Πόσο αέρινη μπορεί να είναι μια ταινία που προαναγγέλλει εξαρχής έναν θάνατο; Αν είναι συμβιβασμένη με αυτήν ακριβώς την ιδέα του τέλους, τότε μέχρι και γέλιο βγάζει, χωρίς δεύτερες σκέψεις ή ενοχές.
Και είναι πράγματι ενίοτε αστεία η ιστορία του 77χρονου Ντάγια και του μεσήλικα γιου του, Ρατζίβ, που ταξιδεύουν μαζί στο Βαρανάσι, στις όχθες του Γάγγη, για να εκπληρωθεί η επιθυμία του πρώτου. Ο οποίος μετά από απανωτά όνειρα με τη μακαρίτισσα μητέρα του, που τον καλεί κάπου στο επέκεινα, πείθεται πως πλησιάζει το τέλος του και αποφασίζει να πάει στους ιερούς τόπους για να σώσει την ψυχή του. Φυσικά, ο αγχωμένος γιος δε θα τον αφήσει μόνο, κι ας πνίγεται στη δουλειά. Ούτε όμως είναι έτοιμος να δεχθεί αδιαμαρτύρητα τα σκουριασμένα ήθη και τις προκαταλήψεις.
Είναι αυτή η σύγκρουση του καινούργιου με το παλιό, και των ορμητικών ρυθμών της ενήλικης ζωής με τα ήρεμα βήματα της υπερήλικης προς τη δύση της, σε συνδυασμό με την παράξενη καθημερινότητα των ενοίκων στον ξενώνα του πρωτότυπου τίτλου, που δίνει τον τόνο στην πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά του Ινδού Σουμπασίς Μπουτιανί, την ανεπτυγμένη ως σχέδιο στη Biennale College Cinema μετά τη βράβευση της μικρού μήκους ταινίας του «Kush» στους Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας του 2013. Εκπλήξεις μπορεί να μην επιφυλάσσει το προδιαγραμμένο «ταξίδι», υπάρχει όμως μια λεπτότητα στο χιούμορ και τις συγκινήσεις που αντιστέκεται περήφανα στο βαρύ και πένθιμο στα χαρτιά θέμα.
Η «ανάσταση» του Ντάγια μετά από μια αιφνίδια αδιαθεσία, η σοφία του… γραφειοκράτη ξενοδόχου, η γαλήνη της χήρας που μένει επί 18 χρόνια στο ξενοδοχείο έχοντας παραβιάσει το όριο παραμονής των… 15 ημερών, το διαγενεακό χάσμα που μεταφέρεται ως μοτίβο στη φαμίλια του Ρατζίβ διά των σχέσεων έντασης με τη δική του κόρη, ή το φαγητό ως κοινός τόπος συνάντησης των αντιθέτων, χαρτογραφούν μια ιστορία συμφιλίωσης με τους άλλους και το «Άλλο» υμνητική της ζωής σε οποιαδήποτε διάστασή της, και συνεπώς μεταδιδόμενης ανάτασης, την οποία δε χρειάζεται να είσαι ινδουιστής για να νιώσεις.