Η «Αξιαγάπητη» της Λίλια Ινγκολφσντότιρ είναι μια ταινία - διαδρομή.
Το σημείο Α της βρίσκεται μακρύτερα από το σημείο Ω της απ' όσο φαντάζεσαι στην αρχή, καθώς μια αναπάντεχη, γεμάτη εκπλήξεις, παραδοξότητες και στιγμές βαθιάς ενδοσκόπησης χαρτογράφηση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης όταν αυτή έρχεται αντιμέτωπη με το τέλος μιας σχέσης αλλά και το τέλος, τελικά, των όποιων βεβαιοτήτων, απλώνεται στον κινηματογραφικό χρόνο σαν να θέλει να γράψει μια ιστορία από την αρχή.
Aλλοτε ένα δράμα εσωτερικού χώρου και άλλοτε ένα δράμα ακόμη πιο εσωτερικού μηχανισμού, η «Αξιαγάπητη» έρχεται από την μακρά παράδοση της ενδοσκόπησης του σκανδιναβικού σινεμά πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και το δίπολο αντρας - γυναίκα, χωρίς ωστόσο να φοβάται να σταθεί στη γκρίζα ζώνη της πολιτικής ορθότητας αμφισβητώντας τους ρόλους που επιθυμούμε στην εποχή μας για τον άντρα και την γυναίκα, προκειμένου να τους απογυμνώσει τόσο ώστε να πλησιάζει την αλήθεια τους.
Με οδηγό την ερμηνεία της Χέλγκα Γκούραν, η Λίλια Ινγκολφσντότιρ αναλογίζεται πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν πριν στραφούμε στους άλλους, επιστρέφαμε στον εαυτό μας. Τη συναντήσαμε στο 65ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, λίγο μετά την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας και μιλήσαμε μαζί της για τις επιρροές, τα ρίσκα και τη διαδικασία που γέννησαν την «Αξιαγάπητη» - στις αίθουσες στις 19 Δεκεμβρίου από την One from the Heart.
Ηθελα να κάνω μια ταινία όχι για τα γιατί ενός χωρισμού, αλλά για τα πώς του τέλους μιας σχέσης. Η ιστορία ξεκινάει παραδοσιακά ως ένα δράμα για μια σχέση, αλλά πολύ γρήγορα νιώθουμε να έχουμε μπει πιο βαθιά μέσα στους μηχανισμούς της ανθρώπινης επαφής, της οικειότητας και του τραύματος. Ενας από τους πρώτους τίτλους της ταινίας ήταν «Αν δεν αντιμετωπίσεις τα παιδικά σου τραύματα, θα το κάνουν οι σχέσεις σου» και κάπως έτσι επιστρέφουμε πίσω στην αρχή προκειμένου να εξηγήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ανθρώπους.
Η Μαρία ήταν από την αρχή μια γυναίκα υπερβολική, ευάλωτη, αστεία, εκνευριστική. Ενας πραγματικός χαρακτήρας δηλαδή και όχι μια τέλεια εικόνα μιας γυναίκας που ειδικά στην εποχή μας έπρεπε να μην είναι το θύμα μιας σχέσης. Είναι όμως τελικά; Δεν ήθελα να μειώσω την αλήθεια των χαρακτήρων σκεπτόμενη κοινωνικές αναγωγές. Ηθελα να μπω βαθιά μέσα στον χαρακτήρα της Μαρία και να καταλάβουμε μαζί της τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει και την αποξενώνει από όλους και από τον ίδιο της τον εαυτό.
Η ταινία δεν είναι αυτοβιογραφική, αλλά θα μπορούσε να είναι. Δεν έχω ζήσει όλα όσα ζει η Μαρία, αλλά γνωρίζω και όσα νιώθει και γνωρίζω γυναίκες που έχουν ζήσει και αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις. Κατάλαβα από νωρίς πως έπρεπε να μπω βαθιά μέσα σε όσα ζουν οι ήρωες μου. Διαφορετικά δεν θα μπορούσε να είναι μια αληθινή ταινία και δεν θα μπορούσε να κάνει τους θεατές να ταυτιστούν μαζί τους.
Πριν ακόμη στραφούμε στον άλλον, πριν μπούμε σε μια σχέση πρέπει να έχουμε μάθει να αγαπάμε τον εαυτό μας, να ξέρουμε τις αδυναμίες και τα ισχυρά του σημεία, να έχουμε λύσει θέματα ανθρώπινης επαφής ή σε κάθε περίπτωση να είμαστε ανοιχτοί να το κάνουμε μόνοι μας ή και μαζί με τον άλλον.»
Κάνω χρόνια ψυχανάλυση και έτσι γνωρίζω καλά τους μηχανισμούς. Δεν χρειάστηκε να μελετήσω περιπτώσεις ή συγκεκριμένους φακέλους, αλλά ήθελα η ψυχανάλυση να παίξει καθοριστικό ρόλο στην ταινία. Γιατί είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος να αναζητήσεις τι πήγε στραβά στο παρελθόν, στην παιδική σου ηλικία, στις σχέσεις με τους γονείς σου. Είναι ένας τρόπος να αντιληφθείς πόσο σημαντικά είναι όσα προβάλλουμε στους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα είναι τα τραύματα που έπρεπε να είχαμε αντιμετωπίσει και θεραπεύσει χρόνια πριν.
Μέσα σε μια σχέση εναποθέτουμε στον άλλον σχεδόν όλη την ύπαρξή μας. Πιστεύουμε πως ο άλλος είναι η λύση για τα πάντα και αυτός που θα καταφέρει να μας κάνει διαρκώς ευτυχισμένους. Φυσικά, καταλαβαίνουμε όλοι, με διαφορετικούς τρόπους, πως αυτό είναι ένα ψέμα, είναι μια κοινωνική σύμβαση και ταυτόχρονα μια συναισθηματική ανάγκη. Πριν ακόμη στραφούμε στον άλλον, πριν μπούμε σε μια σχέση πρέπει να έχουμε μάθει να αγάπάμε τον εαυτό μας, να ξέρουμε τις αδυναμίες και τα ισχυρά του σημεία, να έχουμε λύσει θέματα ανθρώπινης επαφής ή σε κάθε περίπτωση να είμαστε ανοιχτοί να το κάνουμε μόνοι μας ή και μαζί με τον άλλον.
O Ινγκμαρ Μπέργκμαν είναι πάντα μια προφανής αναφορά. Αλλά νομίζω ότι για την ταινία επηρεάστηκα περισσότερο από αναφορές σε ανθρώπινες ιστορίες και σκηνικά της καθημερινής ζωής έτσι όπως μένουν τελικά στη μνήμη. Το φως, οι αντανακλάσεις υπήρξαν καθοριστικά για τον τρόπο αφήγησης αλλά τελικά είναι αυτό που βγαίνει από μέσα σου, που έχει να κάνει με χιλιάδες επιρροές και εικόνες της ζωής σου που συνθέτουν το τελικό αποτέλεσμα.
Δεν υπήρξαν αυτοσχεδιασμοί. Ολα ήταν γραμμένα στο σενάριο, κι αυτό κυρίως για να μπορέσουν οι ηθοποιοί και κυρίως η Χέλγκα να αυτοσχεδιάσει συναισθηματικά. Μέσα στην κάθε σκηνή χειρίζεται πολύ δύσκολα πράγματα - πρέπει να είναι χαρούμενη, λυπημένη, θυμωμένη, οργισμένη στην ίδια ακριβώς στιγμή. Επρεπε όλα γύρω της να είναι προσχεδιασμένα προκειμένου η ίδια να μείνει ελεύθερη.
Διάλεξα την Χέλγκα γιατί ήξερα ότι αυτή θα ήταν η Μαρία. Την θαύμαζα από παλιά για την αυθεντικότητά της, το νατουραλισμό της. Κυρίως για το γεγονός ότι μπορεί να μετακινηθεί από μια ενεργητική, εξωστρεφή κατάσταση στην πιο αθόρυβη, εύθραυστη εσωτερικότητα και να το κάνει να φαίνεται φυσικό. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό που ήθελα να έχει η ηρωίδα στην ταινία. Να είναι ένας πολύπλοκος, συναρπαστικός άνθρωπος όπως είμαστε όλοι.