Ω, ένας νέος έρωτας. Μοιάζει με ζεστό φως. Σε λούζει, σε μεταβολίζει, σε επανασυστήνει στον εαυτό σου - ή τουλάχιστον αυτόν τον εαυτό που πάντα ήλπιζες ότι κρύβεις. Παιχνιδιάρικες, παθιασμένες, αγαπησιάρικες αγκαλιές, αισιόδοξες, απαλές, αυτοτροφοδοτούμενα χαρούμενες μέρες. Η ζωή για την ήδη χωρισμένη με 2 παιδιά Μαρία τής είχε χαμογελάσει - σχεδόν το ίδιο γοητευτικά με τον μουσικό γόη Σίγκμουντ, όταν τον γνώρισε σε εκείνο το πάρτι. Επτά χρόνια και 2 ακόμα παιδιά αργότερα όμως, αυτή η ίδια ζωή έχει τον τρόπο της να κλείσει τον διακόπτη και να χάσεις το δρόμο σου στα σκοτεινά. Κάπου ανάμεσα στα χρέη, την πίεση των παιδιών, τον εαυτό σου που ξέχασες. Ο Σίγκμουντ είναι συνεχώς σε περιοδεία, η Μαρία έχει αφήσει πίσω τη δική της καριέρα, τα μωρά την τρελαίνουν, οι έφηβοι την μισούν, η ρουτίνα τη σκοτώνει. Δεν κάνει τίποτα σωστά, για κανέναν. Η αυτοθυσία φέρνει ωμή οργή. Η οποία ξεσπάει την τοξικότητά της στον Σίγκμουντ κοφτερά, ανελέητα, εκεί που πονάει. «Πρέπει να προετοιμαστείς γιατί θα φύγω από αυτό το γάμο» της λέει κι εκείνη καταρρέει. Γιατί όλα τα άντεχε, εκτός από αυτό: άλλος ένας χωρισμός, άλλη μία ήττα. Βρίσκει πάτο, βυθίζεται στη σκοτεινή μοναξιά, και κάπου εκεί στο κρύο και την υγρασία, ανοίγει ένα ακόμα φως. Οχι ζεστό, όχι απαλό. Σκληρό και επιθετικό, σαν αυτά στο ασανσέρ που σε αντανακλούν στον καθρέφτη σαν τέρας. Αν όμως το εμπιστευτείς και κοιτάξεις βαθιά, ίσως βρεις την άκρη του τούνελ. Εκεί όπου κρύβονται όλα αυτά που σε έκαναν να διώχνεις τους ανθρώπους και μετά να ουρλιάζεις «εγκατάλειψη!».Δύσκολη διαδρομή, τρομακτική. Η Μαρία όμως πρέπει να τη διανύσει. Γιατί πρέπει να απαντήσει επιτέλους στα 40+ της - είναι άξια/αγάπης;

Με την καθόλου τυχαία υπογραφή του Τόμας Ρόμπσαμ («Ο Χειρότερος Ανθρωπος στον Κόσμο») στην παραγωγή, το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Νορβηγίδας Λίλια Ινγκολφσντότιρ μάς εξαπατά στα πρώτα 6 λεπτά του: νομίζουμε ότι θα δούμε μία ρομαντική δραμεντί για τη διάλυση ενός γάμου (κάτι σαν την «Ιστορία Γάμου» του Νόα Μπόμπακ), ενώ εκείνη μάς επιφυλλάσσει κάτι πολύ σκληρότερο, λιγότερο φωτογενές και καθόλου ευκολόπιοτο κινηματογραφικά: την αποδόμηση μιας γυναίκας.

Ο τίτλος επίσης εξαπατά: η Μαρία είναι αντιπαθής. Την λυπάσαι ως εξαντλημένη μητέρα, την καταλαβαίνεις ως παραμελημένη σύντροφο, όμως τα οργισμένα ξεσπάσματά της ξεπερνούν κάθε όριο, την κάνουν να χάνει τον έλεγχο και το δίκιο της. Ουρλιάζει, επιτίθεται, χτυπά κάτω από τη μέση. Κι εκεί που δεν θέλεις να την κοιτάς, είναι στην ταπεινωτική της αυτολύπηση. Στην παρακαλετή της οπισθοχώρηση. Οταν ικετεύει να την πάρουν πίσω, να γυρίσει στην μίζερη αλλά οικεία της κανονικότητα.

Η Ινγκολφσντότιρ γράφει ένα σενάριο πικρό που σε πιάνει απροετοίμαστο - η γυναικεία οργή είναι ανοικτό πεδίο μελέτης στην ψυχανάλυση, η παιδική παραμέληση, η συναισθηματική αναπτυξιακή καθυστέρηση, το διαγενεακό τραύμα (επώδυνη η σκηνή επίσκεψης στην μητέρα της) δεν είναι τα πιο εύκολα θέματα για να τα χειριστεί η κινηματογραφική κάμερα. Ειδικά από μία δημιουργό που κάνει τα πρώτα βήματά της στην μεγάλου μήκους.

Για να σκάψει στο παρελθόν και να βρει ρίζα, η σκηνοθέτης παίζει με το μοντάζ και το χρόνο. Επιστρέφει στην αφήγηση και αλλάζει τους διαλόγους, την τονικότητα - οι ζεστές αγκαλιές τώρα προειδοποιούν για την παγερή εξέλιξη, τα χρώματα σκοτεινιάζουν, ο θεατής ακολουθεί την Μαρία στην ψυχική της απειλή.

Οταν η πένα της Ινγκολφσντότιρ ξεφεύγει σε κλισέ αυτογνωσίας και αγάπης εαυτού, μάς χάνει και χάνεται. Οπως, επίσης, όταν, στη φιλότιμη προσπάθεια να ρίξει τους προβολείς στην ηρωίδα, αφήνει βολικά εκτός κάδρου τις ευθύνες του ήρωα. Οταν όμως πετυχαίνει ειλικρινείς στιγμές, γίνεται λυτρωτικά καθαρτική και σε τυλίγει σαν κουβερτούλα. Σαν την κουβερτούλα που σκεπάζει η ψυχοθεραπεύτρια την αρχικά απροσπέλαστη Μαρία στην καλύτερη σκηνή της ταινίας. Οταν η ηρωίδα αντίστεκεται και αφήνεται, συγκρατεί και ξεσπά τους λυγμούς της, συνειδητοποιώντας ότι αυτό που διώχνει και κλωτσάει και απορρίπτει και φοβάται και αρνείται και λαχταρά είναι αυτό ακριβώς που της συμβαίνει εκείνη τη στιγμή: η φροντίδα.

Η πρωταγωνίστρια Χέλγκα Γκούρεν (Βραβείο Ερμηνείας στο Κάρλοβι Βάρι) κουβαλά όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους της - και μαζί και την ταινία. Τολμά να φτιάξει μια ηρωίδα με τα υλικά που της δίνει η Ινγκολφσντότιρ: νευρωτική, αρνητική, απότομη, γεμάτη ελαττώματα και τραύματα και υποσυνείδητες αποσκευές. Είναι όσο καλή όσο αυτά τα υλικά - όταν το σενάριο πατάει γερά, εκείνη λάμπει, όταν την προδίδει, καταρρέει κι αυτή. Οταν η ηρωίδα ηρεμεί, εκεί μάς δίνει την καλύτερη, την πιο σίγουρη, διάφανη, αξιαγάπητη ερμηνεία της.