Ο «Μολυβένιος Στρατιώτης» του Μπραντ Φέρμαν είναι μια από εκείνες τις ταινίες που γεννούν την αίσθηση πως το χαρτί έκαιγε στα χέρια των συντελεστών. Η ιδέα, φαινομενικά, έχει δυναμική: ένας βετεράνος στρατιώτης, μια μυστηριώδης αίρεση, μια μάχη ανάμεσα σε πίστη και προδοσία. Ομως, αντί για στιβαρό θρίλερ δράσης με κοινωνικό και ψυχολογικό βάθος, αυτό που φτάνει τελικά στην οθόνη είναι μια ακατάστατη κατασκευή που μοιάζει περισσότερο με συρραφή από τρέιλερ, παρά με ολοκληρωμένη ταινία.

Ενας πρώην κομάντο των ειδικών δυνάμεων αναζητά εκδίκηση από έναν αρχηγό αίρεσης, ο οποίος έχει διαφθείρει τους πρώην συμπολεμιστές του, τους Σίντζας. Ο ηγέτης αυτός, γνωστός ως ο Μποκούσι, ενώ υπόσχεται στους βετεράνους προστασία, αποβαίνει καταστροφική επιρροή για εκείνους. Τότε, ένας πρώην στρατιώτης θα συμμαχήσει μαζί του, προκειμένου διεισδύσουν στο φρούριο του Μποκούσι και να ξεσκεπάσουν την τυραννική του κυριαρχία.

Η δράση, που θα έπρεπε να αποτελεί το καύσιμο της αφήγησης, πάσχει από όλα τα βασικά: μουντά πλάνα, εκρήξεις χωρίς αίσθηση κινδύνου και CGI που θυμίζει τηλεοπτική παραγωγή δεύτερης διαλογής. Η ένταση χάνεται, η βία δεν έχει αντίκτυπο και η αδρεναλίνη παραμένει εγκλωβισμένη σε μια επιτηδευμένη φασαρία.

Η σκηνοθεσία του Φέρμαν μοιάζει χαμένη μέσα σε υπερβολικά κοψίματα, αδέξιες εναλλαγές χρονικών επιπέδων και άναρχες αφηγηματικές παρεμβολές. Δεν υπάρχει ούτε ρυθμός ούτε συνοχή ενώ, αντίθετα, δημιουργείται η αίσθηση πως κάθε σκηνή παλεύει μόνη της να δικαιολογήσει την ύπαρξή της, χωρίς να υπηρετεί ένα ευρύτερο όραμα.

Το σενάριο, από την άλλη, είναι φορτωμένο με κλισέ: ο τραυματισμένος ήρωας που ψάχνει λύτρωση, ο χαρισματικός αρχηγός που υπόσχεται σωτηρία, η αιώνια μάχη του «καλού» στρατού με τις «σκοτεινές» δυνάμεις. Κανένας από αυτούς τους άξονες δεν αποκτά βάθος ή πολυπλοκότητα, καθώς οι διάλογοι ηχούν ξύλινοι και οι μεγαλοστομίες που παρεμβάλλονται λειτουργούν περισσότερο ως κενά συνθήματα παρά ως φορείς νοήματος.

Ακόμα και το δυνατό χαρτί του καστ καταλήγει χαμένο. Ο Σκοτ Ιστγουντ κουβαλάει το βάρος του πρωταγωνιστή αλλά μένει δέσμιος ενός ρόλου που τον ωθεί σε υπερβολές και μονοτονία. Ο Τζέιμι Φοξ προσπαθεί να δώσει αίγλη στον «γκουρού» του, όμως η υπερβολική του ερμηνεία καταλήγει σε καρικατούρα. Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Τζον Λεγκουιζάμο εμφανίζονται τόσο φευγαλέα που σχεδόν δεν προλαβαίνεις να τους συνειδητοποιήσεις, ενώ η Νόρα Αρνεζέντερ χάνεται σε μια υποπλοκή χωρίς αντίκρισμα.

Στο τέλος, ο «Μολυβένιος Στρατιώτης» αφήνει μια πικρή γεύση χαμένης ευκαιρίας. Είχε όλα τα συστατικά για να προσφέρει μια σκοτεινή, πολεμική παραβολή για το τραύμα και τη χειραγώγηση, όμως τα έχασε μέσα στην προχειρότητα και την ακατάστατη εκτέλεση. Είναι από εκείνες τις ταινίες που σε κάνουν να σκεφτείς ότι το ταλέντο των συντελεστών και το κύρος του καστ άξιζαν κάτι πολύ περισσότερο.