηγηθεί το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι» και η «Ζωή της Οχάρου» και θα ακολουθούσαν οι «Σταυρωμένοι Εραστές» - έχει στον τίτλο της έναν δευτερεύοντα χαρακτήρα της ιστορίας. Ο «Επιστάτης Σάντο», πανταχού παρών σε όλη τη διάρκεια της αλλά με σάρκα και οστά μόνο σε ελάχιστες σκηνές, δεν είναι παρά ο κακός της ταινίας, κυριολεκτικά αλλά και συμβολικά ως καθρέφτης της κοινωνίας μέσα στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του Σούζιο και της Αντζου, δύο παιδιών από αριστοκρατική οικογένεια που χωρίζονται από τη μητέρα τους, πουλιούνται σαν σκλάβοι και προσπαθούν να επιβιώσουν στο κτήμα του Επιστάτη Σάνσο.
Η ιστορία διαδραματίζεται, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή στην αρχή της ταινίας, στον Μεσαίωνα, «μια εποχή όπου η ανθρωπότητα δεν είχε αφυπνιστεί» και ο Μιζογκούτσι κάνει σαφές, ήδη από τον τίτλο του, πως αυτή θα είναι περισσότερο από μια ιστορία επιβίωσης, μια ιστορία αντίστασης απέναντι στο κακό. Σκηνή- σκηνή, καθώς τα χρόνια περνούν και τα δύο αδέλφια μεγαλώνουν, το κακό απλώνεται κυρίαρχο, διαβρώνοντας κάθε απόθεμα ανθρωπιάς μπορεί να έχει απομείνει ακόμη και βαθιά μέσα στην καρδιά των δύο παιδιών. Το κορίτσι θα αντισταθεί, θα παραμείνει πιστό στις αρχές της οικογένειας της και θα ονειρεύεται πάντα πως μια μέρα θα καταφέρουν να συναντήσουν τους γονείς τους. Το αγόρι, όμως, θα παραιτηθεί νωρίς, θα αποκηρύξει τις διδαχές του πατέρα του και την πίστη του και θα ενδώσει στη σκοτεινή του πλευρά, θα γίνει πιο σκληρός και από τους πιο σκληρούς, μια προσπάθεια αυτο-τιμωρίας και λανθάνουσας εκδίκησης προς όσους τους πούλησαν, τους αγόρασαν, τους εκμεταλλεύτηκαν σαν να ήταν αντικείμενα και τους ξέχασαν για πάντα στη μοίρα τους.
Βασισμένο πάνω σε ένα διήγημα του Μόρι Ογκάι που γράφτηκε το 1915 και που με τη σειρά του βασίζεται σε μια προφορική αφήγηση που χάνεται στα βάθη των αιώνων, το φιλμ του Μιζογκούτσι είναι ταυτόχρονα ένα παραμύθι, ένας μύθος που χωρίς πολλή σκέψη αναφέρεται σε πολλαπλούς Μεσαίωνες (ανάμεσά τους και αυτόν των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά και της κοινωνικής και ηθικής εξαθλίωσης της μεταπολεμικής Ιαπωνίας), αλλά κυρίως μια απλή ιστορία φτιαγμένη για να αφηγηθεί την ιστορία (και τη σωτηρία) του κόσμου από την αρχή, αυτή τη φορά με όρους τόσο ακέραια κινηματογραφικούς που μοιάζει αδύνατον να μην μοιάζουν διαρκώς και κάθε φορά που στέκεσαι απέναντι τους ανατριχιαστικά διαχρονικοί.
Σκηνοθέτης των γυναικών - ο μεγαλύτερος της Ιαπωνίας και ένας από τους μεγαλύτερους στην ιστορία του σινεμά - ο Μιζογκούτσι καταδεικνύει και στον «Επιστάτη Σάνσο» τη θέση των γυναικών, κατώτερη ακόμη και ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες σκλάβους. Μπορεί να χαρίζει τον τίτλο της ταινίας του σε έναν άντρα και την οριστική δικαίωση σε έναν άλλο, αφήνει ωστόσο ανεξίτηλες στη μνήμη και μεγαλειώδεις μορφές (σαν από τον κόσμο των Θεών) όλες τις γυναίκες της ταινίας, με κυρίαρχες την Αντζού και τη μητέρα των δύο παιδιών. Ο θρήνος τους, η θυσία τους, η ευγένεια της κίνησης τους, η καλοσύνη που περισσεύει σε κάθε τους πράξη, το βλέμμα τους στραμμένο πάντα με ανησυχία προς κάθε μικρή ή μεγάλη αδικία αυτού του κόσμου - οι γυναίκες είναι εδώ η «διόρθωση» και το «όπλο» κάθε απόφασης, επανάστασης, παλινόρθωσης του καλού σε νέα στέρεα θεμέλια.
Σκηνοθέτης της φύσης - στην πιο αδιαχώριστη συνύφανση της ανθρώπινης με αυτήν της εκεί έξω Φύσης που θα βρει κανείς στο μοντέρνο σινεμά - ο Μιζογκούτσι ξεκινάει την ιστορία του σε ένα δάσος (που θα γίνει η αρχή μιας δύσβατης διαδρομής) και την ολοκληρώνει σε μια παραλία (χτυπημένη από ένα τσουνάμι). Ενδιάμεσα οι ήρωες του θα ταξιδέψουν με βάρκες, θα κοιμηθούν στο ύπαιθρο, θα βυθιστούν στο νερό, θα κόψουν κλαδιά με τα χέρια τους σε δυο διαφορετικές ηλικίες της ζωής τους. Σε έναν αέναο κύκλο της ζωής, η (ανθρώπινη) φύση θα γίνει ο μεγάλος πρωταγωνιστής μιας ιστορίας που αλλάζει εποχές, γίνεται καταφύγιο και παγίδα, φίλος και εχθρός, μια πηγή ζωής και ένα μέρος για την απόλυτη θυσία. Σε μια ένωση που φυσικά έχει να κάνει με το θείο (ο «Επιστάτης Σάνσο» είναι μια από τις πιο θρησκευτικές ταινίες του Μιζογκούτσι, με την έννοια της πίστης να επανέρχεται σε όλη της τη διάρκεια) αλλά και το βαθιά ανθρώπινο.
Σκηνοθέτης του ανθρώπινου περισσότερο από οτιδήποτε, με τον τίτλο του «ουμανιστή» να βρίσκει εδώ την ταυτοσημία που του αξίζει, ο Μιζογκούτσι αφηγείται μια ιστορία για το τι τελικά είναι αυτό που απαιτείται για να γίνεις «άνθρωπος». Η διαδρομή που επιλέγει είναι μελοδραματική - τα παιδιά που γίνονται σκλάβοι, η σκληρότητα της εξουσίας, η απόλυτη υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής αν αυτή δεν έχει σχέση με την παραγωγή, τα βασανιστήρια ακόμη και σε ανθρώπους της τρίτης ηλικίας - αλλά η κινηματογράφηση της είναι ποιητική με τον τρόπο που ο Κουροσάουα πίστευε ότι ο Μιζογκούτσι καταφέρνει να ποτίζει με ρεαλισμό κάθε του σκηνή. Η κοινωνική διάσταση του φιλμ, πόσο μάλλον η πολιτική και ταξική του αντίστοιχη, είναι διάφανη σε σκηνές που ακόμη και σήμερα μοιάζουν αποτρόπαιες και δύσκολες στην παρακολούθηση τους, σε μια ευθεία κριτική απέναντι στους μηχανισμούς της εξουσίας. Οχι όμως περισσότερο κρυστάλλινη από τις μεγαλειώδεις σκηνές της κινηματογραφικής ποίησης που κάνουν το έργο του Μιζογκούτσι έναν ανεξάντλητο ωκεανό από συναισθηματικές εκρήξεις που σχεδόν δεν ήξερες ότι μπορείς να νιώσεις.
Ενα τραγούδι από τη χαμένη μητέρα που αντηχεί στα αυτιά της κόρης, ένα κλαδί που σπάει φέρνοντας μνήμες από την παιδική ηλικία, τα δάκρυα που φέρνουν την επώδυνη απαραίτητη ενηλικίωση, μια θυσία που δεν έχει ποτέ ξανά κινηματογραφηθεί με τόσο απέριττο μεγαλείο, ένα φινάλε από τα πιο βασανιστικά, σπαραξικάρδια, λυτρωτικά, που γυρίστηκαν ποτέ. Κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή στον «Επιστάτη Σάνσο» είναι ένα ανάστημα που μοιάζει να σηκώνεται από τα βάθη της ξεχασμένης ανθρώπινης ύπαρξης και φτάνοντας με ταπεινότητα και σοφία όχι πιο ψηλά, αλλά στο σημείο του ανθρώπινου βλέμματος επιβεβαιώνει την (ξεχασμένη σήμερα) δύναμη του σπουδαίου σινεμά: να λειτουργεί ταυτόχρονα ως ταξίδι αλλά και ως και πυξίδα.