Για κάποιους (όχι για εμάς) το σκηνοθετικο ντεμπούτο του Πάρκερ Φιν «Smile» είχε καταφέρει να δώσει μια νέα πνοή στο είδος του αναβαθμισμένου τρόμου. Ηταν εκείνη η ταινία που για αρκετούς μιλούσε τόσο σε προσωπικό (για το ψυχικό τραύμα και την κατάθλιψη) όσο και σε γενικότερα κοινωνιολογικό επίπεδο (για τον κόσμο που σε προστάζει να δείχνεις στους άλλους το καλύτερο χαμόγελό σου όταν όλα γύρω σου – και μέσα σου – καταρρέουν).
Αλλά κανείς, ακόμα κι όσοι είχαν τις αντιρρήσεις τους για την ταινία (όπως κι εμείς εξάλλου), δεν μπορούσe να μην παραδεχτεί το ταλέντο του Φιν στο να δημιουργήσει έναν υποδόριο τρόμο και μια ανατριχιαστική ατμόσφαιρα που κατάφερνε σε αρκετές στιγμές να σε αιχμαλωτήσει, σίγουρα κάνοντας τον έναν σκηνοθέτη που θα περιμένες να δεις τι μπορεί να κάνει στη συνέχεια.
Και να που δυο χρόνια μετά ο Φιν επιστρέφει με τη συνέχεια της ταινίας που ξεκίνησε την υποσχόμενη καριέρα του, όμως αυτή την φορά τουλάχιστον, πέρα από μια παραπάνω αυτοπεποίθηση, δείχνει να έχει και ένα μεγαλύτερο budget για να δημιουργήσει μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου που θα δείτε φέτος.
Ενώ ετοιμάζεται να ξεκινήσει μια νέα παγκόσμια περιοδεία, η ποπ σταρ Σκάι Ράιλι αρχίζει να βιώνει όλο και πιο τρομακτικά και ανεξήγητα γεγονότα. Συγκλονισμένη από την κλιμακούμενη φρίκη και την πίεση της φήμης, η Σκάι αναγκάζεται να αντιμετωπίσει το σκοτεινό παρελθόν της για να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής της ενώ όλα μοιάζουν να διαλύονται γύρω της...
Αν και η αισθητική της ταινίας παρεμένει σχεδόν η ίδια, ο Φιν έχει τους δικούς του τρόπους για να την εξελίξει. Πριν από τους τίτλους αρχής και πριν μας γνωρίσει τη Σκάι και την ιστορία της, ο Φιν μας μεταφέρει έξι μόλις μέρες μετά τα γεγονότα της πρώτης ταινίας για να κλείσει τις όποιες εκκρεμότητες έχει αφήσει, στήνοντας ένα υπέροχο μονοπλάνο. Σε αυτά τα μόλις 10 πρώτα λεπτά ο Φιν έχει καταφέρει να σε κερδίσει και να σε κάνει να γαντζωθείς στην άκρη του καθίσματός σου, φορώντας σου ταυτόχρονα και το πιο υποχθόνιο χαμόγελο στο πρόσωπο, χτίζοντας παράλληλα, σχεδόν με μια απαράμιλλη μαεστρία, την ατμόσφαιρα της ταινίας του με αγωνία, ένταση και τρόμο.
Από εκεί και μετά όλα μοιάζουν ως ένας στοιχειωμένος μονόδρομος μέσα στον οποίο ο Φιν δεν αφήνει σχεδόν τίποτα να πάει χαμένο. Δείχνει να έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση πίσω από την κάμερα αυτή τη φορά, να ξέρει ακριβώς την ιστορία που θέλει να πει και, πάνω από όλα, πώς να την πει.
Σε κάθε πλάνο του ο Φιν έχει τον απόλυτο έλεγχο του υλικού του, αξιοποιώντας τον τρόμο στο μέγιστο, χρησιμοποιώντας την κάμερά του για να μεταφέρει τη φρίκη και τις ανατριχίλες με έναν παιχνιδιάρικό αλλά αποτελεσματικό τρόπο, (αν και η χρήση της ανάποδης κάμερας για να παρουσιάσει μια αποπνικτικά αφιλόξενη Νέα Υόρκη χρησιμοποιείται ίσως λίγο παραπάνω από ό,τι χρειάζονταν), προσθέτοντας σε αυτά τα πάντα χρήσιμα, αλλά τουλάχιστον καλοδουλεμένα jump scares.
Εχοντας σιγά-σιγά αρχίσει να εδραιώνει τη δική του σκηνοθετική ταυτότητα, από την παλέτα χρωμάτων που χρησιμοποιεί μέχρι το σασπένς και το gore (εδώ σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και πιο φρικιαστικό από την πρώτη ταινία), ο Φιν μοιάζει να σε βυβίζει σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα, φορώντας ξανά τις αναφορές του σε άλλες ταινίες, όπως «Σημάδι Κινδύνου», «The Grudge: Η Κατάρα» και «Σε Ακολουθεί», με περίοπτη περηφάνεια, οι οποίες αποτελούν δομικά στοιχεία της πλοκή της.
Μια πλοκή, η οποία όπως και στην πρώτη ταινία, έχει να κάνει με το βαθύ ψυχικό τραύμα που κουβαλάει κάποιος και την πίεση στην οποία μας υποβάλει η κοινωνία να το κρύβουμε καλά μέσα μας και να δείχνουμε τον καλύτερό μας εαυτό. Μόνο που αυτή τη φορά η ταινία του αποτελεί κι ένα υπέροχο σχόλιο για τη βιομηχανία του θεάματος και την αφόρητη πίεση που ασκεί πάνω στους καλλιτέχνες. Είναι ο ίδιος «δαίμονας» που όμως εδώ κάνει όσους δουλεύουν σε αυτή να καταβάλουν υπεράνθρωπες προσπάθεις για να δείχνουν μια συνεχή θετικότητα, έχοντας πάντα το καλύτερό τους χαμόγελο στους φανς τους, στους συναδέλφους τους και στην οικογένειά τους. Μέχρι να σπάσουν...
Ολο αυτό πηγάζει και μέσα από την πραγματικά υπέροχη, tour-de-force, ερμηνεία της Ναόμι Σκοτ (την οποία οι περισσότεροι έχουμε γνωρίσει ως Τζάσμιν στο live action του «Αλαντίν» του Γκάι Ρίτσι). Η Σκοτ παρουσιάζει την Ράιλι ως μια κοπέλα η οποία νιώθει άσχημη μέσα της όσο και έξω της, με τα τραύματα τόσο τα ψυχικά όσο και στο σώμα της, με τις ουλές της να είναι ακόμα εμφανείς, να πνίγεται από την καριέρα της, τους φανς και την πιεστική της μητέρα που όλοι την θέλουν να είναι τέλεια. Μέσα από μια σύνθετη και μελετημένη ερμηνεία, η Σκοτ καταφέρνει να βγάλει μια εκκωφαντική κραυγή αγωνίας μέσα από έναν χαρακτήρα που σταδιακά την τσακίζει ολοένα και περισσότερο η πιέση που νιώθει, δίνοντας ταυτόχρονα στην ταινία του Φιν το συναισθηματικό υπόβαθρο που χρειάζεται για να αναδειχθεί σε κάτι παραπάνω από μια απλή ταινία τρόμου.
Και μέχρι το φινάλε το «Smile 2» θα σε αφήσει μουδιασμένο, θα σε κάνει να χάσεις το χαμόγελο που σου χάρισε στην αρχή και να αναζητάς μια ανάσα που νιώθεις σαν να την κρατάς μέσα σου για ώρες, για να βρεις τη δύναμη να συνεχίσεις. Κι αυτό είναι ένα είδος τρόμου από μόνο του.