Το «Τι Ωρα Είναι;» της Εύας Στεφανή, που προβάλλεται από σήμερα στο Δαναό σε κοινό πρόγραμμα με το «100» του Γεράσιμου Ρήγα, ολοκλήρώθηκε το 2007, μετά από τρία χρόνια γυρισμάτων και ένα χρόνο μοντάζ. Ισως γι' αυτό ο χρόνος (και κυρίως η αναζήτηση του) ίπταται κυρίαρχος από τον τίτλο μέχρι τις μικρές και τις μεγάλες στιγμές που ζουν οι δύο πρωταγωνιστές του, ο Χρήστος και ο Ηλίας «δύο φίλοι που ο ένας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον άλλον», όπως δηλώνει η ίδια η Στεφανή.
Δύο άνθρωποι στο περιθώριο της «κανονικότητας» - ο ένας είναι αλκοολικός, ο άλλος ψυχιατρικά «ασθενής» - που όταν αναρωτιούνται «τι ώρα είναι;» στο ευρηματικό λάιτ μοτίφ της ταινίας αυτό που κάνουν είναι να υπενθυμίζουν στους εαυτούς τους πως ό,τι και να συμβεί δεν πρέπει να χάσουν την επαφή τους με την πραγματικότητα.
Αυτήν την πραγματικότητα κινηματογραφεί η Στεφανή, αφήνοντας τον Χρήστο και τον Ηλία να γίνουν περισσότερο από τους πρωταγωνιστές ενός ντοκιμαντέρ, οι ήρωες μιας αφανούς άγριας και ταυτόχρονα τρυφερής καθημερινότητας που σε μία αντιστροφή της οποιαδήποτε έννοιας του «περιθωρίου» ζουν ευτυχισμένοι έχοντας κλείσει έξω από τον μικρόκοσμο τους ό,τι θα διατάρασσε τη δική τους κατασκευασμένη αλλά τελικά τόσο αληθινή «κανονικότητα».
Σαν ήρωες του Μπέκετ, όπως κάποτε τους είχε περιγράψει η Στεφανή, ο Χρήστος και ο Ηλιας βλέπουν την πραγματικότητα με έναν ανάποδο τρόπο. Ακριβώς με τον τρόπο που την βλέπει και η Στεφανή στα ντοκιμαντέρ της.
Τι ήταν αυτό που σε γοήτευσε στους δύο ήρωες της ταινίας; Πώς τους βρήκες; Πόσο εύκολο ήταν να τους προσεγγίσεις;
Γνωριστήκαμε σε ένα καφενείο στο Μεταξουργείο, τις «Μπαχάμες». Κάναμε τότε μαζί με το Νίκο Ζωιόπουλο ένα ντοκιμαντέρ 0 παραγγελία για το καφενείο. Δεν ήμουν και στην καλύτερη ψυχική κατάσταση. Επί τρείς εβδομάδες καθόμασταν και λέγαμε αμπελοφιλοσοφίες κάθε βράδυ με τους θαμώνες για την πολιτική, τη ζωή, τον έρωτα και όντας ημι-φέσι νομίζαμε ότι λέγαμε μεγάλες σοφίες. Κάποια στιγμή ο Τακούλας (ο ένας από τους δύο ήρωές μας στο «Τι Ωρα Είναι;»), μας κάλεσε να πάμε σπίτι του. Από εκεί ξεκίνησε μια αμοιβαία εξομολόγηση και μια στενή φιλία. Γνωρίσαμε και τον Ηλία με τον οποίον επίσης συνδεθήκαμε πολύ και αρχίσαμε να συναντιόμαστε συχνά. Προσπαθώ να απαντήσω στο τι «ακριβώς» με γοήτευσε στον Τακούλα και στον Ηλία. Οπως για όλους τους ανθρώπους που με συγκινούν βαθύτατα δεν μπορώ να πω ακριβώς γιατί.
Πώς θα περιέγραφες το είδος του ντοκιμαντέρ που υπηρετείς όλα αυτά τα χρόνια;
Οπως όλα τα είδη, είναι ένα είδος εν δυνάμει ηλίθιο και εν δυνάμει ευφυές. Είθισται να ονομάζεται «κινηματογράφος της παρατήρησης». Στη χειρότερη έκφανσή του είναι μία βαρετή, ανόητη καταγραφή της εμπειρικής πραγματικότητας, μία φέτα ζωής. Στην καλύτερη, σχεδόν ουτοπική έκφανσή του, καταφέρνει να αποδώσει αυτό που ίπταται του πραγματικού, ενώ αυτό που απεικονίζει δεν είναι παρά αυτό που φαίνεται.Εμένα μου φαίνεται συναρπαστικό και ξέρω ότι και σε άλλους παλαβούς όπως στο Γεράσιμο Ρήγα (ο πιο purist εκπρόσωπος του «κινηματογράφου της παρατήρησης»), στο Νίκο Λυγγούρη, στην Κατερίνα Πατρώνη και πρόσφατα στη Μύρνα Τσάπα. Είναι επίσης ένας δρόμος που αξίζει τον κόπο κανείς να εξερευνήσει.
Πως θα χαρακτήριζες την κατάσταση της εμπορικής διανομής του ντοκιμαντέρ στις ελληνικές αίθουσες; Γιατί δεν βλέπουμε περισσότερα ντοκιμαντέρ στο σινεμά;
Δεν ξέρω. Αλλά προκειμένου να βλέπω ντοκιμαντέρ π.χ. για το τσουνάμι ή για το τάδε ή δείνα θέμα προτιμώ να βλέπω μία ταινία μυθοπλασίας, κι ας είναι και μετριότατη. Δεν καταλαβάινω γιατί πρέπει να είναι a priori καλό να βλέπουμε ντοκιμαντέρ στις αίθουσες.
Με αφορμή τον τίτλο της ταινίας σου τι θα απαντούσες αν σε ρωτούσαν «Τι Ωρα Είναι»; για την Ελλάδα, τους κινηματογραφιστές της, το μέλλον της;
Είναι ώρα να εκτεθούμε. Η ζωή δεν είναι για πάντα. Το λέω για να το ακούω μπας και πάρω μπρος και κάνω καμια ταινία της προκοπής και γίνω επιτέλους ρόμπα αντί να λέω θεωρίες.
Το «Τι Ωρα Είναι;» της Εύας Στεφανής προβάλλεται σε κοινό πρόγραμμα με το «100 (Αλεξάνδρας 173, Αθήνα)» του Γεράσιμου Ρήγα στον κινηματογράφο Δαναό από την Πέμπτη 29 Μαρτίου.
Tags: εύα στεφανή, τι ώρα είναι;, ΓΟΝΑΤΑ