Είναι κι οι δυο κοντά στα πενήντα, δυο αγόρια από τη Σικελία που συναντήθηκαν μόνο αφού μεγάλωσαν κι έστησαν μαζί τη δημιουργική τους πορεία. Τους γνωρίσαμε το 2013, με το βραβευμένο στις Κάννες «Salvo» και θαυμάσαμε το σινεμά τους: σινεμά είδους, με σύντομα ταξίδια στη φαντασία, αλλά με θεμέλια στη σκοτεινή, βιωματική πραγματικότητα της Σικελίας και του κόσμου του οργανωμένου εγκλήματος.
Δείτε ακόμη: Φάμπιο Γκρασαντόνια & Αντόνιο Πιάτζα, οι σκηνοθέτες του «Salvo» στην κάμερα του Flix
Φέτος, με τη νέα τους ταινία, «Τα Μυστήρια της Σικελίας», αποδείχθηκαν ακόμα πιο συναρπαστικοί, αφηγούμενοι ως εφιαλτικό, σαγηνευτικό παραμύθι, ιδωμένο από τα μάτια ενός κοριτσιού, το πραγματικό περιστατικό της ομηρίας του μικρού Τζουζέπε Ντι Ματέο από την Κόζα Νόστρα στη Σικελία του '90. Ο Φάμπιο Γκρασαντόνια κι ο Αντόνιο Πιάτσα, σε εκπληκτική αρμονία μεταξύ τους, βρέθηκαν στην Αθήνα, ως προσκεκλημένη των Νυχτών Πρεμιέρας και μας μίλησαν για όσα θεωρούν όμορφα και τρομακτικά, για το οργανωμένο έγκλημα και το μεγαλείο της ανθρώπινης συνεύρεσης. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπαν.
Αντόνιο Πιάτσα: Εχουμε κι οι δυο προσωπικό σύνδεσμο με το περιστατικό που περιγράφει η ταινία μας. Η ιστορία του Τζουζέπε Ντι Ματέο ήταν πολύ επώδυνη όταν συνέβη, σόκαρε την ιταλική κοινή γνώμη του ’90, ήταν η επιτομή του τρόμου εκείνης της περιόδου. Αλλά μετά, ως επί το πλείστον ξεχάστηκε. Οι νέοι, όπως κι οι ηθοποιοί της ταινίας μας, δεν είχαν ιδέα για όσα συνέβησαν. Υπήρχε μόνο μια γενική ανάμνηση. Αλλά για μας ήταν πάντα μια πληγή, ήταν μια φρικτή στιγμή. Κι οι δυο μας, ενώ δεν γνωριζόμασταν τότε, μετά απ’ αυτό αποφασίσαμε να φύγουμε από τη Σικελία, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να έχεις κάποια αίσθηση μέλλοντος. Ηταν μια τρομακτική ιστορία, χωρίς δυνατότητα εξιλέωσης. Δεν υπήρχε θετική πλευρά για κανέναν, απολύτως, από τους εμπλεκόμενους. Το 2011, διαβάσαμε ένα διήγημα, ενός Ιταλού συγγραφέα, κι αυτό ήταν η έμπνευση. Στο διήγημα, η Λούνα μεγαλώνει, ενηλικιώνεται και στοιχειώνεται για πάντα από τη μορφή του Τζουζέπε, πηγαίνει σε άσυλο, είναι διαφορετική η πορεία της. Αλλά η ιδέα ήταν να αφηγηθούμε την ιστορία από την οπτική ενός συνομιλήκου του Τζουζέπε, κάποιον που τον αγαπά. Κι αυτή ήταν η αφετηρία μας, είπαμε ότι έπρεπε να κάνουμε αυτή την ταινία, ως μια πράξη αγάπης προς τον Τζουζέπε, για να του προσφέρουμε αυτό που δεν είχε στη ζωή του, μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού που τον αγαπά, αλλά και γενικώς, να πούμε την ιστορία με τη φωνή των παιδιών της Σικελίας, να δουλέψουμε με τα παιδιά της Σικελίας. Κι αφού η Λούνα έχει εμμονή με την εξαφάνιση του Τζουζέπε, η ιστορία ξεκινά με το στοιχείο του φανταστικού, με τα όνειρα, ακόμα κι εφιάλτες, ακόμα και σχιζοφρενικά, αλλά το μυαλό της είναι δημιουργικό, γεμάτο φαντασία. Αλλά κι εμείς ήμασταν παιδιά το ’80 και το ’90 κι ο τρόπος που αντιμετωπίσαμε, ή αφομοιώσαμε κι εμείς την ιστορία, ήταν ενισχυμένος από τη φαντασία μας. Ηταν σαν να επαναστατούμε στην πραγματικότητα, με τη φαντασία μας.
Φάμπιο Γκρασαντόνια: Είχαμε ανάγκη να κάνουμε μια πράξη αγάπης γι’ αυτά τα παιδιά, να αντιμετωπίσουμε την ευθύνη μας, να διαχειριστούμε μια ιστορία ενός κοριτσιού που πάσχει από σχιζοφρένεια. Γι’ αυτό χρειάστηκε να τα καλύψουμε όλα αυτά μ’ ένα σινεμά είδους. Στο επίπεδο της πραγματικότητας, η φαντασία μας επέτρεψε να εισέλθουμε σ’ ένα σκοτεινό παραμύθι φαντασμάτων. Στο φαντασιακό επίπεδο, είναι μια απίστευτη, σικελική ιστορία αγάπης. Το παραμύθι μας βοήθησε να φτάσουμε εκεί όπου έπρεπε.
ΑνΠ: Κάθε ελπίδα συνδέεται με τη νέα γενιά. Η επιλογή μας ήταν ιστορική, η συζήτηση της εποχής ήταν η συζήτηση του φόβου, το πού βρισκόμασταν ως κομμάτι αυτού του κόσμου. Υπάρχει μια σύνδεση της ταινίας με το σήμερα. Η νέα γενιά είναι διαφορετική. Οταν ήμασταν παιδιά, ο κόσμος γύρω μας ήταν τυφλός, έκλεινε τα μάτια, αρνούνταν την ύπαρξη της Μαφίας, ή την αρνούνταν ως πολιτική δομή, σε σύνδεσμο με την πολιτική σκηνή. Η σικελική Μαφία ήταν πολύ καλά οργανωμένη κι όλοι το αρνούνταν. Τουλάχιστον τώρα όλοι αναγνωρίζουν την ύπαρξή της. Το στρατιωτικό τμήμα της νικήθηκε. Η οικονομική της δύναμη, όχι μόνο στη Σικελία, αλλά σ’ ολόκληρο τον ιταλικό νότο, είναι ακόμα απίστευτα ισχυρή. Και σε άλλες περιοχές, ακόμα ελέγχουν απόλυτα τον τόπο. Επενδύουν παντού, στη Βόρεια Ιταλία, στην Ευρώπη. Η τρομερή αλήθεια, που δεν ομολογεί κανένας πολιτικός, είναι πως ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι ξέπλυμα χρήματος, με επίκεντρο το Λονδίνο. Η Σικελία είναι η Ιταλία. Για να καταλάβεις τι θα συμβεί στο κοντινό μέλλον στην Ιταλία, πρέπει να δεις τη Σικελία, να ζήσεις για λίγο εκεί και να βιώσεις το παρόν της.
ΦΓκ: Η ατμόσφαιρα τώρα δεν είναι τόσο ζοφερή όσο το ’80 και το ’90 και η Κόζα Νόστρα, έχει διαπράξει εκατοντάδες χιλιάδες φόνους, αλλά όχι πια. Υπάρχει ένα πολιτικό κενό. Δεν ξέρουμε ακόμα τι θα προκύψει από αυτό το κενό, εμπεριέχει έναν κίνδυνο, αλλά για να δούμε τι θα συμβεί, πρέπει να περιμένουμε.
ΑνΠ: Οσο διαρκούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα, υπήρχε μια τεράστια εξουσία του οργανωμένου εγκλήματος, σ’ όλο τον κόσμο, αλλά ειδικά στη Σικελία και ο κόσμος ήταν διχασμένος. Είχαμε το δυνατότερο κομμουνιστικό κόμμα στον Δυτικό Κόσμο αλλά δεν μπορούσε να πάρει την εξουσία και τους Χριστιανοδημοκράτες που ήταν διεφθαρμένοι και συνδεδεμένοι με το οργανωμένο έγκλημα – κατέρρευσαν. Αυτά τα ξέρουμε, αλλά ακόμα δεν ξέρουμε πού πηγαίνουμε. Αυτό, στη Σικελία είναι πολύ δυνατό.
ΦΓκ: Η Σικελία, οικονομικά, είναι στο μηδέν, αλλά στις εκλογές είναι τρομερά σημαντική. Οπότε, όλα τα κόμματα βρίσκουν το δικό τους τρόπο να «σώσουν» το μέρος. Κάθε φορά, πριν τις εκλογές, δίνουν χρήματα σ’ αυτά τα τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους της Σικελίας, γιατί κάνουν τη διαφορά. Και τώρα είμαστε σε περίοδο εκλογών...
Η κοινωνία της καταπίεσης που έχτισε η Μαφία, νίκησε την ανθρωπιά, καταστρέφοντας κάθε πιθανότητα ομορφιάς στη Σικελία.»
ΑνΠ: Η Σικελία είναι, πάντα, η έμπνευσή μας. Οταν ήμασταν νέοι, βιώσαμε τη χειρότερη περίοδο της ιστορίας της. Αυτό που μας ελκύει, όμως, δεν είναι η Μαφία με την έννοια του τι συμβαίνει τώρα, της πραγματικότητας, μιας διάλεξης πάνω στο θέμα. Το ενδιαφέρον μας βρίσκεται στο πώς, τόσα πολλά χρόνια καταπίεσης διαμόρφωσαν το μυαλό και την ψυχή μας. Η ανθρωπολογία ενός ιταλικού πολιτισμού.
ΦΓκ: Ηταν ξεκάθαρα, σαν να ζεις σ’ ένα απολυταρχικό καθεστώς.
ΑνΠ: Είναι ακριβώς όπως με την ΕΣΣΔ, όπου θ’ ακούσεις ότι νίκησαν τον κομμουνισμό. Δεν είναι αλήθεια, ο κομμουνισμός νίκησε, αφού πρώτα πρόλαβε να καταστρέψει κάθε πιθανό στοιχείο ομορφιάς. Το ίδιο ακριβώς συνέβη στην εποχή μας. Προερχόμαστε από έναν μαγικό τόπο, πολλοί αρχαιοελληνικοί μύθοι έχουν ως τον τόπο της χαράς τους τη Σικελία, έχουμε στοιχεία Ελλήνων, Αράβων, Χριστιανών, μια πλούσια λογοτεχνία και τέχνη που τα συνδυάζει όλα αυτά. Κι αυτή η κοινωνία της καταπίεσης νίκησε την ανθρωπιά, καταστρέφοντας κάθε πιθανότητα ομορφιάς. Κι όταν γεννιέσαι και μεγαλώνεις στη γη της ασχήμιας, έχεις πρόβλημα. Το θίγουμε και στην ταινία μας αυτό. Τα ερείπια βρίσκονται εκεί, αλλά δεν μπορείς να τα δεις, δεν μπορείς να φανταστείς έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, τρόπο επικοινωνίας και συνδέσμου με άλλους ανθρώπους. Αυτό ακριβώς ήταν που μας ενδιέφερε.
ΑνΠ: Πάντα ανταλλάσσουμε ιδέες κι όταν προκύπτει κάτι ιδιαίτερο, αναγνωρίζουμε κι οι δυο ότι μπορούμε να το κάνουμε δικό μας. Μετά, ακολουθεί μια μακριά περίοδος προετοιμασίας, στην οποία το σενάριο παίρνει τον περισσότερο χρόνο. Είναι πραγματικά σαν να χτίζουμε κάτι, έχουμε συγκρούσεις, αλλά μπορούμε ο καθένας ν’ αναγνωρίσει τι είναι καλύτερο και να επενδύσουμε σ’ αυτό. Οταν τελειώσει το σενάριο, τότε αρχίζουμε να σκεφτόμαστε τη σκηνοθεσία, τεχνικά στοιχεία, τον ήχο, τη φωτογραφία και τα ενσωματώνουμε στο σενάριο. Ετοιμάζουμε τα πάντα στην προπαραγωγή, το προτιμάμε αυτό, να είμαστε έτοιμοι για όλα. Φυσικά υπάρχουν απρόοπτα, ή αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών, αλλά οι βασικές αποφάσεις έχουν ληφθεί. Ο Φάμπιο δουλεύει περισσότερο με τους ηθοποιούς και μετά κάθεται, τεμπέλικα, μπροστά στο μόνιτορ!
ΦΓκ: Τα τελευταία χρόνια είναι καταπληκτικά για το ιταλικό σινεμά. Εκτός από τους διάσημους σκηνοθέτες, σαν τον Ματέο Γκαρόνε, τον Πάολο Σορεντίνο, υπάρχει μια νέα γενιά που κάνει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Δεν είναι ένα δομημένο ρεύμα, ο καθένας είναι μόνος του, αλλά έχει ζωντάνια και δημιουργικότητα. Κι είναι σημαντικό ότι πολλοί απ’ αυτούς τους σκηνοθέτες αναγνωρίζονται έξω από την Ιταλία, σε σημαντικά Φεστιβάλ, οι ταινίες τους πωλούνται σε πολλές χώρες. Η συνάντησή τους με το ιταλικό κοινό εξακολουθεί να είναι προβληματική, η διανομή είναι δύσκολη, επιπλέον το κοινό που πηγαίνει πια σινεμά είναι όλο και μεγαλύτερης ηλικίας, οι νέοι πηγαίνουν μόνο σε υπερηρωικές ταινίες. Οι Ιταλοί είναι επιφυλακτικοί προς το ιταλικό σινεμά, επειδή για τόσα πολλά χρόνια έβλεπαν μόνο βλακείες. Κι έτσι τώρα πρέπει να πολεμήσεις σκληρά για να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους, να βρεις το χώρο σου. Εμείς προσπαθούμε να κάνουμε κάτι ασυνήθιστο, οι ταινίες μας δεν είναι απόλυτα ρεαλιστικές, είναι μάλλον ταινίες είδους. Με το «Sicilian Ghost Story», το ενδιαφέρον είναι ότι, με δική μας πίεση, έγιναν προβολές για παιδιά και πήγαν πάρα πολύ καλά κι έτσι τώρα διοργανώνονται προβολές για σχολεία, που για εμάς είναι ένα εκπληκτικό δώρο, είναι ακριβώς αυτό που θέλαμε να πετύχουμε με την ταινία, να φτάσει στα παιδιά και, μάλιστα, όχι μόνο στα παιδιά των ιδιωτικών σχολείων, αλλά στα προάστια, στα χωριά. Κάποια απ’ αυτά τα παιδιά, αν το πιστεύεις, μπαίνουν για πρώτη φορά σε κινηματογράφο. Μας βοήθησε το γεγονός ότι η ταινία έχει το στοιχείο του παραμυθιού κι αυτό κάνει το συναισθηματικό ταξίδι πιο εύκολο.
ΑνΠ: Στις ταινίες μας, το «καλό» πάντα προκύπτει από μια συνάντηση δυο ανθρώπων, που ανοίγει νέες πιθανότητες, αλλά καταστρέφει την πρότερη ταυτότητά σου. Εκεί είναι που προκύπτει η ελπίδα. Μια συνάντηση μ’ έναν άλλο άνθρωπο, σε μια χρονική στιγμή, για ένα συγκεκριμένο λόγο, είναι αυτό που μπορεί να σε αλλάξει, να ανοικοδομήσει την εμπιστοσύνη σου στον άνθρωπο. Μπορείς να διασώσεις την αξιοπρέπειά σου ως άνθρωπος, μόνο σε συσχετισμό με έναν άλλον άνθρωπο, ή πολλούς. Και για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να υποφέρεις! Χωρίς oδύνη, λυπάμαι, δεν υπάρχει ελπίδα.
ΦΓκ: Μπορεί, τελικά, ο οπτιμισμός να μην μας ταιριάζει ως λέξη! Νομίζω ότι νιώθουμε πιο άνετα με μια λεπτή ειρωνεία απέναντι στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση.