Άποψη

«Μελαγχολία»: το χρονικό ενός προαναγγελθέντος σκανδάλου

of 10

Για κάποιους ο Λαρς φον Τρίερ είναι σπουδαίος σκηνοθέτης, για άλλους μεγάλος απατεώνας, για πολλούς και τα δυο. Αλλά στο ότι είναι ένας καλλιτέχνης που απολαμβάνει να προκαλεί έντονες αντιδράσεις, θα συμφωνήσουν όλοι!

«Μελαγχολία»: το χρονικό ενός προαναγγελθέντος σκανδάλου

Η περιπέτεια του Λαρς φον Τρίερ στο τελευταίο φεστιβάλ Καννών, όταν κατηγορήθηκε ότι προάγει τον Ναζισμό και, για πρώτη φορά στην ιστορία της φιλελεύθερης διοργάνωσης, μπήκε στη μαύρη λίστα, κάθε άλλο παρά έκπληξη ήταν, κυρίως για το ίδιο το Φεστιβάλ Καννών!

Ο Λαρς φον Τρίερ ονομάζεται σχεδόν επίσημα το «κακό παιδί του ευρωπαϊκού σινεμά» και, εκτός από τις ιδιαίτερες, συχνά αριστουργηματικές ταινίες του, αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος που τα κινηματογραφικά Φεστιβάλ επιδιώκουν επίμονα να τον λανσάρουν: ότι θα τους εξασφαλίσει ευπρόσδεκτη επιπλέον δημοσιότητα.

Μια θα φημολογείται ότι αντί να μένει στο ξενοδοχείο του κάνει περιπάτους ολόγυμνος στη γύρω εξοχή. Μια η γυναίκα του θα λιποθυμήσει στην προβολή του «Αντίχριστου» γιατί δεν αντέχει αυτά που βλέπει. Μια ο σκηνοθέτης θα μας πει ότι ταυτίζεται βαθύτατα με τον κάθε γυναικείο χαρακτήρα του. Μια θα κουτσομπολεύουμε την ψυχική του κατάσταση και το αν πάχυνε λόγω των αντικαταθλιπτικών. Ο Λαρς φον Τρίερ είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης, ένας από τους ελάχιστους που έφεραν αληθινούς καλλιτεχνικούς νεωτερισμούς στο σινεμά της δικής μας γενιάς. Αλλά είναι κι ένα σκανταλιάρικο αγόρι με κοφτερό μυαλό, που θέλει να προκαλεί τον τρόπο που σκεφτόμαστε, με το ανατρεπτικό χιούμορ ενός συναισθηματικά κακομαθημένου ανθρώπου.

Τα όσα είπε ο Λαρς φον Τρίερ περί Ναζισμού, στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε τη χλιαρή προβολή της «Μελαγχολίας» στις Κάννες, που άφησαν έκπληκτους τους πάντες, δεν τα έλεγε για πρώτη φορά. Σε συνέντευξή του στον Δανό δημοσιογράφο Περ Γιουλ Κάρλσεν, που περιλαμβάνεται στο επίσημο έντυπο του Δανέζικου Κέντρου Κινηματογράφου κι αποτελούσε προωθητικό υλικό για όλα τα media που παρευρίσκονταν στο Φεστιβάλ, ο Τρίερ έλεγε ακριβώς αυτά:

«Λίγο πριν πεθάνει η μητέρα μου, ανακάλυψα ότι τελικά δεν ήμουν ένας Τρίερ, αλλά προερχόμουν από μια γερμανική οικογένεια. Πάντα έβρισκα ενδιαφέροντα τον Νίτσε και τώρα διαβάζω Τόμας Μαν. Ανέκαθεν επηρεαζόμουν από τους Γερμανούς. Είχα πάντα μια αδυναμία στη ναζιστική αισθητική. Ενα Stuka θα ζήσει στη συνείδησή μας εκατομμύρια περισσότερα χρόνια απ’ό,τι ένα βρετανικό Spitfire. Ενώ το Spitfire έχει όλες αυτές τις καμπύλες κι είναι ένα πολύ όμορφο αεροπλάνο, το Stuka ήταν αποκάλυψη. Μεγάλο μέρος του ναζιστικού ντιζάιν είναι εκπληκτικό.»

Ο Τρίερ αναφέρεται στο γεγονός ότι, ενώ είχε μεγαλώσει ως παιδί της στρατευμένης κομμουνίστριας Ινγκε και του σοσιαλδημοκράτη Ουλφ, από ανατροφής Εβραίος αλλά στη συνέχεια αθεος, λίγο πριν πεθάνει η μητέρα του, έμαθε ότι στην πραγματικότητα ήταν ο νόθος καρπός της Ινγκε με τον Γερμανό διευθυντή της.

Εξίσου «τρυφερά» είναι τα σχόλια του Τρίερ και γι’ αυτή τη σημαντική ανατροπή στη ζωή του: «Μέχρι εκείνο το σημείο νόμιζα ότι είχα εβραϊκές ρίζες. Αλλά τελικά είμαι περισσότερο Ναζί. Η οικογένεια του βιολογικού μου πατέρα νομίζω κρατάει από περισσότερο από δυο γενιές. Πριν πεθάνει, η μητέρα μου μού είπε ότι θα έπρεπε να χαίρομαι που είμαι γιος αυτού του άλλου άντρα, γιατί είχε καλλιτεχνικές τάσεις. Μου είπε ότι ο θετός μου πατέρα, με τον οποίο μεγάλωσα, ήταν στοργικός αλλά δεν είχε ούτε στόχους ούτε δύναμη. Και στενοχωρήθηκα πολύ μ’ αυτήν την αποκάλυψη. Και αισθάνεσαι παραπλανημένος, ειδικά αν εξελιχθείς σε δημιουργικό άνθρωπο. Αν ήξερα ότι η μητέρα μου είχε αυτό το σχέδιο, θα γινόμουν κάτι άλλο. Και θα της έδειχνα. Της τσούλας!»

Ακριβώς αυτό: ένα πληγωμένο αγόρι με δύσκολη ανατροφή που πρέπει να τιμωρηθεί αλλά να κατανοήσουμε και τον τρόπο που δουλεύει το μυαλό του. Κι αν’αυτού, το Φεστιβάλ Καννών τον πήρε πιο σοβαρά, ακόμα κι απ’ό,τι παίρνει ο ίδιος τον εαυτό του. Ναι, ο Ναζισμός δεν προσφέρεται για χιούμορ, το μοναδικό αποτέλεσμα του σκανδάλου ήταν για κάποιες μέρες ν’ακούγεται ακόμα περισσότερο το Φεστιβάλ, η λέξη «ναζισμός», το όνομα του Τρίερ και, φυσικά, η «Μελαγχολία», ώστε πια να γνωρίζουν για την ταινία ακόμα και θεατές που δεν έχουν ξαναδεί ποτέ ταινία του Δανού σκηνοθέτη. Κι όλο το hype που έλειπε από τη μετριοπαθή πρώτη προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Καννών αναπληρώθηκε από το πολιτικό σκάνδαλο.

Κατηγορίες και απολογίες πήγαν κι ήρθαν, ξένοι διανομείς έδωσαν πίσω τη «Μελαγχολία» αρνούμενοι να την προβάλλουν στη χώρα τους, είχαμε και μεις να γράφουμε και μετά... ο Τρίερ προχωρά στη «Νυμφομανία» κι όλος ο κινηματογραφικός κόσμος ανυπομονεί για περισσότερα στοιχεία, εικόνες, κι άλλη πρόκληση. Κι έτσι θα έπρεπε να είναι, για να παίξουμε μαζί με τον Τρίερ, πρέπει να συμφωνήσουμε στους κανόνες του παιχνιδιού.

Σε μια δημόσια εμφάνιση που έκανε πριν λίγες μέρες ο Λαρς φον Τρίερ στο Βερολίνο, εξήγησε μόνος του, σοβαρά αυτή τη φορά, το σκοπό του: «Είμαι ένας άνθρωπος που κινείται κατά βάση ενάντια στα πράγματα. Η πρόκληση είναι πάντα καλό πράγμα, σε αναγκάζει ξανά να σκεφτείς. Οταν προκαλώ, στοχεύω και στον ευατό μου. Ο κόσμος δεν το πιστεύει αυτό, αλλά... οπωσδήποτε θέλω όλοι – συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου – να ξυπνήσουν.»

Το καταλαβαίνουμε και το εκτιμούμε αυτό, και στις ταινίες και στη δημόσια φιγούρα του Λαρς φον Τρίερ. Απλώς φαίνεται ότι με την επιθετική εξάπλωση της πολιτικής ορθότητας, συνηθίσαμε να απορροφούμε αυτό που ακούμε χωρίς να ψάχνουμε για κρυμμένα νοήματα, για την έμπνευση του κυνισμού και τη χρησιμότητα του προβοκατόρικου λόγου. Κι αυτό είναι που, πραγματικά, δημιούργησε στο σινεμά και στη ζωή αληθινή «Μελαγχολία».