Είναι ασυνήθιστο να ξεκινάς τη μέρα σου, εργάσιμη, καθημερινή, στα μπουζούκια - κι όμως βρεθήκαμε, δέκα το πρωί, σ' ένα μαγαζί του Πειραιά. Κι ενώ απ' έξω οι οδηγοί πήγαιναν στις δουλειές τους κατηφείς, μέσα το κέφι είχε ανάψει! Ενα λαϊκό μαγαζί γεμάτο ασφυκτικά, από κομπάρσους, συνεργάτες που έκαναν τους κομπάρσους και ιπτάμενες χαρτοπετσέτες, με πυκνό σκοτάδι κι επιθετικό μωβ φως, με λαμέ και μυτερά παπούτσια και μάτια θολά, σαν από ξενύχτι και αλκοόλ. Σαν.
Διαβάστε ακόμη: Ο Σύλλας Τζουμέρκας παραδίδει στο 70ό Φεστιβάλ του Λοκάρνο «Ενα Μανιφέστο για τους Απόξενους»
Το γύρισμα της νέας ταινίας του Σύλλα Τζουμέρκα, μετά τη «Χώρα Προέλευσης» και την «Εκρηξη», με τίτλο «Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών», έγινε κυρίως στο Μεσολόγγι, πέρασε από την Αρτα, το δέλτα του Αχελώου και τον Αραχθο - και κατέληξε στον Πειραιά. Στην ταινία, δυο γυναίκες, μια αστυνομικός (Αγγελική Παπούλια), που βλέπει τη ζωή της να βουλιάζει στον βάλτο της μικρής επαρχιακής πόλης και μια μοναχική εργάτρια (Γιούλα Μπούνταλη), σε εργοστάσιο παραγωγής χελιών, ανακαλύπτουν ότι μοιράζονται κάτι κοινό: σ’ έναν σκληρό, άχαρο κόσμο δεν έχουν καμία όρεξη ν’ ακολουθήσουν το γράμμα του νόμου. Απέναντί τους, ο Χρήστος Πασσαλής ερμηνεύει τον Μανόλη, έναν ποπ-σταρ των αρχών του 2000 στη δύση της καριέρας του στην επαρχία.
φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου, Γιάννης Μαραγκουδάκης
Χρήστος Πασσαλής
Ο Χρήστος Πασσαλής, απρόσμενα, το έχει ως παρηκμασμένο λαϊκοπόπ ίνδαλμα: καθώς κατεβαίνει τη σκάλα στη σκηνή, ξανά και ξανά για τις λήψεις, καθώς παίζει σαρωτικά και μάλλον έκφυλα με το «κοινό» του, καθώς στήνει την περφόρμανς του με το τραγούδι που έγραψε ο Φοίβος για την ταινία, προκαλεί μια ανατριχίλα, ένα αίσθημα οπαδικό, παρά το συνεργείο που δουλεύει ολόγυρα και τις συχνές διακοπές από το μικρόφωνο.
«Δεν ξέρω αν όλα τα αγόρια το είχαν, εγώ το είχα», λέει ο Χρήστος Πασσαλής. «Ηθελα να γίνω, ίσως όχι αυτού του τύπου ο τοπικός σταρ, αλλά έβλεπα τον Μπόουι κι ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν, αν γινόταν. Δεν τα κατάφερα, ή δεν προσπάθησα αρκετά, σίγουρα δεν έχω το ίδιο ταλέντο, οπότε όταν μου είπε ο Σύλλας για την ταινία και για την κεντρική ιδιότητα του ήρωα, ενθουσιάστηκα. Εχει πολύ ενδιαφέρον αυτή η περφόρμανς μέσα στη νύχτα».
Για τον Σύλλα Τζουμέρκα, σκηνοθέτη της ταινίας και συν-σεναριογράφο, μαζί με τη Γιούλα Μπούνταλη, η «Θάλασσα των Σαργασσών» είναι αστυνομικό, είναι ταινία είδους, με στοιχεία ακόμα και λίγο ταινίας τρόμου. «Πιο πολύ απ’ όλα όμως», εξηγεί, «είναι δράμα χαρακτήρων. Αν κάποιος δει τις ταινίες μου στη σειρά, στη «Χώρα Προέλευσης» το πολιτικό στοιχείο είναι πάρα πολύ μπροστά, είναι η απεικόνιση μιας κόλασης, μιας εποχής. Στο δεύτερο κομμάτι, που ήταν το καθαρτήριο, στο «A Blast», το πολιτικό πάει λίγο πιο πίσω, είναι η απεικόνιση ενός προσώπου. Εδώ, θα είναι ακόμα πιο κάτω, στο τρίτο μέρος που είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο Παράδεισος.»
Σύλλας Τζουμέρκας, Μαρία Δρανδάκη
Ο Τζουμέρκας, τοποθέτησε την ιστορία του, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο βαλτώδες τοπίο της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου: «Εχω κάνει πολύ γύρισμα σε μεγάλη πόλη και βαριόμουν να ξανακάνω! Από εκεί και πέρα, υπάρχει ένα κομμάτι στην εικόνα των δικών μου ταινιών που δεν το είχα κάνει ακόμα κι ήθελα πάρα πολύ να το κάνω. Επειδή έχω μεγαλώσει στη Νίσυρο, σε χωριό, έχει να κάνει με τη λάσπη, με μια ατμόσφαιρα υπαίθρου με πάρα πολλή φύση. Από εκεί και πέρα είναι πάρα πολύ οργανικά δεμένο αυτό στην ιστορία γιατί η μία ηρωίδα είναι εργάτρια στα χέλια, το Μεσολόγγι είναι μια περιοχή εξαιρετικά βαλτώδης, με λίμνες, ποτάμια κι ένα πάρα πολύ ειδικό φυσικό σκηνικό, το οποίο είναι ενσωματωμένο στην ιστορία μ’ έναν πραγματικά κεντρικό τρόπο. Εχει πάρα πολύ να κάνει με τον πυρήνα της ταινίας, όχι γενικά η ύπαιθρος, αλλά η συγκεκριμένη ύπαιθρος.»
Δίπλα στους τρεις πρωταγωνιστές, ένα μεγάλο ensemble cast υποδύεται τη σκοτεινή κοινότητα που τους περιβάλλει: «Μία ολόκληρη κοινότητα έχει ρόλο, από την αρχή μέχρι το τέλος,» λέει ο Τζουμέρκας. «Πάρα πολλοί χαρακτήρες ξεκινούν από το λεπτό 10 και τελειώνουν στο τελευταίο λεπτό της ταινίας, το οποίο σημαίνει ότι είναι πιο κοντά σε μια ταινία σαν το "Nashville", στον τρόπο που είναι δομημένο. Ξεχωρίζουν βέβαια κάποιοι χαρακτήρες, οι τρεις που φέρουν περισσότερο την ιστορία, αλλά το όλο πράγμα δένει μ’ έναν τέτοιο τρόπο.»
Γιούλα Μπούνταλη
Η Γιούλα Μπούνταλη, συνεχίζοντας τη συνεργασία της με τον Σύλλα Τζουμέρκα στο σινεμά και στο θέατρο, έγραψε μαζί του το σενάριο, αλλά κρατά και τον έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της Ρίτας: «Η ηρωίδα μου είναι ένας άνθρωπος που αγωνίζεται πάρα πολύ», λέει, «που επιβιώνει μόνος του, είναι πάρα πολύ κυριολεκτική στη ζωή της, δεν έχει την άνεση που έχουν οι άνθρωποι που δεν παίρνουν τα πράγματα κυριολεκτικά. Δεν έχει τη δυνατότητα του ελιγμού.»
Και για την Μπούνταλη, η σύνδεση της ιστορίας με το φυσικό ντεκόρ της ταινίας ήταν καθοριστική: «Η βασική παραβολή της ταινίας προέρχεται από ένα ζώο, που είναι το χέλι», εξηγεί, «το οποίο μεταναστεύει όταν νιώσει ότι πρέπει να αναπαραχθεί και μετά να πεθάνει. Οπότε η ταινία έχει στον πυρήνα της τις φυσικές καταστάσεις και τη φύση, τη φυσική κατάσταση του ανθρώπου, την αναζήτηση μιας ελευθερίας για να μπορέσει να προχωρήσει. Η αναπαραγωγή είναι η αναπαραγωγή μας, το μέλλον μας, το μέρος όπου θέλουμε να πάμε, να προχωρήσουμε. Οπότε η φύση είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας.»
Αγγελική Παπούλια, Felix Stewert
Απέναντί της, η Αγγελική Παπούλια, η αστυνομικός της ιστορίας, βλέπει τον βάλτο της λιμνοθάλασσας να ταυτίζεται με την ενέργεια του ρόλου της: «Η ηρωίδα που παίζω βρίσκεται στην απραγία, είναι σε μια κατάσταση εγκατάλειψης του εαυτού της και σε μία ύπνωση. Σε μια κατάσταση βαλτώδη. Μέχρι που κάποια στιγμή, από ένα σημείο και μετά, αναλαμβάνει πολύ έντονη δράση. Το τοπίο της ταινίας είχε σχέση με το χαρακτήρα που έπαιζα, επηρέαζε το χαρακτήρα από τη γραφή του σεναρίου. Στα γυρίσματα ήμουν κάθε μέρα σε επαφή με την πραγματικότητα, όχι μόνο τη φύση, αλλά και την πόλη, το αστικό κομμάτι που επίσης είναι αδρανές, ακίνητο, θλιβερό, μίζερο και αυτοκαταστροφικό.» Για την Παπούλια, «το καλό και το κακό συνυπάρχουν στην ηρωίδα, ούτε υποστηρίζει το ένα, ούτε το άλλο».
Αγγελική Παπούλια, Μιχάλης Κίμωνας
Το ίδιο ισχύει και για τον ήρωα του Χρήστου Πασσαλή: «Το καλό και το κακό είναι στα μάτια του θεατή περισσότερο, αυτός θα το κρίνει. Ο κάθε ήρωας, ο κάθε ρόλος, ο κάθε άνθρωπος, ζει έτσι επειδή πιστεύει ότι αυτό είναι το καλό. Ο ήρωας τον οποίο ερμηνεύω πιστεύει ότι αυτό που κάνει είναι το σωστό – είναι ανάγκη του, είναι επιθυμία του. Ως ερμηνευτής, βλέπω μια τελείως υποκειμενική πλευρά, ότι αυτό είναι ο Παράδεισός μας και θα τον υπερασπιστούμε μέχρι τέλους. Είναι πολύ γοητευτικός αυτός ο ήρωας, είναι πολύ καλογραμμένος, έχει πολλές αντιφάσεις. Τα πράγματα είναι πολύπλοκα και γι’ αυτό ενδιαφέροντα στην ταινία.»
Αγγελική Παπούλια
Τη φωτογραφία της ταινίας υπογράφει ο Σουηδός Πέτρους Σιόβικ (του «Broken Hill Blues», βραβευμένος με το Βραβείο Φωτογραφίας Σβεν Νίκβιστ): «Το Μεσολόγγι είναι ένα ιδιαίτερο μέρος, δεν είναι αυτό που σου έρχεται στο μυαλό όταν πεις, πηγαίνω στην Ελλάδα!», σχολιάζει ο Σιόβικ. «Αποτυπώνει πολύ το σενάριο, τη λάσπη, δεν έχει μπλε θάλασσες και δυνατό ήλιο, είναι μέσα στη λάσπη. Και διαρκώς νιώθεις ότι έρχεται καταιγίδα, ότι κρύβεται κάπου στον ορίζοντα, έχει ένα ιδιαίτερο φως. Συνήθως έχει πανέμορφα σύννεφα στον ουρανό κι αυτό μου άρεσε πολύ και ταιριάζει πολύ και στην ταινία.»
Πέτρους Σιόβικ
Ο Σιόβικ βρήκε τη συνεργασία του με τον Τζουμέρκα και τη δουλειά του στην ταινία, αλλιώτικη και προκλητική: «Κάναμε το γύρισμα μ’ έναν διαφορετικό, για μένα, τρόπο», περιγράφει. «Ο Σύλλας κάνει πολύ μεγάλες λήψεις, που είναι πολύ πιο δύσκολο αλλά μου αρέσει πολύ. Μεγάλες λήψεις που ξεκινούν κάπου, συνήθως απ’ έξω, ενώ ακολουθείς τον ήρωα, μπαίνεις στο δωμάτιο, σε μεγάλες σεκάνς που νομίζω ότι δίνουν μεγάλη ενέργεια στους ηθοποιούς, αδρεναλίνη στο συνεργείο και σ’ εμένα. Είναι ένας πολύ ενδιαφέρων τρόπος δουλειάς και δύσκολος.»
Από την άλλη πλευρά, η παραγωγός της ταινίας από την ελληνική πλευρά, η Μαρία Δρανδάκη της Homemade Films, νιώθει ευτυχής με την πορεία και την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της «Θάλασσας των Σαργασσών», θεωρώντας, όμως, τις δυσκολίες δεδομένες: «Αυτή η ταινία προχωράει τη δουλειά μου σε σχέση με τις συμπαραγωγές,» λέει, «γιατί αυτή είναι μια συμπαραγωγή τεσσάρων χωρών, Ελλάδας, Γερμανίας, Ολλανδίας, Σουηδίας και αρκετά περίπλοκη ως προς το σχήμα της. Είναι, επίσης, η ταινία με το μεγαλύτερο budget που έχω κάνει και τις μεγαλύτερες απαιτήσεις μέχρι τώρα. Και προχωρά τη συνεργασία μου και με τον Σύλλα και με τη Γιούλα, ένα ακόμα βήμα, γιατί ήταν το σενάριο που αναπτύξαμε πολύ συνειδητά, από την αρχή, έχοντας την εμπειρία των προηγούμενων ταινιών και ξέροντας ότι και αναγκαστικά, αλλά και δημιουργικά, θα έπρεπε να δουλέψουμε με αρκετούς ξένους συνεργάτες. Ξέραμε ήδη ότι θα δουλέψουμε με κάποιους παραγωγούς από την αρχή, ο Titus Kreyenberg και η Ellen Havenith είναι ήδη από την προηγούμενη ταινία του Σύλλα και με τον Olle Wirenhed έχω ξαναδουλέψει στην ταινία του Νικόλα Κολοβού. Κι επίσης και με τη συνείδηση της διανομής των προηγούμενων ταινιών – και των καλών (το Blast βγήκε σε περισσότερες από 20 χώρες), αλλά και με την εμπειρία της εδώ διανομής και θεωρούμε ότι είναι ένα σενάριο και μια ταινία που μπορεί ν’ απευθυνθεί σε ευρύ κοινό.»
Jorien Sont, Σταύρος Λιόκαλος
Η συμπαραγωγή, ωστόσο, που η Μαρία Δρανδάκη χαρακτηρίζει «ανάγκη, για ανεξαιρέτως οποιαδήποτε ταινία», φέρνει τις δικές της προκλήσεις: «Πολλές από τις συνεργασίες ήταν συνειδητές επιλογές και ήμασταν τυχεροί, πολλοί συνεργάτες από τη Γερμανία κι από την Ολλανδία είχαν δουλέψει και στην προηγούμενη ταινία. Ταυτόχρονα ήρθαν και πολλοί καινούριοι, το οποίο έχει προσφέρει πολύ στην ταινία. Από την άλλη, είχα αρκετή ανασφάλεια γιατί ήταν ένα καινούριο πεδίο, άνθρωποι από τέσσερις διαφορετικές κινηματογραφίες και μεταξύ τους διαφορές, έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο συνεργασίας και με το συνεργείο, με τον τρόπο που κάνουμε εμείς τις ταινίες, με τη στήριξη της παραγωγής που υπάρχει ή δεν υπάρχει στην Ελλάδα, εννοώ την πρόσβαση σε cash flow, από τράπεζες ή τον οποιονδήποτε, από την αστάθεια που μπορεί να υπάρξει ανά πάσα στιγμή στην Ελλάδα, λόγω του ΕΚΚ και της ΕΡΤ και με όλη την ευελιξία, επίσης, που έχουν τα ελληνικά συνεργεία. Εμείς αναγκαζόμαστε όλη την ώρα να αυτοσχεδιάζουμε, όχι μόνο στο σινεμά, γενικά στην κοινωνία».
Σε σχέση με τα εκτός έδρας γυρίσματα, η Δρανδάκη σχολιάζει, «Ήταν εξαιρετικά δύσκολα, παρόλο που είχα μία μικρή στήριξη από την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει καμία εμπειρία, κατά την άποψή μου καμία υποδομή θεσμική στις περιφέρειες και τους δήμους που να διευκολύνει την κατάσταση. Δεν είναι εύκολο να υπάρξουν τα εργαλεία, χρειάζεται τρομερή δημιουργικότητα. Φταίει βέβαια που δεν υπάρχει μια θεσμική στήριξη προς αυτή την κατεύθυνση, είμαστε αιώνες πίσω σ’ όλο αυτό. Και παρόλο που, κεντρικά πάντα, έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές τα κίνητρα, τα ξένα γυρίσματα κι όλα αυτά, έτσι όπως είναι η κατάσταση, από πάνω μέχρι κάτω, θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει μια συντονισμένη ενέργεια και κάποιο αποτέλεσμα που, στ’ αλήθεια, να κάνει κάποια διαφορά στην Ελλάδα και για το σινεμά και για την οικονομία της.»
Η Δρανδάκη θεωρεί ότι το ρίσκο, πια, του να κάνεις παραγωγές στην Ελλάδα «είναι αδιανόητο, σχεδόν πρέπει πραγματικά να έχεις μέσα σου μια πολύ μεγάλη πηγή ενέργειας και θέλησης να το κάνεις, που πάει πολύ πέρα από το "μια δημιουργική δραστηριότητα", ή "μια οικονομική δραστηριότητα", είναι τελείως υπαρξιακό νομίζω. Κι επίσης, να το αντλείς κι από τους ανθρώπους που είναι γύρω σου κι από την ομάδα, το οποίο, για κάποιο λόγο, υπάρχει στην Ελλάδα ακόμα. Αλλά είναι αδιανόητο ρίσκο. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς δεν μπορεί να υπάρχει έστω κάποια ελάχιστη συνέχεια στα πράγματα, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται μία ροή, τουλάχιστον, σ’ αυτή τη δραστηριότητα. Και μια δραστηριότητα από την οποία, στ’ αλήθεια, το κράτος επωφελείται.»
Κι όμως είναι ακόμα εδώ: μια φιλόδοξη, μεγάλου μήκους ταινία, στις τελευταίες ημέρες του γυρίσματός της, λίγο πριν περάσει στο μοντάζ, στο post κι από εκεί στην καριέρα της στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Με πείσμα μια σκοτεινή, δημιουργική, γεμάτη ηλεκτρισμό, ενέργεια. Ιδια μ' αυτή του Χρήστου Πασσαλή και της Γιούλας Μπούνταλη που τώρα βρίσκονται πάνω στη σκηνή, και τραγουδούν μαζί, σχεδόν επιθετικά, «Οταν είμαι αγάπη μου μαζί σου, στην αυλή του Παραδείσου...», ενώ ο κόσμος από κάτω τους ραίνει με χαρτοπετσέτες και παραπεταμένη αξιοπρέπεια. Κι εμείς να ανυπομονούμε, ανάμεσα στον παράδεισο και την κόλαση του ελληνικού και διεθνούς σινεμά, όχι βέβαια για ένα θαύμα, αλλά σίγουρα για «Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών».
info - «Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών»
σκηνοθεσία: Σύλλας Τζουμέρκας / σενάριο: Γιούλα Μπούνταλη, Σύλλας Τζουμέρκας / παραγωγός: Μαρία Δρανδάκη / συμπαραγωγοί: Titus Kreyenberg, Ellen Havenith, Olle Wirenhed, Tomas Eskilsson / συνεργάτες παραγωγοί: Meinolf Zurhorst, Jeroen Beker / διεύθυνση φωτογραφίας: Petrus Sjövik / μοντάζ: Andreas Wodraschke / σκηνικά: Jorien Sont / κοστούμια: Μάρλι Αλειφέρη / μουσική: Jean-Paul Wall, drogAtek, Φοίβος / ήχος: Marco Vermaas, Felix Stewert / κομμώσεις, μακιγιάζ & ειδικά εφέ μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου, Linda Boije af Gennäs / σχεδιασμός οπτικών εφέ: Luuk Meijer, Jack Kuiper / βοηθός σκηνοθέτη: Μίλτος Ντζούνης / διεύθυνση παραγωγής: Γιάννης Καραντάνης / συντονισμός post-production: Amrita Kraakman
ηθοποιοί: Αγγελική Παπούλια, Γιούλα Μπούνταλη, Χρήστος Πασσαλής, Αργύρης Ξάφης, Θανάσης Δόβρης, Λαέρτης Μαλκότσης, Μαρία Φιλίνη, Κρίστιαν Κουλμπίντα, Μιχάλης Κίμωνας, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Θάνος Τοκάκης, Λαέρτης Βασιλείου, Κατερίνα Χέλμη, Άλκηστις Πουλοπούλου, Έκτορας Λιάτσος, Ρωμανός Καλοκύρης, Αρετή Σεϊνταρίδου, Βασίλης Ντάρμας, Μαριάννα Μποζαντζόγλου, Βλάσσης Μίζαλος, Θάνος Ξενάκης, Μυρτώ Αδοσίδη, Λίλιαν Αντωνίου, Μιχάλης Βρεττός, Κωνσταντίνος Γώγουλος, Αγγελική Πασπάλιαρη, Νίκος Χριστοφίδης, Ευαγγελία Ζάνια, Άκης Μητσούλης, Χάρης Αττώνης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Κριστόφ Λαμπ, Νίκος Τσώλης, Βασίλης Σβίγκος, Νίκος Διώτης, Ειρήνη Δαφνιά, Κατερίνα Ρουσσιάκη, Μπέτυ Σαράντη, Πέτρος Χυτήρης, Άννα Τζωρτζίκια, Ολίνα Μανωλοπούλου, Γιώργος Πιστιόλας, Ηρακλής Κρομμύδας, Μάκης Νάνος, Τατιάνα Σάντσεζ, Λάμπρος Κατσινούλας, Μαγδαληνή Σαρλάμη, Θοδωρής Ρεβύθης, Θύμιος Παπαγρίβας, Βασιλική Βλάχου, Νίκος Τσαρούλης, Βάνα Ρόκκα, Μπάμπης Κωνσταντίνου, Σίμος Πετρόπουλος, Δήμητρα Σαρρή, κ.α.
παραγωγή: Homemade Films, unafilm, PRPL, Dragon Films, Film i Väst, ΖDF/ARTE, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Netherlands Film Fund & Film Production Incentive, Svenska Filminstitutet, EΡΤ, Eurimages, MEDIA, με τη συνεργασία της εταιρίας Ιχθυοκαλλιέργειες – Β.Γείτονας κ Σία / διεθνείς πωλήσεις: New Europe Sales
Διαβάστε και δείτε ακόμη: