Η Βαλμύρα είναι κωφή. Τη συναντάμε όταν θα πρέπει να αφήσει την ασφάλεια της ζωής της στο σχολείο των κωφών και να συναντήσει τον πατέρα της και τη νέα οικογένειά του σε ένα ελληνικό νησί. Η ίδια θέλει να επιστρέψει πίσω και να κάνει πραγματικότητα το όνειρο της και να γίνει χορεύτρια. Δεν την ενδιαφέρει να ζήσει στον κόσμο των «άλλων». Ομως θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα σε αυτόν. Θα δημιουργήσει μια αδελφική σχέση με τον γιο της μητριάς της, θα δείξει πυγμή στα πειράγματα των συνομίληκων στο σχολείο, θα γοητευτεί και από τον «πιο μαλάκα» της τάξης στα πρώτα της ερωτικά σκιρτήματα. Παγιδευμένη ανάμεσα σε μια «με το ζόρι» ενηλικίωση και μια αναπηρία που την επιστρέφει στην ασφάλεια μιας φαινομενικής προστασίας, έναν πατέρα που μαθαίνουμε από πληροφορίες πως κάποτε την παράτησε, χωρίς ακουστικό (παρόλο που θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει) αλλά με οδηγό την καρδιά της, θα αναζητήσει εξόδους κινδύνου από τη νέα της ζωή, χαμένη μέσα στο «θόρυβο» των συναισθημάτων, των δύσκολων επιλογών, των λέξεων που μένουν βωβές.
Το ίδιο χαμένη μέσα στο «θόρυβο» των υλικών που την αποτελούν μοιάζει και η δεύτερη ταινία της Μαρίας Ντούζα μετά το «Το Δέντρο και η Κούνια», εδώ σε μια πιο φιλόδοξη διαπροσωπική απόπειρα συμφιλίωσης διαφορετικών γενεών αλλά και ανθρώπων «ξένων» μεταξύ τους - και με τον εαυτό τους.
Με φόντο την επαρχιακή Ελλάδα και όλη την υποκρισία που αυτή αναδύει, τους μεσήλικες που κουβαλούν ακόμη τα ξέφτια της οικονομικής κρίσης, τους νέους που παραμένουν «αγρίμια», ένδοξοι διάδοχοι της πατριαρχίας (και πολλών άλλων -ίας, όπως ξενοφοβίας, ομοφοβίας) και με έμφαση στην απόρριψη του «ξένου» και του «διαφορετικού», το «Ακουσέ Με» χτίζει μεθοδικά το δράμα του μέχρι και την τραγωδία, πλέκοντας δεσμούς που κολλάνε και σπάνε κάτω από την πίεση μιας απροσδιόριστης αίσθησης που μοιάζει να έρχεται από το γεγονός της έλλειψης επικοινωνίας.
Ή τουλάχιστον αυτή είναι η αρχική ιδέα της Μαρίας Ντούζα, που με αφορμή την κεντρική (;) της ηρωίδα, δίνει στην ταινία και τη σύγχρονη πραγματικότητα διαστάσεις ενός διάλογου στον οποίο κανείς δεν ακούει κανέναν και όλοι μιλούν μόνοι τους.
Η φιλόδοξη ιδέα της προσπαθεί (και καταφέρνει μέχρι τη μέση της ταινίας) να μπαίνει στις ράγες κάθε φορά που οι σεναριακές επαναλήψεις την εκτροχιάζουν, απομακρύνοντάς την από το κέντρο βάρους της που θα έπρεπε να είναι η Βαλμύρα. Υποπλοκές και σκηνές που δεν έρχονται ή εξελίσσονται φυσικά, τοποθετούν την ταινία σε μια μάλλον αμήχανη διαδρομή που μεταφέρεται και στην οπτική (και εδώ, ειδικά, ακουστική) γωνία άλλων ηρώων ενώ νιώθεις διαρκώς και την αγωνία της να υπογραμμίζει αυτό που θέλει να πει παρά το λέει.
Στο δεύτερο μέρος, τα σεναριακά και σκηνοθετικά προβλήματα προδίδουν ακόμη περισσότερο μέχρι και την κινηματογραφική γραφή της ταινίας, αφήνοντας ορατές τις ραφές της κατασκευής της με μικρές σκηνές που μοιάζουν (φωτογραφημένες με ατμόσφαιρα και νεύρο - που όμως δεν αρκεί - από τον Ζαφείρη Επαμεινώνδα) κι αυτές χαμένες, σε μια ταινία που δημιουργεί ανατροπές που δεν εκπλήσσουν και κλείνει σε εντελώς άλλο τόνο από την όλη ταινία με αισιοδοξία για το μέλλον, αλλά αφήνει αμήχανα ανοιχτούς λογαριασμούς σχεδόν με κάθε ένα από τα μικρά και μεγάλα θέματα που έχει ανοίξει.
Ενα από τα «θέματα» αυτά και η επιλογή μιας μη κωφής κοπέλας για τον ρόλο της κωφής (σε έναν κόσμο και μια Ελλάδα που υπάρχουν ηθοποιοί που θα μπορούσαν επιτέλους να αναδειχθούν με την σπάνια ευκαιρία ενός τέτοιου σεναρίου), το οποίο δεν μειώνει ωστόσο ούτε στο ελάχιστο την έμφυτη αυθεντικότητα της Ευθαλίας Παπακώστα. Η νεαρή ηθοποιός (με το μεγάλο μέλλον) παραμένει μαζί με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο το δυνατό ερμηνευτικό δίδυμο της ταινίας, απέναντι στη φορσέ σκηνοθετική και μονταζιακή ροπή που οδηγεί τον μέχρι εκείνη τη στιγμή υπέροχο Δημήτρη Κίτσο να δείχνει άτεχνος στη δύσκολη σκηνή της τελικής σύγκρουσής του με τη Βαλμύρα και την ολοκληρωτικά αδούλευτη (εδώ παρά την πειστικότητα της επιλογής, αντίθετα με τους ήρωες της Βαλμύρας και του «αδερφού» της) ερμηνεία της Βουλγάρας Γιοάνα Μπουκόφσκα.
Μεγαλύτερο ωστοσο «θέμα» και η Ελλάδα που στη μικρογραφία που φτιάχνει η Ντούζα μοιάζει μονοδιάστατη, χωρίς γκρίζες γραμμές, με απεικόνιση που καίει την ίδια της την πρώτυ ύλη στα όρια του γραφικού και της καρικατούρας, αναγκάζοντας την ταινία της να ακούγεται μεν, αλλά όχι απαραίτητα να φτάνει στα αυτιά μας.