Η νέα ταινία της Μαρίας Ντούζα «Ακουσέ Με», που έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2023, ταξίδεψε στον κόσμο και τώρα παίζεται ήδη στις αίθουσες, ακολουθεί τη Βαλμύρα, μια κωφή κοπέλα, η οποία θα πρέπει να αφήσει την ασφάλεια της ζωής της στο σχολείο των κωφών και να συναντήσει τον πατέρα της και τη νέα οικογένειά του σε ένα ελληνικό νησί. Στο φόντο η επαρχιακή Ελλάδα και όλη την υποκρισία που αυτή αναδύει, οι μεσήλικες που κουβαλούν ακόμη τα ξέφτια της οικονομικής κρίσης, οι νέοι που παραμένουν «αγρίμια», ένδοξοι διάδοχοι της πατριαρχίας και της φοβίας για κάθε τι διαφορετικό.
Στο δύσκολο ρόλο της Βαλμύρας γνωρίζουμε την Ευθαλία Παπακώστα στην πρώτη της μεγάλη κινηματογραφική εμφάνιση και συναντάμε ξανά τον Δημήτρη Κίτσο, που από το «Park» μέχρι εδώ επιβεβαιώνει διαρκώς ότι πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ηθοποιού σήμερα. Οι δυο τους μίλησαν στο Flix για την εμπειρία τους από τα γυρίσματα, τη διαφορετικότητα, αλλά και για το πόσο δύσκολο είναι πλέον να ακούμε ο ένας τον άλλον σήμερα.
Τι είναι για εσάς το «Ακουσέ με»;
Ευθαλία Παπακώστα: Είναι μια ταινία γλυκιά που θέλει να μοιραστεί μια ιστορία με πορτραίτα χαρακτήρων σε ευάλωτη θέση με τον έναν ή τον άλλον τρόπο που τελικά καταλαβαίνουν πως θα ήταν πιο δυνατοί αν κατάφερναν να ακούσουν πραγματικά ο ένας τον άλλον από το να παλεύουν μόνοι τους ή μεταξύ τους.
Δημήτρης Κίτσος: Οι μνήμες που έχω από την περίοδο των προβών και των γυρισμάτων στη Χίο και οι φιλίες που έχτισα. Εν μέσω του δεύτερου lockdown, είχαμε την τύχη να δουλεύουμε, και μάλιστα σε μια εξαιρετική συνθήκη. Ανοιξη, μέναμε σε ένα από τα μεσαιωνικά χωριά της Χίου, ταξιδεψαμε, κάναμε μπάνια, γελάσαμε, δεθηκαμε και ονειρευτήκαμε!
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να πείτε το ναι διαβάζοντας το σενάριο της ταινίας;
Ε.Π.: Η Μαρία Ντούζα, που κάναμε το πρώτο ραντεβού πάνω πάνω στον Λυκαβηττό λόγω καραντίνας και ένιωσα ασφάλεια, η τιμιότητα και ειλικρίνεια του σεναρίου και η Βαλμύρα που ήθελα να την εκπροσωπήσω και υπερασπιστώ μαζί.
Δ.Κ.: Αρχικά είχα μιλήσει για την ταινία της Μαρίας, περίπου δυο χρόνια πριν τα γυρίσματα. Τότε μου είχε προτείνει το ρόλο του Μάριου που ερμηνεύει ο Νίκος Κουκάς. Είχα κάποιες αντιστάσεις για ηλικιακούς λόγους, μιας και ήμουν αρκετά μεγαλύτερος από τον ήρωα, και σε μια φάση που ήθελα να σταματήσω να παίζω ρόλους τέτοιας ηλικίας. Οταν ξαναμιλήσαμε δυο χρόνια μετά, μου πρότεινε το ρόλο του Άρη. Διαβάζοντας το σενάριο, συνδέθηκα πολύ με αυτό το χαρακτήρα, με την πορεία του στη ταινία. Επίσης, συζητώντας και βλέποντας πώς δούλευε η Μαρία στις πρώτες μας συναντήσεις και την επικοινωνία που είχαμε, κατάλαβα ότι θα είναι μια από τις σπάνιες συνεργασίες.
Θα ήθελα να νιώσουμε λίγο πιο ελεύθεροι. Να τολμήσουμε να έχουμε πιο ιδιόρρυθμες ζωές ο καθένας, να έχουμε δηλαδή κοινή βάση συμβίωσης αλλά να τιμούμε τις διάφορες μας και να τις αποζητούμε.» - Ευθαλία Παπακώστα
Τι γνωρίζατε για τον κόσμο των κωφών πριν την ταινία; Τι ήταν αυτό που ανακαλύψατε;
Ε.Π.: Δεν είχα προσωπική σχέση με τον κόσμο των κωφών. Γνώριζα μόνο το θέατρο των κωφών και είχα παρακολουθήσει μια παράσταση εκεί πιο παλιά. Μπήκα με πλήρη άγνοια και όχι περήφανη για αυτό. Διαβάζοντας την ιστορία της ένταξης των κωφών στην κοινωνία, οι πρώτοι δάσκαλοι, η ανάπτυξη της νοηματικής γλώσσας, η διαφορά της ανά χώρα, τα πρώτα σχολεία εξοργιστική και εντυπωσιακή ήταν η συνειδητοποίηση ποσό δύσκολο ήταν η πρόσβαση των κωφών στην εκπαίδευση, την παιδεία τον πολιτισμό. Και ποσό αργά άρχισαν να γίνουν βήματα προς κάποια κατεύθυνση. Και πως έτσι εξηγείται το στίγμα των κωφών.
Δ.Κ.: Δυστυχώς δε γνώριζα πολλά. Οπως και γενικότερα για τον κόσμο των ανθρώπων με αναπηρία. Ζούμε σε μια κοινωνία που τους αναγκάζει να βρίσκονται κλεισμένοι στα σπίτια τους. Δεν είναι καθόλου ασφαλές και προσβάσιμο το σύστημα των πόλεων έτσι όπως έχει δομηθεί. Με αποτέλεσμα να μην είναι τόσο συχνή και ορατή η παρουσία τους. Λόγω αυτού είχα την πεποίθηση ότι είναι πολύ λιγότεροι, πράγμα το οποίο, φυσικά, δεν ισχύει. Και είναι πολύ στενάχωρο. Πρέπει να τους δοθεί χώρος επιτέλους.
Πόσο εύκολο ήταν να πλοηγηθείτε μέσα σε μια άγνωστη γλώσσα; Πως μάθατε να την μιλάτε;
Ε.Π.: Δεν θα πω ψέματα. Δεν μου ήταν δύσκολο. Γιατί μου ήταν συναρπαστικό. Αγάπησα αμέσως την γλώσσα, μου άρεσε πως βασίζεται σε σύμβολα και σε σωματικότητα, και η αντίσταση να επικοινωνήσεις όπως έχει μάθει αλλά να συμμετέχει στη γλώσσα σου το στόμα και τα μάτια. Την βρίσκω συγκινητική και υπέροχη. Ο δάσκαλος μου ήταν ο Κωσταντινος Σαμαράς που και εκείνος έχασε την ακοή του στα παιδικά του χρόνια όπως και η Βαλμύρα. Με έμαθε την γλώσσα και κάναμε μαζί συναντήσεις και βόλτα και μου επέτρεψε να μπορέσω να παρατηρήσω κάποια κομμάτια της ζωής του για να καταλάβω την κίνηση του μέσα στην πόλη στον υπόλοιπο κόσμο ακόμα και σπίτι. Η μόνη στιγμή σύγκρουσης ήταν - γιατί όμως έχω την τάση να «μικραίνω» τις αντιδράσεις μου μπροστά στον φακό για χάρη ενός σινεματικού κώδικα - όταν ήθελα να κάνω το ίδιο με την νοηματική και εκεί υπήρξε μεγάλη διαπραγμάτευση.
Δ.Κ.: Ο ρόλος μου δεν είχε πολύ επαφή με τη νοηματική. Κυρίως σε μία σκηνή τη χρησιμοποιούσα. Ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον! Ως ηθοποιός πολλές φορές αναρωτιέμαι ποιες χειρονομίες να επιλέξω για να εκφράσω αυτό που θέλω, και τώρα δεν χρειαζόταν. Επίσης πολλές από τις χειρονομίες είναι απόλυτα συνδεδεμένες με την αντίστοιχη λέξη και επομένως με βοηθούσε στην ερμηνεία. Δηλαδή, οι δράσεις που κάνεις με τα χέρια σο,υ εκφράζουν, μέσω της νοηματικής, μια έννοια που σε πολλές περιπτώσεις είναι παρόμοιες με τις δράσεις που θα χρησιμοποιούσες εάν έπρεπε να περιγράψεις σωματικά αυτή την έννοια, ακόμη και αν δεν ήξερες νοηματική. Και τέλος, επειδή αγαπώ το χορό και τη φορμαλιστική κίνηση, μου άρεσε πολύ που μπορούσα να εκφράσω μια λέξη/έννοια, με τέτοια καθαρότητα και σημειολογία, μόνο σωματικά.
Πόση ευθύνη έφερε η ενσάρκωση της Βαλμίρα; Πόσα κοινά νιώθετε ότι έχετε μαζί της;
Ε.Π.: Η Βαλμύρα εχει μεγάλου βαθμού κώφωσης. σύμφωνοι. Είναι όμως και η Βαλμύρα. Εχει την ηλικία της το ταμπεραμέντο της, τα οικογενειακά της τραύματα και απώλειες, την αγάπη της για το χορό και τον ερωτισμό της. Είναι ένα συνοθύλευμα στοιχείων. Σκοπός μου ήταν να δουλεύω καθημερινά την νοηματική και οτιδήποτε με έφερνε πιο κοντά στην κόσμο των κωφών και αλλά παράλληλα να δουλεύω τον χαρακτήρα της όπως θα έκανα με οποιοδήποτε άλλο ρόλο. Η ευθύνη ήταν μεγάλη ναι, και κρεμόμουν από τα χείλη και χέρια του Κωσταντίνου. Σε κάθε cut κοιτούσα να δω αν έπαιρνε η σκηνή την έγκριση του. Με σεβασμο και δουλεια απλα ευχόμουν πως θα ήταν μια τιμια εκπροσώπηση και παράλληλα και καλλιτεχνική πρόταση.
Τελικά τι κάνουμε με τη διαφορετικότητα; Γιατί τη φοβόμαστε τόσο;
Δ.Κ.: Νομίζω πως αυτό το φόβο το συναντάμε στα περισσότερα, εάν όχι σε όλα, τα ζώα. Φοβόμαστε το άγνωστο γιατί είναι εν δυνάμει επικίνδυνο για τη ζωή μας. Το σκυλάκι μου, όταν έρχεται σε επαφή με κάποιο νέο ζώο, ή ακόμη και αντικείμενο, πρέπει αρχικά να το εξοικειώσω για να το αποδεχτεί και να καταλάβει ότι δεν χρειάζεται να το φοβάται γιατί δεν κινδυνεύει. Δε θα την εξοικειώσω με κάτι που είναι επικίνδυνο φυσικά. Η γνώση θεωρώ πως είναι το πρώτο βήμα για να ξεπεράσουμε το φόβο. Δηλαδή, η απάντηση στο ερώτημα: Αυτό που είναι διαφορετικό από εμένα, είναι και επικίνδυνο; Εάν όχι, τότε η εξοικείωση είναι το επόμενο βήμα. Και μετά, οργανικά, έρχεται και η αποδοχή. Απλώς κουβαλάμε πολύ φόβο οι άνθρωποι, και ελάχιστη διάθεση για λογική και γνώση. Είναι κουραστικό να κάτσεις να ψάξεις ένα θέμα και μετά να αλλάξεις αντίληψη/ τρόπο σκέψης/ τρόπο ζωής. Είναι πιο εύκολο να πορεύεσαι με τις αντιλήψεις των “γονέων” σου.
Σήμερα ειδικά, αυτό που θέλω να ακουστεί περισσότερο, είναι η ανάγκη να αρθεί η βουλευτική ασυλία και να οδηγηθούν στην δικαιοσύνη οι πολιτικοί που φέρουν ευθύνη για το έγκλημα στα Τέμπη (και όχι μόνο, αλλά ας ξεκινήσουμε από κάτι τουλάχιστον).» - Δημήτρης Κίτσος
Ποια θα λέγατε ότι είναι τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν στην Μαρία Ντούζα;
Ε.Π.: Η Μαρία είναι σπάνιος άνθρωπος. Καταρχάς γελάμε συνέχεια μαζί. Ευγένεια. Υπό πίεση και τέλος της μέρας να ακούς ευχαριστώ και παρακαλώ και ένα χαμόγελο δεν το έχω ξαναδεί στην εμπειρία μου. Η αγάπη της για τους ηθοποιούς. Εχει επίσης μεγάλη ευαισθησία για αυθεντικές στιγμές μεταξύ των ανθρώπων αλλά και των χαρακτήρων στις ταινίες της.
Δ.Κ.: Aκούει τους ηθοποιούς της, το ψάχνει και είναι ανοιχτή σε προτάσεις μέχρι τελευταία στιγμή. Μια από τις σημαντικότερες σκηνές του ήρωα μου, επειδή κάτι δεν μπορούσα να βρω, κάτσαμε το προηγούμενο βράδυ ώρες και τη δουλέψαμε και την αλλάξαμε, ενώ ήδη είχε δουλέψει άλλο ένα 11ωρο (τουλάχιστον) και ξυπνούσαμε μετά από ελάχιστες ώρες. Είναι πολύ προσγειωμένη και ταπεινή, και για αυτό ακούει αυτό που έχεις να της πεις, αλλά και θαρραλέα ταυτόχρονα, με άποψη για τα πράγματα. Αυτό που θέλει να πει, το λέει χωρίς να ντρέπεται και είναι πολύ λυτρωτικό. Γιατί πολλές φορές, τα κομπιάσματα, οι ενοχές τύπου «ωχ πως να πω ότι διαφωνώ» και οι ντροπές όταν θες να δώσεις μια σαφή οδηγία, εμένα προσωπικά μόνο με μπερδεύουν.
Που τοποθετείτε το «Ακουσέ με» στο σύγχρονο τοπίο του ελληνικού σινεμά;
Ε.Π.: Είναι μια ταινία που της αξίζει να είναι εμπορική από την άποψη πως έχει την δυνατότητα να ικανοποιήσει μεγάλη μερίδα του κοινού, να την απολαύσει και να συγκινήσει πολύ κόσμο δηλαδή αλλά έχει και ποιότητες πιο καλλιτεχνικού σινεμά με τίμιο και ευαίσθητο καλλιτεχνικό όραμα.
Δ.Κ.: Αφού μιλάμε για τοπία, θα το τοποθετήσω σε ένα νησί, άνοιξη, θάλασσα με μπόρες και φουρτούνες, που όμως κάπου στο βάθος αρχίζει και ξεπροβάλει δυνατός και ζεστός ο ήλιος.
Γιατί ο κόσμος παραμένει δύσπιστος απέναντι στις ελληνικές καλλιτεχνικές ταινίες;
Ε.Π.: Συχνά ίσως κάνουμε το λάθος να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στην αναμέτρηση με τον εαυτό μας και το νέο το διαφορετικό που καταλήγουμε να ξεχνάμε πως ο τελικός προορισμός δεν είναι μόνο να εντυπωσιάσουμε στα Φεστιβάλ αλλά να βιώσει κάτι οτιδήποτε και ο κόσμος.
Δ.Κ.: Διάφοροι λόγοι. Γιατί πολλές από αυτές πάσχουν από συναισθήματα, απλότητα και ουσία. Είναι επιτηδευμένες, περιπλοκές και οι δημιουργοί τους πολλές φορές στρέφουν τη προσοχή τους στην ανάγκη για εντυπωσιασμό, στην ανάγκη τους να φτιάξουν κάτι «διαφορετικό», κάτι φεστιβαλικό. Κοιτάνε το αποτέλεσμα και όχι αυτό που τους αφορά και συγκινεί. Και χάνεται ο μόνος τρόπος για μένα, που είναι το να αναζητήσεις τη δίκη σου, προσωπική, μοναδική σχέση με τη ζωή και τα πράγματα γύρω σου. Επιπλέον, τα οικονομικά δεδομένα στο ελληνικό σινεμά είναι τραγικά. Οταν δεν έχεις λεφτά για να γράψεις, δεν έχεις λεφτά για να σκηνοθετήσεις, για να παίξεις, για να κανείς τα κοστούμια και τα σκηνικά, για να φωτίσεις, για να είναι ικανοποιημένο το συνεργείο σου, τότε δεν υπάρχουν και πολλές πιθανότητες να κανείς κάτι που να σε ικανοποιεί και σένα ως δημιουργό.
Τι είναι αυτό που θα θέλατε να «ακουστεί» περισσότερο σήμερα, αυτή τη στιγμή;
Ε.Π.: Θα ήθελα να νιώσουμε λίγο πιο ελεύθεροι. Να τολμήσουμε να έχουμε πιο ιδιόρρυθμες ζωές ο καθένας, να έχουμε δηλαδή κοινή βάση συμβίωσης αλλά να τιμούμε τις διάφορες μας και να τις αποζητούμε.
Δ.Κ.: Σήμερα ειδικά, αυτό που θέλω να ακουστεί περισσότερο, είναι η ανάγκη να αρθεί η βουλευτική ασυλία και να οδηγηθούν στην δικαιοσύνη οι πολιτικοί που φέρουν ευθύνη για το έγκλημα στα Τέμπη (και όχι μόνο, αλλά ας ξεκινήσουμε από κάτι τουλάχιστον).
Η ταινία «Ακουσέ Με» παίζεται ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες από το Cinobo.