Μόλις 26 ετών, ο Ινδός Σουμπασίς Μπουτιανί εντυπωσίασε με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, «Η Σωτηρία της Ψυχής», που έκανε την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Βενετίας, στο πρόγραμμα για νέους σκηνοθέτες από όλο τον κόσμο Biennale College, και κέρδισε το Βραβείο Unesco για την ανθρωπιστική ματιά του.
Η ιστορία ενός ηλικιωμένου άνδρα που αποφασίζει να περάσει τις τελευταίες ημέρες της ζωής του στην ιερή πόλη του Βαρανάσι, αναγκάζοντας τον γιο του να τον ακολουθήσει και την οικογένειά του να έρθει αντιμέτωπη με το αναπόφευκτο, ακούγεται αρχικά σκοτεινή, όμως ο νεαρός σκηνοθέτης την αντιμετωπίζει με αξιοζήλευτη ωριμότητα και μια σπάνια ισορροπία ανάμεσα στη συγκίνηση και το χιούμορ. Διόλου τυχαία πολλοί κριτικοί έσπευσαν να συγκρίνουν την ταινία του με το σινεμά του Γιασουτζίρο Οζου.
Ο Σουμπασίς Μπουτιανί μίλησε στο Flix για τις επιρροές του, τη σκιά της παράδοσης, αλλά και το πώς μπορείς να απολαμβάνεις εξίσου τις ταινίες της Marvel και του Γιώργου Λάνθιμου!
Διαβάστε ακόμη: Ο Ρικάρντο Νταρίν κι ο Σαντιάγο Μίτρε μιλούν στο Flix για πολιτική και (φυσικά) σινεμά
Το θέμα της ταινίας σας, όπου ο θάνατος κατέχει κεντρική θέση, μοιάζει εκ πρώτης ηλικίας απρόσμενο για ένα τόσο νεαρό δημιουργό όπως εσείς. Πώς αποφασίσατε να πείτε αυτή την ιστορία;
Βρισκόμουν σε μια περίοδο στη ζωή μου κατά την οποία επέστρεφα ολοένα και πιο πολύ στη γενέτειρά μου, ταξίδευα στην Ινδία, μάθαινα περισσότερα για την κουλτούρα της απ’ όσα γνώριζα μέχρι τότε. Κι όταν ανακάλυψα αυτά τα ξενοδοχεία στο Βαρανάσι, όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν ουσιαστικά για να πεθάνουν, είχα καταγοητευτεί και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο υπάρχει πραγματικά. Κι όταν άρχισα να ακούω τις ιστορίες, ανακάλυψα πραγματικά τα συνηθισμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες οικογένειες στην Ινδία, θεματικά και συναισθηματικά, και τις δυσκολίες και τα ηθικά διλήμματα μιας τέτοιας κατάστασης, όπου ένας γιος αναγκάζεται να φέρει τον πατέρα του σε ένα τέτοιο ξενοδοχείο. Και αυτή η ιστορία, ο σπόρος αυτής της ιδέας, αυτοί οι άνθρωποι, με ενέπνευσαν πραγματικά να θέλω γράψω γι’ αυτά. Και σιγά σιγά διαμορφώθηκε όπως είναι.
Νομίζω ότι σε κάθε ταινία φέρνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου, αλλά παράλληλα ανακαλύπτεις πράγματα. Κι αυτή η διαδικασία του να μαθαίνεις για τη διαδικασία του θανάτου με έναν τόσο οικείο τρόπο ήταν κάτι αποκαλυπτικό για μένα και με βοήθησε να γυρίσω πιο κοντά στις ρίζες μου και την κουλτούρα μου.
Η ταινία γυρίστηκε όντως σε ένα τέτοιο ξενοδοχείο;
Εκανα αρκετή έρευνα και πέρασα πολύ χρόνο σε αυτά τα ξενοδοχεία, βγάζοντας φωτογραφίες και ηχογραφώντας πράγματα, αλλά όταν έφτασε η στιγμή δεν θέλαμε να είμαστε ασεβείς απέναντι στο χώρο και προτιμήσαμε να αναδημιουργήσουμε την αίσθηση και το περιβάλλον αυτό κάπου αλλού. Οπότε βρήκαμε έναν χώρο που έμοιαζε πολύ από αρχιτεκτονικής πλευράς, ο οποίος είχε αρκετές ομοιότητες και δωμάτια που μπορούσαμε να σχεδιάσουμε, κι έτσι προσπαθήσαμε να το ανακατασκευάσουμε όσο ήταν δυνατόν. Δουλέψαμε πολύ σκληρά με τον σκηνογράφο και τους διευθυντές φωτογραφίας για να το αναδημιουργήσουμε και να είμαστε πραγματικά λεπτομερείς, είτε πρόκειται για τα χρώματα στους τοίχους είτε για το είδος των αποσκευών που οι άνθρωποι είχαν μαζί τους, όλα αυτά τα μικρά στοιχεία που έπρεπε να ξαναχτίσουμε από την αρχή. Γιατί είχε σημασία για μας η λεπτομέρεια.
Πώς ήταν η εμπειρία του να γυρίζεις μια ταινία σε έναν ιερό χώρο όπως το Βαρανάσι;
Ηταν μια πραγματικά απίστευτη εμπειρία για μένα. Είναι μια σχεδόν σουρεαλιστική πόλη, ειδικά αν μένεις για αρκετό καιρό, και κάθε μέρα νιώθεις μια ιδιαίτερη ενέργεια και βιώνεις τον θάνατο σε καθημερινά πράγματα, τον βλέπεις κάθε λεπτό, υπάρχει πάντα μια αίσθηση θανάτου στον αέρα σχεδόν. Οπότε νομίζω ότι να ζεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον και να κανονικοποιείς τον θάνατο σε τέτοιο επίπεδο ήταν κάτι που με άλλαξε πολύ κατά τη διαδικασία δημιουργίας της ταινίας.
Υπήρξε κάτι που άλλαξε στην πορεία στην ταινία, ακριβώς λόγω της έντονης επιρροής που είχε πάνω σας ο τόπος αυτός;
Αλλαξα το τέλος! Αλλά προφανώς δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό προτού ο κόσμος δει την ταινία! Αλλά το φινάλε της ταινίας ήταν διαφορετικό όταν το έγραψα, όταν όμως έμεινα εκεί ανακάλυψα κάποια πράγματα που με έκαναν να το αλλάξω. Η μεγαλύτερη αλλαγή ήταν στις τελευταίες σκηνές.
Η ταινία είναι μια ιστορία συμφιλίωσης ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές γενιές. Αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και στον σύγχρονο τρόπο ζωής και η πάλη που συχνά πρέπει να αντιμετωπίσει η νέα γενιά ανάμεσα στις επιθυμίες των γονιών της και τα δικά της όνειρα είναι κάτι που έχουμε δει συχνά σε ταινίες με φόντο την Ινδία. Πόσο ισχυρό είναι ακόμα αυτό το φαινόμενο;
Ναι, σε κάποιο επίπεδο θα είναι πάντα έντονο. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου η οικογένεια είναι το επίκεντρο. Και ότι και να κάνεις, η κοινωνική δομή και η επιρροή της οικογένειας είναι τέτοια που επιτρέπουν αυτού του είδους τις προστριβές ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές. Και από εκεί είναι που προέρχεται και η δική μου οπτική για το πώς οι διαφορετικές γενιές αντιμετωπίζουν η μία την άλλη. Η ενδιάμεση γενιά, εκείνη του γιου, είναι εκείνη που πιθανότατα υπάκουε στην οικογένεια και δεν είχε τη δυνατότητα να ακολουθήσει τα όνειρά της, και υπάρχει πολλή πικρία και θυμός γι’ αυτό. Ενώ στην τρίτη γενιά, της εγγονής, η οποία αρχίζει να επαναστατεί τώρα, γιατί ζούμε σε μια διαφορετική εποχή, υπάρχει μια αίσθηση απελευθέρωσης που έρχεται σταδιακά. Αλλά είναι μια μάχη που πάντα θα υπάρχει λίγο ή πολύ.
Εχετε κάποια ανάλογη προσωπική εμπειρία που σας ενέπνευσε;
Θα προτιμούσα να μη μιλήσω γι’ αυτό! (γέλια) Αλλά πολλές φορές κι ο ίδιος δεν γνωρίζεις από πού προέρχεται κάτι. Κάποια πράγματα είναι παρατηρήσεις και κάποια είναι άμεσες προσωπικές εμπειρίες. Αλλά για να προστατεύσω κάποιους ανθρώπους θα προτιμούσα να μην μπω σε λεπτομέρειες…
Ο δικός σας πατέρας είναι ωστόσο παραγωγός στην ταινία. Πώς ήταν να δουλεύετε μαζί του σε ένα φιλμ που έχει ακριβώς να κάνει με τη σχέση ανάμεσα σε πατέρα και γιο;
Ηταν πραγματικά διασκεδαστικό σε κάποιο βαθμό, αλλά ήταν επίσης μια μεγάλη πρόκληση. Είναι πολλές φορές ήδη δύσκολη, έτσι κι αλλιώς, η συνεργασία ανάμεσα σε έναν σκηνοθέτη και τον παραγωγό του. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση, όπου ο πατέρας είναι ο παραγωγός και ο γιος ο σκηνοθέτης, τα όρια μερικές φορές θολώνουν. Υπάρχουν αναμενόμενα συγκρούσεις και διαφωνίες, κι αν μερικές φορές λέω όχι σε κάτι, δεν είναι ο γιος που λέει όχι, αλλά ο σκηνοθέτης. Οπότε μερικές φορές αυτό μπορεί να δημιουργούσε μια σύγχυση στην αρχή (γέλια). Αλλά πιστεύω ότι στην πορεία η σχέση μας ωρίμασε μέσα από αυτή τη διαδικασία. Νομίζω ότι μέσα από τις διαφωνίες μια σχέση μπορεί να γίνει πιο δυνατή. Είναι λίγο σαν τη ζωή. Το να κάνεις μια ταινία με κάποιον είναι λίγο σαν να πηγαίνεις διακοπές με την οικογένειά σου: κάποιοι θέλουν να κοιμούνται μέχρι αργά και κάποιοι άλλοι θέλουν να δουν τα αξιοθέατα. Πάντα θα υπάρχουν διαφωνίες αλλά πρέπει να το ξεπεράσεις με κάποιο τρόπο. Και εν τέλει αυτό το κάνει πιο διασκεδαστικό και γόνιμο.
Αν και καταπιάνεται με ένα τόσο σοβαρό θέμα, η ταινία παραμένει ανάλαφρη και συχνά πολύ αστεία. Πόσο δύσκολο ήταν να κρατήσετε αυτή την ισορροπία;
Αυτός ήταν εξαρχής ο σκοπός μου. Αλλά δεν ήταν τόσο δύσκολο, γιατί δεν ήθελα να κάνω μια κωμωδία κωμωδία. Ηθελα να φτιάξω μια ταινία που θα έκανε τον κόσμο να χαμογελάσει και ενίοτε να γελάσει, αλλά δεν ήθελα να φορτώσω βεβιασμένα την ταινία με αστεία. Προσπάθησα συνειδητά να κρατήσω το χιούμορ εκείνο που προέρχεται από τις ενίοτε παράλογες καταστάσεις που συμβαίνουν, να κρατήσω το χιούμορ διακριτικό και ανθρώπινο, δεν ήθελα να κάνω μια ξεκαρδιστική κωμωδία. Γιατί προφανώς ήθελα παράλληλα να σεβαστώ το χώρο και το θέμα. Ηθελα όμως επίσης να αναδείξω το χιούμορ που συχνά κρύβεται σε σοβαρές καταστάσεις, αλλά που συνήθως δεν μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε όταν τις βιώνουμε, και χρειαζόμαστε μια απόσταση.
Η εικόνα που έχει συνήθως το δυτικό κοινό για το ινδικό σινεμά ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις μεγάλες παραγωγές του Bollywood. Ποια είναι η πραγματική κατάσταση στο σινεμά της Ινδίας σήμερα; Και θα βλέπατε τον εαυτό σας να αναλαμβάνει μια τέτοια παραγωγή;
Εχει πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον να είσαι κινηματογραφιστής σήμερα στην Ινδία. Υπάρχουν πολλές αντιφάσεις στην κουλτούρα, υπάρχει πολλή συζήτηση σχετικά με τη λογοκρισία, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν πολλές νέες φωνές και νέοι σκηνοθέτες που έρχονται για να πουν τις δικές τους ιστορίες. Θα τους δεις να διεισδύουν ακόμα και στο mainstream Bollywood με ιστορίες για την Ινδία μέσα από την Ινδία. Οπότε η νοοτροπία αλλάζει σιγά σιγά, και το κοινό γίνεται ολοένα και πιο ανοιχτό σε αληθινές ιστορίες. Υπάρχει πραγματικά μεγάλη ποικιλομορφία στο σινεμά αυτή τη στιγμή. Και υπάρχει και μια σπουδαία ανεξάρτητη σκηνή, με εκπροσώπους της να ταξιδεύουν σε φεστιβάλ και να βρίσκουν διανομή στο εξωτερικό πολύ περισσότερο απ’ ότι παλιότερα. Και αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει και την αντίληψη του κόσμου για το τι σημαίνει ινδικό σινεμά σε μεγάλο βαθμό.
Είμαι πολύ νέος και δεν μπορώ να πω αν θα έκανα ή δεν θα έκανα ποτέ μια μεγάλη παραγωγή του Bollywood. Αλλά μεγάλωσα με αυτού του είδους τις ταινίες. Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία με τα οποία δεν συμφωνώ στις ταινίες του Bollywood, αλλά την ίδια στιγμή γίνονται καλές ταινίες και, το σημαντικότερο, κάνουν τους ανθρώπους χαρούμενους. Είναι μια μορφή απόδρασης, είναι κάτι σαν το δικό μας είδος υπερηρωικών ταινιών. Ακόμα και η δική μου ταινία, την βλέπω σαν μια μορφή απόδρασης, με την έννοια ότι μπαίνεις σε έναν διαφορετικό κόσμο, κάτι λίγο παράξενο, κάτι λίγο αστείο – απλά δεν έχει εκρήξεις και αυτοκίνητα που ανατινάζονται! Αλλά δεν περιφρονώ το σινεμά του Bollywood ή κάτι τέτοιο, κι ούτε πιστεύω ότι είναι ο σωστός τρόπος για να το προσεγγίσει κανείς. Για την ακρίβεια με κάνει πολύ χαρούμενο όταν βλέπω κάποιον να κάνει μια προοδευτική mainstream ταινία, γιατί έτσι είναι πιο εύκολο να αγγίξεις περισσότερο κόσμο και να ανοίξεις έναν διάλογο.
Υπάρχουν άλλοι σκηνοθέτες και συγκεκριμένες ταινίες που σας επηρέασαν στη δημιουργία της πρώτης σας ταινίας και γενικότερα;
Το σινεμά του Γιασουτζίρο Οζου ήταν αυτό που επανερχόταν συχνά στο μυαλό μου όταν ετοίμαζα αυτήν την ταινία. Μέχρι τα 17 μου δεν είχα δει ταινίες που δεν προέρχονταν από την Ινδία ή το Χόλιγουντ. Και μετά είδα τον «Κλέφτη Ποδηλάτων» και τα «400 Χτυπήματα». Και αυτές οι δύο ταινίες πραγματικά άλλαξαν κάτι μέσα μου. Με συγκίνησαν τόσο βαθιά και μου έδειξαν πώς ένα φιλμ μπορεί να είναι τόσο απλό και συνάμα να προκαλεί τόσο έντονα συναισθήματα με έναν αληθινό και αυθεντικό τρόπο. Με κάποιο τρόπο η εμπειρία αυτών των δύο ταινιών και των όσων με έκαναν να νιώσω έμεινε για πάντα μέσα μου. Αλλά ταυτόχρονα έχω πολύ ευρύ γούστο στις ταινίες, απολαμβάνω σχεδόν κάθε είδος. Απόλαυσα τρομερά τόσο το «Black Panther», αλλά και τις ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου!