Ο Ντέιβιντ Μακένζι, που μας είχε εντυπωσιάσει με το «Πάση Θυσία», επιστρέφει αυτή τη φορά με ένα θρίλερ εταιρικής παρανομίας τοποθετημένο στη Νέα Υόρκη. Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ο Ας, ένας μεσάζων που κινείται στο περιθώριο του νόμου, βοηθώντας όσους θέλουν να αποκαλύψουν ή να κρύψουν μυστικά. Η δουλειά του βασίζεται σε ένα ιδιόμορφο relay σύστημα, που κρατά τις αποστάσεις ασφαλείας ανάμεσα στους πελάτες και τον ίδιο. Μια από τις πιο κρίσιμες υποθέσεις του είναι η συνεργασία του με τη Σάρα, μια υπάλληλο σε εταιρεία βιοτεχνολογίας, η οποία φέρει στα χέρια της στοιχεία που μπορούν να καταστρέψουν μια πολυεθνική.

Η ταινία ξεκινά με έναν αργό, υποδόριο ρυθμό, δίνοντας έμφαση στις λεπτομέρειες και στον κόσμο της μυστικότητας. Στιγμές παρακολούθησης, παραδόσεις φακέλων σε σκιερά μέρη, μετακινήσεις με τρένα και η συνεχής παρουσία μιας αόρατης απειλής δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ψυχρού σασπένς. Ο Μακένζι καταφέρνει να σε βάλει στο κλίμα της παράνοιας, με την πόλη να λειτουργεί σαν ένα αχανές σκηνικό που παραμονεύει παντού κινδύνους. Ωστόσο, στο τελευταίο τρίτο της ταινίας, ο ρυθμός αλλάζει απότομα. Η αφήγηση, που μέχρι τότε βασιζόταν στη σιωπή, την παρατήρηση και την καχυποψία, μετατρέπεται σε πιο συμβατική δράση, με καταδιώξεις και πυροβολισμούς που δείχνουν βεβιασμένοι και αφαιρούν από την προηγούμενη ένταση.

Σκηνοθετικά, ο Μακένζι επιχειρεί να συνδυάσει την ψυχρή ακρίβεια ενός κατασκοπικού θρίλερ με τις αναφορές στα παρανοϊκά πολιτικά φιλμ των 70s. Η φωτογραφία είναι καθαρή, σχεδόν κλινική, με τόνους που υπογραμμίζουν την ψυχρότητα του κόσμου των χαρακτήρων. Στα πρώτα δύο τρίτα, η προσέγγιση αυτή λειτουργεί υποδειγματικά, δημιουργώντας μια αίσθηση αποξένωσης που ταιριάζει απόλυτα στην ιστορία. Ομως, η μεταστροφή προς ένα πιο mainstream φινάλε, γεμάτο τετριμμένα σχήματα, κάνει το συνολικό αποτέλεσμα να μοιάζει άνισο. Εκεί που το φιλμ θα μπορούσε να παραμείνει ένα ατμοσφαιρικό, εσωτερικό θρίλερ, καταλήγει σε μια τυπική περιπέτεια που χάνει το στίγμα της.

Στις ερμηνείες, ο Ριζ Αχμεντ δίνει την πιο ουσιαστική συμβολή. Με ελάχιστους διαλόγους και ένα βλέμμα που αποτυπώνει εσωτερικό βάρος, καταφέρνει να πλάσει έναν χαρακτήρα μυστηριώδη αλλά και ανθρώπινο. Ο ρόλος του στηρίζεται περισσότερο στη σωματική παρουσία και την ένταση του βλέμματος, και ο Αχμεντ ανταποκρίνεται με συνέπεια. Η Λίλι Τζέιμς, από την άλλη, έχει μια ενδιαφέρουσα εκκίνηση ως whistleblower που ταλαντεύεται ανάμεσα στον φόβο και την αποφασιστικότητα, αλλά η σεναριακή επιλογή να εξελιχθεί σε ρομαντικό ενδιαφέρον του πρωταγωνιστή μειώνει την πειστικότητα του χαρακτήρα της. Ο Σαμ Γουόρθινγκτον συμπληρώνει ως απειλητική φιγούρα, προσθέτοντας στιγμές έντασης, αν και χωρίς να ξεφεύγει από τα αναμενόμενα.

Ο «Μεσολαβητής» είναι ένα φιλμ που ξεκινά με πολλές υποσχέσεις, δείχνοντας ότι ο Μακένζι μπορεί να χτίσει ένταση χωρίς φανφάρες, χρησιμοποιώντας μόνο σιωπές, βήματα και βλέμματα. Ομως, η απόφαση να καταφύγει σε πιο εύκολες λύσεις στο τέλος στερεί από την ταινία την ιδιαιτερότητά της. Εχει στιλ, διαθέτει μια αίσθηση επικαιρότητας και μερικές δυνατές στιγμές, αλλά δεν καταφέρνει να σταθεί στο ύψος της φιλοδοξίας του.