Στα βραζιλιάνικα, Μπαραβέντο είναι ο άνεμος που σαρώνει τα πάντα, αυτός που στο πέρασμα του σκοτώνει και τους ψαράδες όταν αυτοί δεν προλαβαίνουν να βγουν στη στεριά. Ενας άνεμος - σαρωτικός κι αυτός - είναι και η ταινία του Γκλάουμπερ Ρόχα, πρώτη της φιλμογραφίας του που γυρίστηκε τυχαία από το τρομερό παιδί και μετέπειτα εμβληματικό Βραζιλιάνο σκηνοθέτη που έχασε τη ζωή του μόλις στα 41 του χρόνια.
Ο Ρόχα είχε ταξιδέψει μαζί με τον σκηνοθέτη Λουίς Παουλίνο ντος Σάντος σε ένα ψαροχώρι στην Μπαχία για να γυρίσει, ο δεύτερος, το «Barraventoo». Ο Ρόχα είχε αναλάβει μόνο το ρόλο του παραγωγού, αλλά όταν ο Παουλίνο ντος Σάντος εγκατέλειψε το γύρισμα μια βδομάδα πριν το τέλος των γυρισμάτων, ο Ρόχα αναγκάστηκε να ολοκληρώσει το φιλμ υπό σχεδόν αδύνατες συνθήκες. Οταν είδε το υλικό, δήλωσε απογοητευμένος και εγκατέλειψε την ταινία, μέχρι που, οκτώ μήνες μετά, συναντήθηκε με τον Νέλσον Περέιρα ντος Σάντος ο οποίος και τον βοήθησε να ολοκληρώσουν την ταινία.
Το «Μπαραβέντο» διαδραματίζεται στην επαρχία της Μπαχία, σε ένα ψαροχώρι, εκεί όπου οι φτωχοί ψαράδες αναγκάζονται να ψαρεύουν με κίνδυνο της ζωής τους για λογαριασμό των μεγάλων αφεντικών, την ίδια στιγμή που το χωριό άγεται και φέρεται από θρησκευτικές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Ο Φιρμίνο που επιστρέφει στο χωριό από την μεγάλη πόλη είναι αποφασισμένος να κάνει τους συγχωριανούς του να αλλάξουν νοοτροπία, να δουν το συμφέρον τους, να απεγκλωβιστούν από τα συμφέροντα των άλλων και να δημιουργήσουν μόνοι τους την δική τους ευτυχία. Οι προσπάθειές του θα συγκρουστούν με όσους αντιστέκονται στην αλλαγή.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε το Cinema Novo, το «νέο σινεμά» της Βραζιλίας, μακριά από τη «χολιγουντιανή» βιομηχανία της χώρας και πιο κοντά στην αλήθεια των πραγματικών ανθρώπων, μια νεορεαλιστική ματιά που άφησε χώρο για μια αναπάντεχη ποίηση που μοιάζει να έρχεται από το πουθενά αλλά και αυτούσια κομμάτια αυθεντικής παράδοσης που μοιάζουν να έρχονται από τα βάθη της (ανθρώπινης) ιστορίας.
Ο τρόπος με τον οποίο η μυθοπλασία γίνεται ένα με την τεκμηρίωση, η κοινωνική παρατήρηση μια πολιτική πράξη και το απόσταγμα μιας ζωής στο μεταίχμιο μια αλλαγής, θα μπορούσε να περιγραφεί μόνο ως μια (κινηματογραφική) εμπειρία που σε μεταφέρει αυτόματα σε έναν άγνωστο τόπο και χρόνο όπου ο άνεμος της αλλαγής είναι τόσο σαρωτικός που μοιάζει ικανός να γίνει ακόμη και βλάσφημος, χτυπώντας - στρατευμένα - κάτω από τη μέση θρησκευτικές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες και ανοίγοντας δρόμο για την πρόοδο.
Χωρίς επιτήδευση, με ασπρόμαυρο που μοιάζει πιο πολύχρωμο από οποιαδήποτε χρήση χρωματικής παλέτας, με μια κίνηση που μοιάζει χορογραφημένη και απόλυτα ρυθμική πάνω στην ίδια την πεμπτουσία της βραζιλιάνικης ψυχής, το «Μπαραβέντο» είναι μια θαρραλέα πράξη αλλαγής, ένα μανιφέστο πάνω στη σημασία της ανθρώπινης υπόστασης, μια βαθιά λαϊκή στιχομυθία με τη μοίρα και μαζί ένας καθρέφτης που μοιάζει διαχρονικά να σχολιάζει το πέρασμα από το παρελθόν στο μέλλον.
Στο παρόν, η πρώτη αυτή - τελικά - ταινία του Γκλάουμπερ Ρόχα, θα τον έκανε τον αδιαμφισβήτητο πρώτο εκπρόσωπο του Cinema Novo (θα ακολουθούσαν τα πιο γνωστά «Κόσμος σε μα Εκσταση» το 1967 και το βραβευμένο στις Κάννες «Αntonio das Mortas» του 1969) και μαζί μια ανανεωτική φωνή που ακούγεται ακόμη δυνατά πάνω στο (κινηματογραφικό) κατεστημένο. Στο μελαγχολικό φινάλε του «Μπαραβέντο», η πύρρειος νίκη του μοντέρνου πάνω στην παράδοση, έρχεται περισσότερο ως μια σπουδαία πράξη συνειδητοποίησης για όλα όσα πρέπει να μείνουν πίσω προκειμένου αυτός ο κόσμος να συνεχίζει να ελπίζει.