Ο Τάκης είναι κτηνοτρόφος σ’ ένα ορεινό χωριό της ελληνική επαρχίας. Εχει χτίσει την περιουσία του με μόχθο, αλλά και μικροπαρανομίες: μπορεί να έχει κλέψει κι 1-2 στρέμματα μέσα στα χρόνια από τον γείτονα, αλλά παλιά τα σύνορα ήταν σχετικά και αχαρτογράφητα. Οπως, ανέκαθεν στις μικρές κοινωνίες, σχετικά κι αχαρτογράφητα υπήρξαν και τα όρια της ηθικής. Καταγγελίες γίνονται, αλλά δικηγόροι ακριβοπληρώνονται για να τακτοποιήσουν τα κενά της γραφειοκρατίας. Οπλα βγαίνουν στους οξύθυμους καυγάδες, αλλά οι αστυνομικοί λαδώνονται για να κάνουν τα στραβά μάτια. Ο Τάκης μπορεί και να την απάτησε κάποτε την Eλένη (κι εκείνη τον Τάκη), αλλά στη γειτονιά και το χωριό η εικόνα είναι της αγίας ελληνικής οικογένειας. Κι ας μην δείχνει προκοπή ο μοναχογιός τους Παύλος - ευνουχισμένος, τεμπέλης, ανασφαλής και για αυτό κομπλεξικός. Κι ας φαίνεται περίεργο που ο Τάκης επενδύει περισσότερο στον Χρήστο, τον νεαρό Αλβανό που άτυπα υιοθέτησε, όταν η γειτόνισα μάνα του επέστρεψε στη χώρα της. Ο Χρήστος τον βοηθάει στα σφαγεία. Ο Χρήστος είναι ικανός να κρατήσει το νέο μαγαζί, το οικογενειακό κρεοπωλείο που άνοιξαν στην κεντρική πλατεία του χωριού, και, κανονικά, είναι η περιουσία που θα αφήσουν στον Παύλο. Στον Χρήστο στηρίζεται, στον Χρήστο επενδύει, τον Χρήστο καμαρώνει.

Κι όλα πάνε κατ’ ευχήν. Κι ας χρεώθηκε ο Τάκης. Κι ας τον φυτιλιάζει συνεχώς η βεντέτα για τα κτήματα με τον εκδικητικό Κυριάκο. Κι ας τον απογοητεύει ο Παύλος, κι ας του ρίχνει βιτριολικά βλέμματα η Ελένη, κάθε φορά που επαινεί τον Χρήστο. Ολα πάνε καλά.

Μέχρι που ένα καρμικό βράδυ τινάζει τα πάντα στον αέρα. Σ’ ένα διαπληκτισμό και στην ανάγκη του να κάνει τον νταή, ο Παύλος σκοτώνει τον Κυριάκο που μπήκε ως παραβάτης στα χωράφια τους. Μοναδικός μάρτυρας ο Χρήστος, ο οποίος σοκαρισμένος δέχεται να τον βοηθήσει να εξαφανίσουν τα ίχνη. Μόνο που δεν εξαφανίζονται έτσι τα πτώματα, ούτε οι ενοχές. Ο Τάκης βλέπει ξεκάθαρα ότι δεν έχει άλλο έλεγχο, ο Παύλος δεν τη γλιτώνει. Και τότε προτείνει μία συμφωνία στον Χρήστο - βρώμικη, σκοτεινή και διεφθαρμένη. Να γίνει εκείνος το πρόβατο στη σφαγή της δικαιοσύνης. Θα δεχθεί;

Ο Δημήτρης Νάκος έχει σκηνοθετήσει 14 μικρού μήκους ταινίες (όπως τα «11.20 π.μ.», «4 Μαρτίου», «Η Αλίκη στο Καφέ», «Κατάψυξη») που έχουν παρουσιαστεί και βραβευτεί σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού. Με το «Κρέας» κάνει το ντεμπούτο του στην μεγάλου μήκους.

Κι ενώ γράφει κάτι που -ξεκάθαρα και ατόφια- πηγάζει από και παραπέμπει στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, το βλέμμα του είναι φρέσκο, γήινο και απτό - λερωμένο από τη λάσπη και την υγρασία της στάνης, μουλιασμένο στο αίμα του κρέατος, ριζωμένο βαθιά στην μπόχα της ελληνικής υποκρισίας.

Με τον Γιώργο Βαλσαμή στην διεύθυνση φωτογραφίας κατασκευάζουν το σταχτί, γκρίζο, άναρχο σύμπαν της κλειστοφοβικής επαρχίας, όπως του πρέπει - μοναχικό κι αγοραφοβικό, απέραντο κι αδιέξοδο, νευρώδες κι εγκλωβισμένο.

Ο Νάκος μοιάζει να ξέρει τα πατήματα των τόπων (μαθαίνουμε ότι κτηνοτρόφος είναι ο πατέρας της συζύγου του, της , επίσης σκηνοθέτη, Αμερίσσας Μπάστα - το χωριό αυτό στην Κύμη όπου έγινε το γύρισμα είναι η καταγωγή κι τόπος της) και τον καταγράφει με σκηνοθετικό στιλ, άποψη, αλλά ουσιαστικά, κι όχι με τουριστικές καλλιγραφίες. Με ακρίβεια στην τονικότητα, με ρεαλισμό και χαλινάρι στη δραματουργική αφήγηση, αλλά την κάμερα να τρέχει κρατώντας σφιχτό το ρυθμό. Ο Νάκος επενδύει στο σινεμά που αγαπάμε: παρατήρηση, ησυχία, αλλά καμία έκπτωση στο νεονουάρ ψυχόδραμα, με μοντέρνα πρόταση στην τραγωδία ως βουκολικό γουέστερν. Πόσο έξτρα μπόνους και η υπέροχα ημιάγρια, αυθεντικά βουνίσια μουσική του Ηπειρώτη πολυοργανίστα Κωνσταντή Πιστιόλη (ναι, των των Villagers of Ioannina, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Γιάννη Χαρούλη κλπ)

Οι ηθοποιοί του είναι επίσης γεροί (περισσότερο οι άντρες από τις γυναίκες, θεωρούμε ότι ήθελαν λίγο ενδυνάμωση οι γυναικείοι ρόλοι). Ο Καραζήσης ηγείται, πάντα στιβαρός και μελετημένος, ο Νικούλι απογειώνεται με νέα ερμηνευτική αυτοπεποίθηση (κάτι ανάμεσα στην ενηλικίωση και την αιώνια αθωότητα), ο Ιορδανόπουλος φορά την τοξική αντρίλα και τη δειλία, όπως ακριβώς πρέπει - ως δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κι ο Γιώργος Συμεωνίδης, με το σώμα ευθυτενές και το εκφραστικό του πρόσωπο ακίνητο, σαν κλείσιμο ματιού 16 χρόνια μετά τη «Διόρθωση» του Θάνου Αναστόπουλου, να υπηρετεί ξανά αυτή την πικρή ματιά που ρίχνει το σινεμά στην ανθρώπινη τρωτότητα, στην αμαρτία.

Αν κάτι μάς προβλημάτισε είναι το τέλος. Σωστό και ακριβές, έξυπνο και αριστοτεχνικό σεναριακά, δεν μεταφέρεται στην οθόνη με την ορμή και τη δύναμη που του ταιριάζει. Σαν κάτι λίγο να ξεκουρδίστηκε, σαν κάποια απόφαση να μη δούλεψε.

Δεν μάς απασχολεί και τόσο. Η ατμόσφαιρα της ταινίας μάς έχει στοιχειώσει, η στιβαρότητα του Νάκου μάς κέρδισε, το «Κρέας» του κέρδισε μία θέση ανάμεσα στα αγαπημένα μας της χρονιάς.