
Η Ταινία
Υπάρχει άχαστη ατάκα στο φλερτ; Υπάρχει ρακέτα που δε χάνει ποτέ; Στον κόσμο των χαμένων μπορεί να είναι κανείς νικητής; Μια (εθνική) coming of age κωμωδία για τις ήττες που μας κάνουν αυτό που είμαστε.
Ο Σκηνοθέτης
Ο Μάνος Παπαδάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη. Σπούδασε οικονομικά και κινηματογράφο στη Θεσσαλονίκη, τη Μάλαγα και την Αθήνα. Το «Κάνε Αυτό που Πρέπει» είναι η 2η μικρού μήκους ταινία του ως σκηνοθέτης, η 4η ως σεναριογράφος και η 6η ως παραγωγός. Ζει στην Αθήνα μαζί με τη σύντροφό του, τον 8χρονο γιο τους και τις δύο τους γάτες. Παρότι εργάζεται στη βιομηχανία του ελληνικού κινηματογράφου, δηλώνει ευτυχισμένος.
Εξι ερωτήσεις για το «Κάνε Αυτό που Πρέπει»:
Πώς επιλέξατε το θέμα της ταινίας σας, ποια ήταν η αρχική ιδέα, ποια η ανάγκη να αφηγηθείτε αυτή την ιστορία;
Η έμπνευση του σεναρίου ήταν τα αμέτρητα απογεύματα που πέρασα ως προέφηβος και έφηβος παίζοντας πινγκ πονγκ στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η ανάγκη μου για να πω αυτήν την ιστορία ήταν να καταλάβω πώς έφτασα εδώ που έχω φτάσει. Πώς πέρασαν τα χρόνια. Ισως και μια ανάγκη να κρατήσω ζωντανές τις αναμνήσεις. Να τις κατοχυρώσω με ένα τρόπο.
Τι σας δυσκόλεψε στην πραγματοποίηση της ταινίας, τι σας έφερε μεγάλη χαρά, ή τι σας εξέπληξε - θετικά ή αρνητικά;
Παρά την αύξηση των χρημάτων που δίνονται για τις μικρού μήκους ταινίες από την ΕΡΤ και τον ΕΚΚΟΜΕΔ, τα χρήματα και πάλι δεν είναι αρκετά, έτσι κι αλλιώς το κόστος κατασκευής μιας ταινίας έχει ανέβει κατακόρυφα. Περισσότερο από ποτέ, μου φάνηκε αδιανόητα εξαντλητικό να ζητάω από τόσους ανθρώπους να εργαστούν τόσο μα τόσο σκληρά και τόσο μα τόσο πολύ ενώ αναλογικά πληρώνονται τόσο μα τόσο λίγο. Αυτό που με εξέπληξε θετικά είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι τα δώσανε όλα για όλα για να πούμε την τρελοϊστορία μου. Δώσανε αγάπη ρε παιδί μου. Ενα κομμάτι χαρτί 20 σελίδων (το σενάριο) μας έφερε κοντά και μας έκανε να ζούμε αγκαλιασμένοι και μονιασμένοι τη μια διαβολοβδομάδα μετά την άλλη. Κι έχοντας κλείσει αισίως 13 χρόνια στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή, κι ενώ όλα τριγύρω αλλάζουν, τελικά αυτό που εξακολουθεί για μένα να είναι ο μεγάλος πλούτος της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής είναι οι εργαζόμενοι σε αυτήν. Εμείς. Το συνεργείο. Οι ηθοποιοί. Τα παιδιά στο post production. Οικογένεια, όχι αστεία. Με συγκινεί το δόσιμό τους και θα είναι πάντα για μένα παρακαταθήκη για τη ζωή.
Η ελληνική κινηματογραφική κοινότητα βρίσκεται σε αναβρασμό την τελευταία περίοδο. Πόσο αφορά αυτό τους/τις σκηνοθέτες της δικής σας γενιάς και ποια βήματα θα θεωρούσατε ως βελτίωση;
Οπως προανέφερα είμαι 13 χρόνια στο χώρο, δεν θυμάμαι ποτέ να μη βρισκόμαστε σε αναταραχή, δε θυμάμαι ποτέ να μην υπάρχει ανασφάλεια, αβεβαιότητα και μια αίσθηση ότι τα πάντα μπορεί να καταρρεύσουν ανα πάσα στιγμή όσον αφορά την κρατική υποστήριξη προς τον ελληνικό κινηματογράφο. Οι μικρομηκάδες είναι και αυτοί εργαζόμενοι του χώρου οπότε θεωρώ την ερώτηση αυτονόητη, τους αφορά όσο αφορά κάθε ενήλικα η οικονομική του επιβίωση μήνα με το μήνα και η ασφάλεια στον κλάδο εργασίας του. Οσον αφορά το τι θα μπορούσε να βελτιωθεί; Επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια κάθε φορά. Είναι γελοίο, σισύφειο, η μέρα της μαρμότας σε όρους κινηματογραφικής διαβίωσης και αξιοπρέπειας. Ο Μπιλ Μάρεϊ στο τέλος της ταινίας τα καταφέρνει, όμως έχει την πολυτέλεια να ξυπνάει κάθε μέρα το ίδιο νέος. Οι Ελληνες κινηματογραφιστές γίνονται ομιχλιστές, φτιάχνουν την ομάδα ορατότης μηδέν, προσπαθούν να βελτιώσουν την κατάσταση συμμετέχοντας σε κομβικές κρατικές θέσεις. Κάθε «μέρα» που ξεκινάει όμως τα προβλήματα παραμένουν, ανακυκλώνονται. Οι Ελληνες κινηματογραφιστές, σε αντίθεση με τον Μάρεϊ, μεγαλώνουν. Και οι γενιές περνάνε, οι κυβερνήσεις αλλάζουν. Αλλά ο ασθενής παραμένει βαριά άρρωστος. Δεν μπορώ να πω τι θα μπορούσε να αλλάξει. Είναι τόσα πολλά.
Είναι οι πλατφόρμες και το streaming μια ευκαιρία για τη διανομή και προβολή της μικρού μήκους ταινίας; Ποιες άλλες λύσεις θα βλέπατε προκειμένου η μικρού μήκους ταινία να φτάσει σε περισσότερο κόσμο;
Αρχικά θα πρέπει να ξεκινήσουμε να βλέπουμε την ταινία μικρού μήκους ως ένα εμπορικό προϊόν που και κοινό έχει και ευέλικτο είναι όσον αφορά τον χρόνο θέασης που του αναλογεί. Οι μικρομηκάδες θα έπρεπε να πληρώνονται για κάθε προβολή της ταινίας τους, όπου κι αν προβάλεται αυτή, κάτι που, πιστέψτε με, δεν είναι το σύνηθες. Από 'κει και πέρα εγώ βρίσκω ότι οι πλατφόρμες είναι ιδανικό μέσο για να ειπωθεί μια οπτικοακουστική ιστορία διάρκειας 30' και κάτω, μπορείς να τις παρακολουθήσεις στο μετρό, σε μια ουρά αναμονής, είναι σίγουρα πιο ποιοτική ασχολία από το να «χαζέψεις» στο ίντερνετ. Οταν έρθει η ώρα μπορείς να δεις την ταινία και υπό καλύτερες συνθήκες, μια καλή μικρού μήκους δεν εξαντλείται στη μία θέαση. Και για να συνδέσουμε την παραπάνω ερώτηση περί βελτίωσης του κινηματογραφικού γίγνεσθαι με την συγκεκριμένη, δεν θα μπορούσε για παράδειγμα το υπουργείο πολιτισμού να επιχορηγεί την προβολή ταινιών μικρού μήκους πριν από τις προβολές των μεγάλου μήκους ταινιών στα σινεμά; Εγώ δεν είδα ποτέ έναν θεατή να μην ευχαριστιέται ένα τέτοιο διπλό combo. Και κατευθείαν έτσι οι μικρομηκάδες αποκτούν εξωστρέφεια. Παύουν οι μικρού μήκους να είναι μονάχα ένα σκαλοπάτι που θα οδηγήσει τον σκηνοθέτη στην μεγάλου μήκους. Αποκτούν υπόσταση. Η λογοτεχνία δίνει ένα ωραίο παράδειγμα. Οι συλλογές διηγημάτων είναι σίγουρα λιγότερο εμπορικές από τα μυθιστορήματα αλλά έχουν τη δική τους αίγλη, το δικό τους φανατικό κοινό και τη δική τους αυταξία. Είναι αυτόνομο λογοτεχνικό είδος με τα τεχνάσματά του και τις ιδιοτροπίες του. Το ίδιο ισχύει και για τις μικρού μήκους ταινίες. Δεν είναι απλή υπόθεση να «αγκιστρώσεις» το μυαλό και το συναίσθημα του θεατή μέσα σε τόσο λίγο φιλμικό χρόνο.
Τι σημαίνει το Φεστιβάλ Δράμας για εσάς, αλλά και για το σημερινό κινηματογραφικό τοπίο; Τι προσδοκίες έχετε από τη νέα καλλιτεχνική διεύθυνση;
Για μένα προσωπικά το Φεστιβάλ Δράμας είναι ένας σταθμός στην πορεία μου στο σινεμά. Με το που τελείωσα τη σχολή δούλεψα στο φεστιβάλ, εκεί γνώρισα τον Παύλο Ιορδανόπουλο με τον οποίο αργότερα έκανα την πρώτη μου ταινία. Εκεί έχω γνωρίσει κι άλλους πολλούς μετέπειτα συνεργάτες μου. Στο γενικότερο πλαίσιο τώρα, αν θέλουμε να δούμε την ταινία μικρού μήκους ως ένα αυτόνομο κινηματογραφικό είδος, τότε το Φεστιβάλ της Δράμας είναι το θεμέλιο αυτού του είδους για μια ολόκληρη χώρα, άρα ό,τι πιο σημαντικό για την επιβίωση και ανάδειξή του. Οσον αφορά τη νέα καλλιτεχνική διεύθυνση. Τα πρώτα δείγματα είναι πολύ θετικά. Ο Γιώργος Αγγελόπουλος είναι ένα παιδί που είχε κάνει εξαιρετική δουλειά όταν βρισκόταν σε μια πολύ νευραλγική θέση στο ΕΚΚ. Μου μοιάζει ιδανικός διάδοχος του Γιάννη Σακαρίδη που επίσης είχε κάνει εξαιρετική δουλειά στη Δράμα. Αν αφήσουν τη νέα ομάδα να κάνει τη δουλειά της μακριά από μικροπολιτικά και τοπικά συμφέροντα είμαι σίγουρος ότι θα τα πάνε εξαιρετικά. Ας αφήσουμε τα παιδιά λοιπόν να δουλέψουν. Φαίνεται να έχουν πολλή όρεξη και μεράκι.
Τι κάνει μία ταινία μικρού μήκους.... μεγάλη;
Για τη μικρού μήκους ισχύει ό,τι και για τη μεγάλου μήκους. Είναι όπως τα είπε κάποτε ο Σάμιουελ Φούλερ: «Film is like a battleground… Love, hate, action, violence, death. In one word, emotion!» Απλώς πρέπει να τα καταφέρεις σε μικρό χρονικό διάστημα. Δυνατό στοίχημα για το δημιουργό, δεν είναι;
Δείτε εδώ το τρέιλερ του «Κάνε Αυτό που Πρέπει»:
Δείτε εδώ την προηγούμενη ταινία μικρού μήκους του Μάνου Παπαδάκη, «Το Νόημα του Αυγούστου»:
Συντελεστές
Πρωταγωνιστούν: Φώτης Λαζάρου, Γιάννης Κριαράς, Ιάσονας Κάπαϊ | Σενάριο - σκηνοθεσία: Μάνος Παπαδάκης | Διεύθυνση φωτογραφίας: Δημήτρης Λαμπρίδης | Μοντάζ: Γιάννης Χαλκιαδάκης | Μουσική - sound design: Κτίρια τη νύχτα | Σκηνικά: Αρτεμις Φλέσσα | Ηχοληψία: Λευτέρης Καμπαλώνης | Κοστούμια: Γεωργία Μπούρα, Κυράννα Γκιόκα | Μακιγιάζ - κομμώσεις: Νίκη Οβάκογλου | VFX: Παντελής Αναστασιάδης | Χρωματική επιδιόρθωση: Μάνθος Σαρδής | Παραγωγός: Γιώργος Πατεράκης | Παραγωγή: Post Room, ΕΚΚΟΜΕΔ, ΕΡΤ, Nomad Productions, A10 Post Production
Φεστιβάλ Δράμας 2025 | Γνωρίστε εδώ όλους τους δημιουργούς και τις ταινίες του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος αλλά και τις ελληνικές ταινίες στα διεθνή προγράμματα του Φεστιβάλ.