Από το χάραμα μέχρι τη νύχτα, συνεχόμενα, κυκλικά, οι αστυνομικοί της Αμεσης Δράσης ζουν στο κτίριο της Αλεξάνδρας 173, του «100», και μαζί τους ένα κομμάτι της Αθήνας, τόσο αυθεντικό όσο οι κάτοικοί της.
Ο Γεράσιμος Ρήγας παρακολουθεί, σε ανεξάντλητες ώρες υλικού, τους αστυνομικούς του 100: πώς κάθονται, πώς μιλάνε μεταξύ τους, το ρυθμό της δουλειάς τους και, κυρίως, πώς απαντούν στα τηλεφωνήματα των πολιτών και ποια είναι τα ζητήματα για τα οποία χρειάζονται βοήθεια, γρήγορα, οι Αθηναίοι.
Η ματιά του Ρήγα είναι διεισδυτική και σταθερή: υπνωτική σε ρυθμό, εξιταριστική σε περιεχόμενο. Μια κάμερα – καθρέφτης, με επικοινωνία τόσο προσωπική, που όχι απλώς κάνει τους αστυνομικούς να μοιάζουν διαφανείς, αλλά περνά και μέσα στην τηλεφωνική γραμμή, δημιουργώντας εικόνες φανταστικές των πραγματικών ανθρώπων που βρίσκονται στην άλλη άκρη του ακουστικού. Ποτέ δεν έχουμε βρεθεί τόσο κοντά στο χτύπο της καρδιάς της πόλης, όταν είναι φοβισμένη, όταν εκφράζεται βίαια ή ρατσιστικά, όταν απλώς παραλογίζεται.
Μπορεί να μοιάζει παράξενο το πώς η αστυνομία επέτρεψε στον σκηνοθέτη να… στήσει το αντίσκηνό του μέσα στα γραφεία της Αλεξάνδρας, μπορεί όμως και εκεί να βρίσκεται η απάντηση στο ότι το ντοκιμαντέρ μοιάζει πιο ανώδυνο, πιο θετικό από την εικόνα που μάλλον κρύβεται στην καθημερινότητα της Αμεσης Δράσης.
Παρόλ’ αυτά, η αλήθεια που διαχέεται μέσα από τις ώρες συνομιλιών στις τηλεφωνικές γραμμές συντίθετα σιγά-σιγά και, προτού το καταλάβεις, ζεις μέσα της. Εκεί που παραδίνεσαι στη μονοτονία, εκεί συνειδητοποιείς ότι το κάθε ξεχωριστό περιστατικό είναι μια σημαντική στιγμή στη ζωή του καλούντος. Εκεί που παρατηρείς τη ρουτίνα των αστυνομικών, διακρίνεις τις στιγμές της βαρεμάρας, της κατάχρησης εξουσίας, της εμπάθειας, της ανοησίας ή της ενεργητικότητάς τους. Εκεί που χτυπάει ένα ακόμα τηλέφωνο, διαπιστώνεις ότι οι Αθηναίοι έχουν ξεφύγει στο ρατσισμό, ενοχλούνται με το παραμικρό, ή ρίχνουν τις ευθύνες στους λάθος στόχους.
Πιθανότατα εάν η διάρκεια της ταινίας ήταν μικρότερη, η επίδρασή της να είχε μεγαλύτερη δύναμη, πιο συμπυκνωμένη. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει κέρδος στην παράδοση του θεατή στους αργούς χτύπους του ρολογιού. Είναι ο ρυθμός της Αθήνας, στα χειρότερά της, στα πιο αληθινά της.
Η ταινία προβάλλεται σε κοινό πρόγραμμα με το «Τι Ωρα Είναι;» της Εύας Στεφανή.