Πίσω στο 2014, ο Πολ Κινγκ έδωσε στον εξαιρετικά αγαπητό, από το βρετανικό (και όχι μόνο) κοινό, ήρωα του Μάικλ Μποντ τη φαντασμαγορική μετάβαση στη μεγάλη οθόνη που του άξιζε, δημιουργώντας ένα σύγχρονο, παραμυθένιο σύμπαν, εμποτισμένο με την απαιτούμενη δόση μαγικού ρεαλισμού που – έτσι κι αλλιώς – ενυπάρχει στον παιδικό ψυχισμό.

Μέσα από μία προσεγμένη και ταυτόχρονα μαγική εικονογραφία, πλούσια σε αναφορές από το ζεστό φιλμικό σύμπαν του Ζακ Τατί, τα εμμονικά, καλοστημένα κάδρα του Γουες Αντερσον, τα φορτωμένα με μονοχρωματικά μοτίβα πλάνα του Ζαν-Πιέρ Ζενέ, και πάει λέγοντας, ο Κινγκ κατάφερε να διατηρήσει την ονειρεμένη αίσθηση που συναντάμε στη «Μαίρη Πόππινς», αντιμετωπίζοντας συγχρόνως τους μικρούς θεατές όχι ως παθητικούς δέκτες με ισχνό αντιληπτικό κριτήριο, αλλά με τον σεβασμό και την ειλικρίνεια που τους αναλογεί, θέτοντας στον πυρήνα της προβληματικής των φιλμ, θεματικές που παραδοσιακά δεν άπτονται εκείνων που προορίζονται για παιδιά (όπως η απώλεια, το ανοίκειο, η σύγχυση που επιφέρει η ενήλικη ζωή κ.ά.).

Επτά χρόνια μετά την κυκλοφορία της δεύτερης ταινίας που, πιστή στην παραπάνω γραμμή, έθεσε τα θεμέλια για ένα πολλά υποσχόμενο τρίτο μέρος της ιστορίας του Πάντινγκτον, ο Ντόγκαλ Γουίλσον αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία, ο Πολ Κινγκ μεταπηδά στον ρόλο του σεναριογράφου και όλα εκείνα τα συστατικά που συνέβαλαν στο να γίνει το όνομα του αγαπητού χαρακτήρα συνώνυμο της κινηματογραφικής εγγύησης, μοιάζουν να έχουν εκλείψει. Αν όχι καθολικά, τότε σε βαθμό που σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμελητέος. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Στην τρίτη συνέχεια της ιστορίας, το γλυκό αρκουδάκι με το μπλε αδιάβροχο και το κόκκινο χαρακτηριστικό καπέλο που κληρονόμησε από τον θείο του δύο ταινίες πριν, λαμβάνει από το πουθενά ένα γράμμα, στο οποίο η Ηγούμενη του Οίκου για Συνταξιούχες Αρκούδες στο μακρινό Περού (Ολίβια Κόλμαν) τον ενημερώνει ότι η πολυαγαπημένη του Θεία Λούσι αισθάνεται ολοένα και πιο θλιμμένη, εξαιτίας της απουσίας του. Στο άκουσμα των νέων, ο Πάντινγκτον σπεύδει να οργανώσει ένα ταξίδι προκειμένου να την επισκεφθεί, έχοντας κλασικά στο πλευρό του τη στήριξη και τη βοήθεια της οικογένειας Μπράουν που αποφασίζει να τον ακολουθήσει, σε μία προσπάθεια να σπάσει τη ρουτίνα και να επανενωθεί.

Κατά τη διάρκεια του πολυτάραχου οδοιπορικού που εκτείνεται από το τροπικό δάσος του Αμαζονίου έως τις βουνοκορφές του Περού, ο Πάτινγκτον θα ανακαλύψει νέα πράγματα για την καταγωγή και τις ρίζες του, διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μυθολογία που σταδιακά είχε ξεδιπλωθεί στις δύο προηγούμενες ταινίες. Παράλληλα, οι Μπράουν, αντιμέτωποι με την επικείμενη αναχώρηση της Τζούντι για το κολλέγιο, τη διαρκή δυσανασχέτηση του έφηβου πια Τζόναθαν, καθώς και την ανάγκη του κάθε μέλους της οικογένειας για προσωπική εξέλιξη, θα κληθούν να βρουν εκ νέου τις ισορροπίες που τους ταιριάζουν, έτσι ώστε να ανακτήσουν τη χαμένη τους συναισθηματική εγγύτητα.

Οι περιπέτειες διαδέχονται η μία την άλλη, οι ανατροπές δίνουν και παίρνουν, νέοι χαρακτήρες κάνουν την εμφάνισή τους (ανάμεσά τους ο άπληστος οδηγός ποταμόπλοιου, Χάντερ Κάμποτ, που υποδύεται ο Αντόνιο Μπαντέρας με περίσσια - και μάλλον αχρείαστη σε τόσο έντονο βαθμό - εσάνς καρικατούρας) σε μία προσπάθεια αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος, κάθε τόσο.

Ενώ η ταινία επιστρατεύει τους παλιούς (και όντως καλούς) άξονες που μέχρι τώρα είχαν εξασφαλίσει την επιτυχία στο franchise, τους αξιοποιεί άτσαλα και, μάλλον, πρόχειρα, σε αντίθεση με το μεγαλόπνοο σκελετό που φαίνεται ότι είχε ως πρόθεση να χτίσει. Οι εικόνες μοιάζουν δραματικά φτωχότερες σε σχέση με εκείνες που είδαμε στις δύο προηγούμενες ταινίες, λειτουργώντας ως «αναξιοποίητη ευκαιρία», ειδικά αν αναλογιστούμε πόσο αβανταδόρικο είναι από μόνο του το κεντρικό στοιχείο του ταξιδιού στο Περού. Οι σλάπστικ σεκάνς χάνουν την ισορροπία τους, περνώντας, σε πολλές περιπτώσεις, τη λεπτή νοητή γραμμή μεταξύ «αστείου» και «γελοίου», ενώ οι προσθήκες σκηνών μιούζικαλ περισσότερο ζημιώνουν, παρά κολακεύουν το συνολικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πλήγμα που καθιστά την ταινία αισθητά υποδεέστερη σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες είναι η επιφανειακή, σχεδόν ανύπαρκτη ενασχόληση με τα επιμέρους θέματα που θίγει, τα οποία καταλήγει να χειρίζεται με στυγνό και φλατ διδακτισμό, αντιμετωπίζοντάς τα σαν περάσματα από τη μία ενότητα στην άλλη, άνευ σημασίας.

Και κάπως έτσι, ο αγαπημένος αρκουδούλης, μέσα από μία σειρά αδύναμων, ή – για να το θέσουμε ακριβέστερα - λιγότερο μελετημένων επιλογών, στην τρίτη του συνάντηση με τη μεγάλη οθόνη έχασε την κινηματογραφική του αίγλη, παραδίδοντας στο κοινό αυτό ακριβώς που το μέχρι τώρα σύμπαν του franchise είχε καταφέρει, και με το παραπάνω, να αποφύγει: μία ακόμη ταινία που απευθύνεται στους μικρότερους θεατές, χωρίς να σέβεται τόσο το αισθητικό τους κριτήριο, όσο και την αντιληπτικότητά τους εν γένει, βασίζοντας την ύπαρξή της στον φτηνό εντυπωσιασμό.