Συνέντευξη

«Είμαστε οι υδατάνθρακες ή το λίπος;» Οι δημιουργοί του «Σωτέ» μετρούν τηλεοπτικές θερμίδες στο Flix

of 10

Η νέα μίνι-σειρά του Ant1+ βάζει αλάτι στη χειμωνιάτικη σεζόν.

«Είμαστε οι υδατάνθρακες ή το λίπος;» Οι δημιουργοί του «Σωτέ» μετρούν τηλεοπτικές θερμίδες στο Flix

Το «Σωτέ», η σειρά οκτώ επεισοδίων, παραγωγής του Ant1+, που ξεκίνησε στην πλατφόρμα στις 15 Δεκεμβρίου με διπλό επεισόδιο κι ένα νέο κάθε Παρασκευή, είναι μια νόστιμη μαγειρική έκπληξη στην ήδη κατασταλαγμένη τηλεοπτική σεζόν.

Διαβάστε ακόμη: Ανασκόπηση 2023 | Οταν οι νέες ελληνικές σειρές προκάλεσαν... binge watching

Βεβαίως, «σωτέ» είναι όταν στριφογυρίζεις κομμάτια πατάτας ή άλλου υπέροχου προϊόντος σε τηγανάκι με βούτυρο, ώστε να τα κάνεις να χοροπηδούν χαρωπά. Ομως «Σωτέ», εν προκειμένω, είναι η Σωτηρία Βοκάκη (Δάφνη Λαμπρόγιαννη), μια αναγνωρισμένη, μισελενάτη σεφ με περίοπτο εστιατόριο στην Ισπανία, που αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα ως κριτής ενός μαγειρικού ριάλιτι, του Fork Off που φέρνει σε αντιπαράθεση vegans και meat lovers. Οχι γιατί το έχει ως φιλοδοξία ζωής, αλλά γιατί στην παραγωγή δουλεύει η Μαριάννα (Κατερίνα Μαυρογεώργη), που τυχαίνει να είναι η κόρη της με την οποία εδώ και χρόνια δεν έχει επαφή. Η έτσι κι αλλιώς δύστοκη επαφή και συνεργασία θα γίνει τόσο χειρότερη (και τόσο καλύτερη για 'μας), όταν, φτάνοντας στην Ελλάδα, η Σωτέ θ' ανακαλύψει ότι έχει χάσει τη γεύση της.

σωτέ

Η σειρά, που μόλις έχει φτάσει στη μέση, κάθε άλλο παρά συμβατική κωμωδία είναι: η Σωτέ είναι μια δύστροπη κι αφοπλιστικά ειλικρινής ηρωίδα, που καλύτερα απ' όλους επικοινωνεί μ' ένα ομιλόν ψωμί που εκφράζει τη συνείδησή της. Η passive aggressive Μαριάννα βρίσκεται διαρκώς ένα βήμα πριν το σημείο βρασμού, ο παραγωγός, Νίκολας (Βασίλης Κουκαλάνι), δεν μπορεί ν' αποβάλλει ούτε τη '90ς πληρωρικότητά του ούτε τις κριντζ αναμνήσεις του απ' όταν έκανε Αμερική, όσο το ψωμί μιλάει στη Σωτέ, ένα επεξηγηματικό voice over καθοδηγεί τους θεατές, η μουσική του Larry Gus είναι εθιστική και, κάπως, όλ' αυτά, συνδέονται σε μια συνταγή με καλές ισορροπίες, μια ανάλαφρη χάρη και θαυμάσιες ερμηνείες.

σωτέ

Την ιδέα και το σενάριο του «Σωτέ» συνυπογράφουν τρεις άντρες που... ντεμπουτάρουν στην τηλεόραση αλλά όχι στο χώρο του entertainment: ο πολλάκις διακεκριμένος creative στη διαφήμιση, Γιώργος Γαρεφαλάκης, ο έτσι κι αλλιώς πολυαγαπημένος μας Παναγιώτης Μελίδης (aka Larry Gus) και ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, του αξέχαστου «Καρτ Ποστάλ από το Τέλος του Κόσμου» και μόλις φέτος του «Ανορθόδοξου», ο οποίος και σκηνοθετεί τα επεισόδια της σειράς. Οι τρεις τους ανέλαβαν ν' απαντήσουν στις ερωτήσεις μας, σ' ένα fork off με τους εαυτούς τους.


Πώς αξιολογείτε την ελληνική τηλεόραση των τελευταίων ετών και πώς θα θέλατε να τη δείτε προσεχώς;

Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος: Δεν έχω τηλεόραση, και (με κίνδυνο να χάνω κάτι καλό) διατηρώ την ευτυχία της άγνοιας.

Γιώργος Γαρεφαλάκης: Η αλήθεια είναι ότι δεν βλέπω ελληνική τηλεόραση. Νιώθω ότι το περιεχόμενο, είτε σε επίπεδο παραγωγής, είτε σε επίπεδο ιστορίας, υστερεί σε σχέση με περιεχόμενα του εξωτερικού, οπότε η προσοχή μου στρέφεται έξω. Κατ’ εξαίρεση μου έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον δυο-τρεις δουλειές τα τελευταία χρόνια, που έχουν αρτιότερα και πιο πρωτότυπα σενάρια, λιγότερο σχηματικούς διαλόγους, πιο φυσικές ερμηνείες και πειστική εικόνα. Ελπίζω αυτές οι δουλειές να είναι ενδεικτικές μια τάσης.

Ολα τα παραπάνω δεν συνδέονται μόνο με το ταλέντο των ανθρώπων αλλά και με το budget. Και τον χρόνο. Αλλά αυτά τα δυο είναι σπάνια ασύνδετα. Συνήθως στην Ελλάδα δεν υπάρχει αρκετό budget ώστε να γίνουν αρκετές πρόβες και το υλικό να εξερευνηθεί ώστε ν' αποδοθεί σωστά. Συνήθως στην ελληνική τηλεόραση δεν υπάρχει αρκετό budget ώστε οι σεναριογράφοι να μπορούν να αφιερώσουν τον απαιτούμενο χρόνο χωρίς να υποχρεώνονται να κάνουν δυο ή τρεις δουλειές ταυτόχρονα. Συνήθως στην ελληνική τηλεόραση δεν υπάρχει αρκετό budget ώστε το υλικό να κινηματογραφηθεί και να μονταριστεί χωρίς βιασύνη. Κλπ, κλπ. Δεν μιλάω για χολιγουντιανά ποσά, αλλά για το μίνιμουμ. Συνήθως η ελληνική τηλεόραση παίρνει ως δεδομένες αυτές τις εκπτώσεις και συμβιβάζεται με το μέτριο, με αναπόφευκτο αποτέλεσμά να παράγει μέτριο περιεχόμενο. Με συνέπεια συχνά να αναζητούμε περιεχόμενο άνω του μετρίου στο εξωτερικό. Παρόλ' αυτά και έξω συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Για κάθε μία καλή σειρά που καταφέρνει να φτάσει σ' εμάς και να διεκδικήσει την προσοχή μας, έχουν γίνει δέκα μέτριες που χάνονται στα άδυτα της αδιαφορίας.

Παναγιώτης Μελίδης: Ούτε εγώ έχω τηλεόραση, αλλά ο μόνος λόγος είναι γιατί δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από την τηλεόραση όταν βρίσκεται μπροστά μου, και ειδικά η ελληνική τηλεόραση είναι σαν το πιο comforting μαξιλάρι, είναι numbing και προξενεί δέος συγχρόνως, σχεδόν σαν τους υδατάνθρακες και το λίπος μετά το hangover όπως λέει και ο Γιώργος εδώ και χρόνια. Το γεγονός ότι εμείς οι τρεις μπλέξαμε με την ελληνική τηλεόραση μου φαίνεται τουλάχιστον συναρπαστικό, και θα ήθελα σίγουρα να έβλεπα τους εαυτούς μας απ' έξω, προσπαθώ να καταλάβω αν θα ήμασταν οι υδατάνθρακες ή το λίπος.

σωτέ

Πώς βρίσκετε όχι μόνο την έμπνευση, αλλά και τη διορατικότητα, να γράψετε, τρεις άντρες, μια σειρά ουσιαστικά για δυο γυναίκες;

Γ. Γ.: Νομίζω «διορατικότητα» δεν μπορώ να καυχηθώ για κανέναν χαρακτήρα. Ούτως ή άλλως δεν είναι μια διαδικασία ακριβούς απεικόνισης αληθινών χαρακτήρων, αλλά μια προσπάθεια δημιουργίας από το μηδέν. Κάθε φορά που γράφω ένα γυναικείο χαρακτήρα παίρνω σαν δεδομένο ότι θα υπάρχει - αναπόφευκτα και κακώς - ένας βαθμός αντρικής οπτικής (male gaze). Ελπίζω αυτή η συνειδητοποίηση να μειώνει το bias, αλλά δεν είναι εύκολο ένας άνδρας να κατανοεί πλήρως τη γυναικεία εμπειρία. Ομως οφείλουμε να προσπαθήσουμε να την κατανοήσουμε. Το να γράφεις γυναικείους χαρακτήρες είναι ένας τρόπος να εξερευνήσεις και να προσπαθήσεις να καταλάβεις αυτήν την εμπειρία. Ενας ακόμα καλύτερος τρόπος είναι να ακούς τις γυναίκες όταν μιλάνε.

Νομίζω ότι έχουμε ανισόποσα περισσότερες ανδρικές ιστορίες εκεί έξω. Οσο περισσότερες ιστορίες έχουν στο επίκεντρο γυναίκες, τόσο καλύτερα. Καλές, διαφωτιστικές, ανθρώπινες ιστορίες για γυναίκες. Ιδανικά, γραμμένες από γυναίκες. Μπας και καταλάβουμε λίγο καλύτερα την ανθρωπότητα.

Τις ηρωίδες της Σωτέ, τις διαμορφώσαμε μαζί με ένα πλήθος ταλαντούχων γυναικών. Από τις ηθοποιούς που τις ενσάρκωσαν, τις φίλες μας που μας συμβούλευαν και μας προμήθευσαν με διάφορες ιστορίες, την μοντέζ μας (Λίβια Νερουτσοπούλου, μαζί με τον Στάμο Δημητρόπουλο), που τους έδωσε σχήμα. Αλλά οι γυναικείοι χαρακτήρες της σειράς δεν παύουν να έχουν - άλλες σε μεγαλύτερο και άλλες σε μικρότερο βαθμό - πολλά από τα δικά μας χαρακτηριστικά, πολλά από τα δικά μας μεινονεκτήματα, ένα από τα οποία είναι η εσωτερικευμένη πατριαρχία.

Κ. Α: Καμία διορατικότητα, πολλή μυωπία σίγουρα. Το γράψιμο είναι μία κατεξοχήν μυωπική διαδικασία, γιατί με τη θολή όραση της υποκειμενικότητάς σου ψηλαφίζεις το έξω-από-εσένα, και προσπαθείς να δώσεις σχήμα στο πώς σκέφτονται και δρουν οι άλλοι ― είτε έχουν διαφορετικό φύλο, είτε κοινωνική τάξη, είτε ηθική, είτε υλική υπόσταση (βλ. τον χαρακτήρα του ψωμιού στη σειρά μας).

Π. Μ: και επίσης μάλλον κανένας μας δεν ήθελε να ασχοληθεί με τους πατεράδες μας σε επίπεδο σεναριακού σκαψίματος, οπότε κάπως το βάλαμε κάτω από το χαλάκι. Οι μανάδες μας, όμως, είναι μια άλλη υπόθεση.

σωτέ

Ποιος από εσάς πρωτοσκέφτηκε ότι... το πάντρεμα μαγειρικής και κωμωδίας είναι η συνταγή για την επιτυχία; Πώς ήρθε η αρχική έμπνευση και πώς συνεργαστήκατε αφενός μεταξύ σας στο σενάριο και αφετέρου με την παραγωγή και τον Ant1+; Ευχάριστες εκπλήξεις, δυσκολίες;

Γ. Γ: Η γαστρονομία, όπως όλοι οι κλάδοι που σε φάσεις παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους, είναι ιδανικό υλικό για σάτιρα και κωμωδία. Δεν θυμάμαι ποιος πρωτοείπε την ιδέα. Ηταν στην πρώτη συνάντησή μας. Ισως να ήταν η πρώτη ιδέα που έπεσε στο τραπέζι. Τότε, στις καραντίνες, ο Παναγιώτης κι εγώ καιγόμασταν φουλ με MasterChef, οπότε η ιδέα προέκυψε οργανικά.

Ο Νικόλας Αλαβάνος (παραγωγός, Filmiki), που από το παρελθόν έδειχνε εμπιστοσύνη και εκτίμηση στη δουλειά μας, μας είχε προτείνει αρκετές φορές να κάνουμε ένα writers' room για σειρές. Με τον Παναγιώτη είμαστε πάνω από 20 χρόνια φίλοι. Τον θαυμάζω όσο ελάχιστους και με έχει επηρεάσει και διαμορφώσει καλλιτεχνικά όσο κανείς. Οταν τον πρωτογνώρισα είχα τρελαθεί. Μου μιλούσε με τoν ίδιo ενθουσιασμό για την Bjork και την Τσαλιγοπούλου, για τους Roots και τον Σαββόπουλο. Λατρεύω ό,τι έχει κάνει και είχαμε συνεργαστεί δημιουργικά και στο παρελθόν. Οπότε όταν μου πρότεινε να γράψουμε παρέα με τον φίλο του τον Αντωνόπουλο, ψήθηκα αυτόματα. Τον Κωνσταντίνο τον ήξερα είδη από τη δουλειά του αλλά όχι προσωπικά. Εχει γυρίσει την αγαπημένη μου ελληνική ταινία μικρού μήκους («Καρτ Ποστάλ από το Τέλος του Κόσμου»), οπότε τον είχα ήδη σε τρελή εκτίμηση. Μου πήρε μόνο κάνα δεκάλεπτο συζήτησης για να συνειδητοποιήσω ότι είναι ένας από τους ευγενικότερους και πιο ταλαντούχους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Γίναμε γρήγορα φίλοι.

Οταν ο Παναγιώτης μάς μάζεψε για να γράψουμε όλοι μαζί, ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο απευθυνθήκαμε ήταν ο Αλαβάνος. Ο Νικόλας μας έφερε σ' επαφή με διάφορα κανάλια και υπήρχε μια γενική αποδοχή και εκτίμηση για το υλικό, που μας έκανε αισιόδοξους. Οι άνθρωποι του Αnt1+ έδειξαν τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό και διάθεση να πραγματοποιήσουμε άμεσα τη σειρά, δείχνοντας εμπιστοσύνη παρ’ όλο που δεν μας ήξεραν, και αυτό μας έκανε να προχωρήσουμε μαζί τους. Θα σου πω και ένα ανέκδοτο με τον Ant1+. Οταν τους συναντήσαμε πρώτη φορά για να συζητήσουμε για τη σειρά. Εμείς είχαμε το «Ψωμί που Μιλάει» στο series bible, αλλά δεν υπήρχε σε εκείνο το πρώτο draft του πιλότου. Δεν θυμάμαι γιατί, αλλά πολύ πιθανό να είχαμε ψιλοκωλώσει μην τους φοβίσουμε με τη σουρεαλιά. Οταν τελείωσε η συνάντηση και ζητήσαμε ένα feedback για το υλικό, ο διευθυντής προγράμματος και η υπεύθυνη μυθοπλασίας μας είπαν «Παιδιά, να ξέρετε, εμείς είμαστε και φανς του Ψωμιού που Μιλάει και μας έλειψε από τον πιλότο, αλλά εσείς ξέρετε καλύτερα.» Τελικά αυτοί ξέρανε καλύτερα.

K. A.: Δεν ξέρω αν ήταν συναστρία ή καλοστημένο σχέδιο του Μελίδη, πάντως οι τρεις μας ταιριάξαμε και αλληλοσυμπληρωθήκαμε με τρόπο που στην κανονική ζωή συμβαίνει πολύ σπάνια. Υπάρχει αγάπη.

σωτέ

Πώς επιλέξατε το καστ σας, ειδικά τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη που σχεδόν παίζει κόντρα ρόλο, την υπέροχη Κατερίνα Μαυρογεώργη, τον Βασίλη Κουκαλάνι που είναι εκπληκτικός και κωμικός ως Νίκολας;

Γ. Γ: Σε όλους τους ηθοποιούς κάναμε δοκιμαστικά. Λειτουργήσαμε πολύ στενά με τη Σοφία Δημοπούλου που όχι μόνο μας πρότεινε ανθρώπους αλλά και μας συμβούλεψε με τόνους insight για την κάθε περίπτωση. Η Δάφνη, όταν πρωτοβγήκαμε να συζητήσουμε γενικά τον ρόλο, άρχισε να μας προτείνει με φοβερή γενναιοδωρία κάποιες άλλες ηθοποιούς που θεωρούσε ότι η Σωτέ ως χαρακτήρας θα ακουμπούσε με μεγαλύτερη ευκολία στην δική τους ροκ εν ρολ φύση. Οταν άρχισε να μας εξηγεί λεπτομερώς τους λόγους καταλάβαμε ότι έχει καταλάβει απολύτως τον χαρακτήρα, και θα μπορέσει να τον κάνει αληθινό. Οπως και έγινε. Είναι φοβερή η Δάφνη. Επίσης η Δάφνη είναι ένας συνδυασμός ευγένειας και badass, που σε συνδυασμό με το πολύ καλό κωμικό αντανακλαστικό της, μας έδωσε την πολυδιάστατη Σωτέ που ψάχναμε.

Κ. Α: Η Δάφνη είναι μεν γνωστή και αγαπητή στο τηλεοπτικό κοινό, είναι δε το ακριβώς αντίθετο της «βολεμένης» ηθοποιού. Εκανε πολλή έρευνα, έμαθε ισπανικά για τη σειρά και στο σετ δεν σταματούσε να είναι δημιουργική και να παίρνει ρίσκα. Δεν είναι απλώς χαρισματική. Την ενδιαφέρει βαθιά η δουλειά της και το συνολικό αποτέλεσμα. Νιώσαμε τρομερά τυχεροί που είχαμε την Κατερίνα Μαυρογεώργη στο ρόλο της Μαριάννας, της κόρης της Σωτέ. Δεν την γνωρίζαμε, μάς την πρότεινε η casting director μας, η Σοφία, κάναμε ένα δοκιμαστικό μαζί της και είπαμε και οι τρεις: αυτή είναι. Εχει φανταστική δραματουργική αντίληψη και αστείρευτη ενέργεια, ασταμάτητη.

Γ. Γ.: Νομίζω το μόνο που ξεπερνάει την υποκριτική της δεινότητα είναι το πόσο καλή ενέργεια φέρνει στο σετ. Επίσης η Κατερίνα γράφει υπέροχα, οπότε η πολυεπίπεδη αλληλεπίδραση που είχε με το κείμενο έδωσε κάποιες πολύ αληθινές και νιωθερές στιγμές στο σενάριο, για τις οποίες νιώθουμε ευγνωμοσύνη. Τον Βασίλη Κουκαλάνι τον είχα δει σε έναν μικρό ρόλο στο «Κομάντα και Δράκοι». Με είχε στείλει στο διάολο. Είχε πάρει έναν larger than life χαρακτήρα, χωρίς ιδιαίτερο βάθος στο χαρτί, και του είχε δώσει σάρκα και οστά σε βαθμό που ήθελα να δω το spinoff βασισμένο σε αυτόν τον χαρακτήρα.

Κ. Α:. Εγώ τον Βασίλη τον είχα δει μόνο σε δραματικούς ρόλους, αλλά μιλώντας μαζί του ένιωσα ότι δεν φοβάται να κάνει ακραία κωμικά πράγματα και σκέφτηκα ότι όλο αυτό θα έφερνε μία ωραία αντίστιξη στον χαρακτήρα.

Γ. Γ: Ο χαρακτήρας του Νίκολας που ενσαρκώνει είναι ένας χαρακτήρας που προσπαθεί να είναι αστείος, αλλά γίνεται αστείος όταν οι προσπάθειές του αποτυγχάνουν. Παραδόξως έχουμε και οι τρεις γνωρίσει αρκετούς αληθινούς τέτοιους χαρακτήρες. Και ο Βασίλης μας έδωσε έναν εξίσου αληθινό. Θα ήθελα να σου πω για όλο το καστ μας, για τον τρυφερά σαγρέ Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, για την πάντα θαρραλέα Ιωάννα Κολλιοπούλου, για τον αντανακλαστικά ουσιαστικό και αστείο Πάνο Παπαδόπουλο…

Κ. Α: Υπάρχουν και κάποιοι μικρότεροι ρόλοι που ερμηνεύουν φανταστικοί ηθοποιοι: η Δώρα Μασκλαβάνου, η Βίκη Κυριακουλάκου, οι Κώστας Τριαντακωνσταντής και Αφροδίτη Καποκάκη (που τα σπάει στο επεισόδιο 7) και ο Ισπανός Ρικάρδο Νκόσι ― για τον οποίο δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι είναι τηλεοπτικός σταρ στην Ισπανία και στα γυρίσματα της Βαρκελώνης συνεχώς διακόπταμε επειδή του την έπεφταν θαυμαστές.

Γ. Γ: Και θα κλείσω με μια μια μνεία στον Βασίλη Μαγουλιώτη. Ο Βασίλης - χωρίς να σε σποηλάρω - έχει καταφέρει να πάρει έναν επιφανειακά επιφανειακό «Μίλτο» και να δημιουργήσει μια πολυδιάστατη, φρέσκια και αστεία περσόνα που δεν νομίζω ότι έχουμε ξαναδεί. Ταυτόχρονα γκροτέσκα και βαθιά δραματική. Του στέλνω ένα φιλί.

σωτέ

Πόσο «δανειστήκατε» από δικές σας εμπειρίες, αν όχι στην τηλεόραση, σίγουρα στη διαφήμιση;

Γ. Γ: Η τηλεόραση, η γαστρονομία και η διαφήμιση έχουν κάτι κοινό. Είναι χώροι που πουλάνε ιδέες. Και σε αυτούς τους χώρους είναι εύκολο να χάσεις τον προσανατολισμό σου, ειδικά όταν υπάρχει τόσο πολύ προσωπική, ταυτοτική εμπλοκή και πάθος. Το μικρό γίνεται εύκολα μεγάλο. Το ασήμαντο γίνεται εύκολα σημαντικό. Ειδικά στα δημιουργικά περιβάλλοντα μια αρνητική κριτική ή μια χλιαρή υποδοχή μιας ιδέας μπορεί να σε κάνει να χάσεις τον ύπνο σου. Είναι ανθρώπινο αλλά ταυτόχρονα είναι υπερβολικό και αχρείαστο και βλαβερό. Παρ’όλα αυτά και οι τρεις μας κατα καιρούς το ‘χουμε φάει με το κουτάλι. Οπότε αναπόφευκτα περνάει και στην ιστορία.

Κ. Α: Η μίξη φιλοδοξίας, προχειρότητας και corporate παραλογισμού που ευδοκιμούν στην τηλεόραση μας προσέφεραν 100% αγνό δραματουργικό υλικό. Από την άλλη νιώθω ότι η κωμωδία αποκτάει βάθος και ουσία όταν βάζεις στο στόχαστρό της τον εαυτό σου. Το ενδιαφέρον για εμάς ήταν να εξερευνήσουμε (κωμικά και τραγικά) τις αντιφάσεις των ανθρώπων που αμφισβητούν το status quo (είτε της τηλεοράσης, είτε της υψηλής γαστρονομίας) και αψηφούν τους κανόνες γιατί θεωρούν ότι το όραμά τους είναι σημαντικότερο.

Π. Μ: Ο Μπράιαν Γουίλσον των Beach Boys, κάπου εκεί το 1967, απέκτησε ψύχωση με το healthy living, το organic φαγητό, τα συμπληρώματα διατροφής, τα λαχανικά, και την γυμναστική. Αλλά δεν έκανε ποτέ αυτός τίποτα από όλα αυτά. Ηθελε απλώς να βλέπει (και να πιέζει) τους φίλους του να τα κάνουν, ενώ αυτός έτρωγε burger και έπινε milkshake. Κάπου εκεί άνοιξε και ένα μαγαζί (το Radiant Radish), που ήταν με αυστηρή κατεύθυνση προς όλο αυτό το lifestyle. Ο Μπράιαν πήγαινε πού και πού και δούλευε το ταμείο, και του άρεσε πάρα πολύ να βλέπει τους πελάτες και τους φίλους του να μπαινοβγαίνουν και να πίνουν χυμούς ρόδι και να τρώνε μόνο καρότα και να καταπίνουν βιταμίνες. Το Radiant Radish έκλεισε κάπου αρχές του '70 και o Μπράιαν Γουίλσον συνέχισε τα burger και τα milkshake και τις μπριζόλες.

σωτέ

Πώς προέκυψε η συνεργασία στη μουσική με τον Larry Gus (που εμφανίζεται κιόλας στη σειρά);

Κ. Α.: Ακριβώς όπως και στο Fight Club, ο Παναγιώτης Μελίδης και ο Larry Gus ήταν από την αρχή το ίδιο πρόσωπο.

Γ. Γ.: Μας έβγαινε πιο οικονομικός. Και έπαιξε και ένα μικρό ρόλο ότι είναι μουσική ιδιοφυία.

Π. Μ.: Μου υποσχέθηκαν πάρα πολλά milkshake, burger και μπριζόλες.

Πόσες φορές έχετε πει, όπως αδιάκοπα η Μαριάννα, «είμαστε λίγο χάος αλλά θα ρολλάρει»; Το είπατε και στη διαδικασία της δημιουργίας του «Σωτέ»;

Γ. Γ: Εχουμε και οι τρεις ένα πολύ μεγάλο κοινό έδαφος, αλλά ταυτόχρονα πολλές διαφορετικές αναφορές. Θα σου πω ότι το να δουλεύεις με ανθρώπους με τους οποίους συνδέεσαι βαθιά, έχει και υπέρ και κατά. Από τη μία «μιλάς με τα μάτια» και η κάθε ανακάλυψη είναι διπλή χαρά, από την άλλη όταν διαφωνείς δεν υπάρχει πολιτισμός. Τσακωνόμασταν σα σκυλιά, ακριβώς γιατί ξέραμε ότι δεν υπάρχει γραμμή από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Αφού στο τέλος της ημέρας ξέρεις ότι ο άλλος είναι φίλος και θα αλληλοσυγχωρεθείτε και θα κάτσετε να φάτε και να συζητάτε πόσο μαλακία είναι που οι γάτες δεν μιλάνε ελληνικά μπας και βρίσκαμε μαζί μια συμβιβαστική λύση για τον καναπέ και τα νύχια τους.

Π. Μ.: Υπάρχουν άπειρες ώρες ηχογραφήσεων σε κινητά μ' εμάς να κάνουμε ό,τι πραγματικά μπορούμε για να περάσουμε αυτό το σημείο χωρίς επιστροφή. Ειπώθηκαν άσχημα λόγια; Ειπώθηκαν. Επεσε κλάμα μαζί με φαγητό πάνω σε ιδρωμένα t-shirts; Επεσε. Υπήρξαν πάρα πολλά tantrums προερχόμενα από ανασφάλεια από κάποιον που είναι μισός Κύπριος; Υπήρξαν. Εμαθα να γράφω με ερωταπαντήσεις σαν τον Γιώργο όμως; Εμαθα.

Γ. Γ.: Η παραγωγή είχε μέσα covid, budget cuts, απεργίες ηθοποιών και πολλά άλλα εμπόδια. Οπως λίγο-πολύ οι περισσότερες παραγωγές. Αλλά ένα από τα χίλια καλά του Αντωνόπουλου είναι ότι δεν υπάρχει καμία κακή μέρα. Κρατούσε συνέχεια τα πνεύματα ψηλά, ό,τι και να γινόταν και «ρολλάραμε».

Π. Μ.: Ηταν πρωτόγνωρη εμπειρία όλο, και ειδικά στο σετ, όταν έμπαινες μέσα και έβλεπες τον Κουτσαλιάρη με μόνιμο χαμογελαστό rest face, όλα κατευθείαν μαλάκωναν.

σωτέ

Τι διαφορές θα είχε η σειρά εάν προβαλλόταν απ' ευθείας στην ελεύθερη τηλεόραση και όχι στη συνδρομητική πλατφόρμα;

Γ. Γ.: Θα σου πω την αίσθησή μας. Υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά γενικά στην ελεύθερη τηλεόραση η λογική είναι να γίνονται πράγματα που απευθύνονται σε όλους προκειμένου να υπάρχει τηλεθέαση, και κατ’ επέκταση διαφημιζόμενοι που φέρνουν τα χρήματα για να δουλέψει ο μηχανισμός. Αυτό συνήθως γίνεται αποφεύγοντας περιοχές που μπορεί να αποξενώσουν κομμάτια του κοινού. Οι πλατφόρμες, από την άλλη, προσπαθούν να φιλοξενήσουν κάτι διαφορετικό από τους ανταγωνιστές τους, ώστε ο κόσμος να επιλέξει να επενδύσει τα χρήματά του σε κάτι που δεν είναι διαθέσιμο αλλού. Στο «αλλού» συμπεριλαμβάνεται και η ελεύθερη τηλεόραση η οποία είναι και πιο τσάμπα. Αρα στις πλατφόρμες υπάρχουν μεγαλύτερα κίνητρα για διαφοροποίηση και πρωτοτυπία. Αυτά τα όρια σε μια μικρή αγορά σαν την Ελλάδα είναι λίγο πιο θολά. Ακριβώς επειδή είναι μια μικρή αγορά.

Εμείς δεν μπήκαμε σε διαδικασία περιορισμών. Δεν έχουμε και τα εργαλεία να το κάνουμε σωστά. Υπάρχουν συνάδελφοι που τα καταφέρνουν εξαίσια ελισσόμενοι ανάμεσα στους περιορισμούς. Αλλά εμείς ξέραμε ότι δεν θα τα καταφέρναμε. Θα μας οδηγούσε σε μια δημιουργία λιγότερο ειλικρινή και άρα λιγότερο πρωτότυπη. Και γι’ αυτό χωρίς να έχουμε μεγάλη εμπειρία στον χώρο προσανατολιστήκαμε από την αρχή σε πλατφόρμες.

Κ. Α.: Οταν ξεκινήσαμε να παρουσιάζουμε την ιδέα σε κανάλια, μάς είχαν προτείνει να αλλάξουμε το format από 8 επεισόδια σε 60. Νομίζω ότι η φόρμα της μίνι-σειράς (που σε γενικές γραμμές σημαίνει μία προσεγμένη σειρά) δεν είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη στα ελληνικά κανάλια από οικονομική άποψη και αποφεύγεται.

σωτέ

Τι θα σας στενοχωρούσε περισσότερο που δεν θα γευόσασταν, εάν χάνατε τη γεύση σας;

Γ. Γ.: Εμένα ένας από τους μεγαλύτερους φόβους στη ζωή μου, είναι μη μου κόψει ο γιατρός το ψωμί. Οπότε θα ‘παιζε δυνατή θλίψη να μην μπορώ να γευτώ το ψωμάκι. Αλλά από την άλλη μπορεί να με βοηθούσε να το κόψω. Γιατί μιλάμε για πολύ ψωμί.

Κ. Α: Η γευστική μου παλέτα είναι ήδη φτωχή (υπάρχει ο όρος gastronomically-challenged) οπότε μικρή ζημιά.

Π. Μ: επειδή ακριβώς θα ήταν «ψυχοσωματικό», περισσότερο με τρομάζει από πού μπορεί να προήλθε το «ψυχό» κομμάτι του κοκτέιλ αγευσίας.

σωτέ

Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την πολυ-ειπωμένη φράση, «το κοινό θέλει εκπαίδευση»; Κι αν συμφωνείτε, πώς και σε τι χρειάζεται να εκπαιδευτεί στην ελληνική τηλεόραση;

Γ. Γ.: Μπα, δε συμφωνώ. Μου ακούγεται λίγο ατάκα από ολοκληρωτικό καθεστώς. Το κοινό δεν «θέλει» εκπαίδευση. Το κοινό εκπαιδεύεται. Διαμορφώνεται από πολλά πράγματα, ένα από αυτά - ίσως το πιο επιδραστικό μετά τον συνάνθρωπο - είναι η τηλεόραση. Οι άνθρωποι της τηλεόρασης οφείλουν να αναρωτιώνται αν αυτό που προσφέρουν μας πάει ένα τσικ μπροστά, ένα τσικ πίσω ή μας αφήνει στα ίδια. Αλλά θα σου πω και κάτι που λέγαμε και στην διαφήμιση: Το κοινό δεν είναι χαζό. Και ποιος θέλει να τον αντιμετωπίζουν σαν να είναι χαζός;

Π. Μ.: Εγω θα το ήθελα! Επισης νιώθω πολύ μακριά από τη σκέψη (πόσο μάλλον τη θέση) να έχω άποψη για την εκπαίδευση κάποιου.

Κ. Α.: Το προσωπικό μου όνειρο για το ελληνικό κοινό είναι να ακολουθήσει τη συμβουλή τού Χάουαρντ Μπιλ από την ταινία «Network» του 1976. Παραθέτω απόσπασμα:

Π. Μ.: Κωνσταντίνε, περίμενα ότι θα δω τον Νεντ Μπέιτι (RIP) πιο πάνω, χαχα.

Περισσότερες πληροφορίες για το «Σωτέ» στον Ant1+