Τα ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, από το «Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η Γιαγιά μου» το 1997, μέχρι σήμερα, έχουν καταγράψει, πάντα με ένα μείγμα μελαγχολίας και ατίθασου χιούμορ, την ιδιοσυγκρασία μιας χώρας που διαλύεται χωρίς να φαίνεται, της Ελλάδας. Συχνά οι ταινίες του κατοικούν στην Πίνδο, στον τόπο του, στο Αρματολικό, στα βουνά και τη μοναξιά τους.
Γράψαμε, όταν «Τα Τέρματα του Αυγούστου» έκαναν την πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Μάρτιο, ότι «η ματιά του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου, επίσημα πλέον από τους σπάνιους ανατόμους της πιο τρυφερής, διάφανης, μελαγχολικής πλευράς του μικρού τόπου που δεν κρύβεται ούτε πίσω από την φαινομενική του αθωότητα αλλά θα έδινε τα πάντα για να την υποστηρίξει ως ανεκτίμητη υπεραξία του, προσομοιάζει περισσότερο με τον ρυθμό που αποκτά το βλέμμα όταν στέκει πάνω στο βίωμα και από ανάμνηση το μετουσιώνει σε ένα παρόν που αντιστέκεται στο υπάρχον αφήγημα για την (ελληνική) επαρχία.»
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για τα «Τέρματα του Αυγούστου».
Τα «τέρματα» του Αυγούστου, από την ετυμολογία τους φτιαγμένα να εμπεριέχουν τις έννοιες της νίκης (του γκολ) αλλά και του τέλους (του γηπέδου, του χωραφιού), περιγράφουν μικρές νίκες και μικρά τέλη, μικρές ιστορίες ζωής και θανάτου, μικρά ράθυμα στιγμιότυπα σε εκείνο το «ευλογημένο» μικρό διάστημα του Αυγούστου που λες και η γιορτή της Παναγίας ενεργοποιεί τους έρημους το χειμώνα τόπους και γεμίζουν φωνές, κλάματα, κουτσομπολιά, τον ήχο μιας καθημερινότητας που ζυμώνει και σφάζει με την ίδια ανακουφιστική ησυχία.
Λίγο πριν η ταινία συναντήσει το κοινό στις αίθουσες, ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος μιλά στο Flix για όλες τις αναχωρήσεις και τις επιστροφές που φτιάχνουν τη ζωή, στην επαρχία και μέσα μας.
Τι είναι τα «Τέρματα του Αυγούστου»;
Εξαρτάται ποιος τα βλέπει. Για μένα, πάντως, «Τα Τέρματα του Αυγούστου» είναι μια ταινία για πράγματα που θεωρώ σημαντικά: τη σχέση μας με τη φύση, την επικοινωνία με τον συνάνθρωπό μας, την ομαδικότητα, την αλληλοβοήθεια και την αίσθηση ότι ανήκεις κάπου που έχει μνήμη και παρελθόν.
Γιατί επιστρέφεις διαρκώς στο Αρματολικό; Εχει να κάνει με την οικειότητα ή με κάτι που αναζητάς από ταινία σε ταινία;
Επιστρέφω πρώτα απ’ όλα γιατί το έχω ανάγκη. Το Αρματολικό, αλλά και τα γύρω χωριά που έχουν αποτελέσει σκηνικό των ταινιών μου – ντοκιμαντέρ και μη – είναι ο τόπος μου, η παιδική μου ηλικία. Εκεί, όταν επιστρέφω, νιώθω όλα τα κομμάτια μου να ενώνονται, να γίνομαι κάτι ενιαίο. Επίσης, νιώθω πως εκεί μπορώ να θέσω ερωτήματα, πως ακούγομαι. Και τότε προκύπτουν οι ταινίες. Χαίρομαι όταν οι θεατές, βλέποντας στην οθόνη τον τόπο μου, αναγνωρίζουν και τον δικό τους τόπο· γιατί έτσι διαπιστώνω πως αυτή η διαδικασία δεν αφορά μόνο εμένα, αλλά και άλλους ανθρώπους.
Για μένα «Τα Τέρματα του Αυγούστου» είναι μια ταινία για πράγματα που θεωρώ σημαντικά: τη σχέση μας με τη φύση, την επικοινωνία με τον συνάνθρωπό μας, την ομαδικότητα, την αλληλοβοήθεια και την αίσθηση ότι ανήκεις κάπου που έχει μνήμη και παρελθόν.»
Κάθε φορά που πηγαίνεις στο χωριό σου, τι νιώθεις να έχει αλλάξει πιο πολύ; Εσύ ή ο τόπος;
Παλιά είχα την εντύπωση πως αλλάζω εγώ, ενώ ο τόπος μένει ο ίδιος. Στην πορεία συνειδητοποίησα πως στον τόπο δεν δίνεται η δυνατότητα να αλλάξει, να εξελιχθεί, γιατί απλώς... καταστρέφεται – ή καλύτερα, τον καταστρέφουμε. Είτε με άχρηστα φαραωνικά έργα, όπως το φράγμα της Μεσοχώρας, είτε με πρόχειρες αποφάσεις και κρατική αδιαφορία. Πανάρχαιες κοιτίδες συνεχούς ομαδικής ζωής, όπως οι ορεινές κοινότητες της πατρίδας μας, έπαψαν να υπάρχουν μέσα σε μερικές δεκαετίες.
Πώς επέλεξες τους ήρωές σου γι’ αυτή την ταινία; Ο αγώνας ποδοσφαίρου ήταν η πρώτη αφορμή;
Ναι, το ποδόσφαιρο ήταν η αφορμή – ένα γεγονός σύντομο αλλά γεμάτο ένταση και ιδιαίτερα αποκαλυπτικό, κυρίως για τη σχέση των νέων με τον τόπο καταγωγής τους. Ηταν επίσης μια καλή ευκαιρία να δω πώς οργανώνεται η καθημερινότητα ενός μικρού χωριού το καλοκαίρι, από ανθρώπους που ζουν κυρίως στις πόλεις και επιστρέφουν για λίγο. Με ενδιέφερε να καταλάβω ποια είναι η σχέση τους με τους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους και αν υιοθετούν τους ίδιους κώδικες συμπεριφοράς που έχουν στην πόλη – την ατομικότητα, το κλείσιμο στο σπίτι, τη δυσπιστία προς τον άλλον. Κατά πόσο, δηλαδή, το χωριό έχει γίνει κάτι άλλο.
Εκτός από τις προφανείς αναλογίες ανάμεσα σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου και την κοινωνία ενός μικρού (ή και μεγάλου) τόπου, τι άλλες αναλογίες ανακάλυψες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;
Ανακάλυψα – και προσπάθησα να το καταγράψω στην ταινία – πως το ποδόσφαιρο, για τους συμμετέχοντες, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα άθλημα που τους διασκεδάζει. Μοιάζει να είναι μια τελετή εμβάπτισης στο παρόν και στο παρελθόν του χωριού, μια επαναβεβαίωση της σύνδεσης με έναν τόπο που έχει μορφή, όρια, παρελθόν και μνήμη. Διαπίστωσα επίσης πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που επιστρέφουν από τις πόλεις αρχίζουν να υπάρχουν και να συμπεριφέρονται με τρόπους που θυμίζουν την παραδοσιακή κοινότητα: έντονη διαπροσωπική επικοινωνία, ομαδικότητα, αλληλοβοήθεια, νοιάξιμο για τον άλλον, κοινές δραστηριότητες. Κι αυτό είναι αισιόδοξο και ελπιδοφόρο, γιατί διαπιστώνεις ότι «δεν χάθηκαν όλα».
Πόση βία κρύβει η ζωή σε ένα ήσυχο, φαινομενικά, ελληνικό χωριό; Και με τι μορφή αυτή ελευθερώνεται εκεί έξω;
Η βία αποτελεί συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης συνύπαρξης, και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά στην περίπτωση μιας μικρής κοινότητας. Δεν θέλαμε να το κρύψουμε· το αντίθετο. Παρατηρούμε όμως πως, παρ’ όλη την ένταση που εκδηλώνεται, εκτονώνεται σχετικά γρήγορα και δεν καταφέρνει να απειλήσει το «κοινοτικό πνεύμα».
Ολοι αυτοί οι άνθρωποι που επιστρέφουν από τις πόλεις αρχίζουν να υπάρχουν και να συμπεριφέρονται με τρόπους που θυμίζουν την παραδοσιακή κοινότητα: έντονη διαπροσωπική επικοινωνία, ομαδικότητα, αλληλοβοήθεια, νοιάξιμο για τον άλλον, κοινές δραστηριότητες. Κι αυτό είναι αισιόδοξο και ελπιδοφόρο, γιατί διαπιστώνεις ότι "δεν χάθηκαν όλα".»
Εχεις υπάρξει μάρτυρας της ερήμωσης του ελληνικού τόπου. Είναι κατάληξη κάποιας λανθασμένης αντίληψης ή κρατικής ανεπάρκειας; Ή μια φυσιολογική εξέλιξη;
Φυσιολογική εξέλιξη η ερήμωση του ελληνικού τόπου δεν είναι σε καμιά περίπτωση. Η αστικοποίηση είναι φαινόμενο διεθνές, αλλά σε καμία άλλη χώρα δεν συνέβη με αυτόν τον βίαιο και καταστρεπτικό τρόπο όσο στη χώρα μας. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά πιστεύω πως ο σημαντικότερος αφορά το κράτος και τις πολιτικές του.
Τέρματα με δίχτυα και τέρματα χωρίς. Υπάρχει μια ελεγειακή υφή στην ταινία σχετικά με το τέλος, τον θάνατο, την εγκατάλειψη, την απώλεια. Τι βλέπεις να έχει χαθεί τελείως πλέον από το χωριό σου;
Η καταστρεπτική αλλοίωση του φυσικού τοπίου έχει σε πολλές περιπτώσεις «παραμορφώσει» τον τόπο, κι αυτό είναι το πιο λυπηρό. Ο Αχελώος ποταμός, που κάποτε λατρευόταν ως θεός, δεν είναι πια ο ίδιος· οι ανθρώπινες παρεμβάσεις αλλοίωσαν τη φυσιογνωμία του. Το φράγμα της Μεσοχώρας, για παράδειγμα – ένα φαραωνικό έργο, μνημείο κακού σχεδιασμού και περιφρόνησης για τη φύση και τον τόπο – επέφερε ένα συντριπτικό πλήγμα στην περιοχή.
Στην ταινία αυτή δοκιμάζεσαι σε πολλαπλά κινηματογραφικά είδη: κωμωδία, μελόδραμα, ακόμη και ποιητικό σινεμά. Ισχύει; Πώς ενσωματώθηκαν όλα αυτά μέσα στο φιλμ;
Ναι, ισχύει. Δεν το επιδίωξα συνειδητά· προέκυψε φυσικά. Η ζωή στο χωριό είναι πλούσια σε διαθέσεις — μπορεί να γελάς και να συγκινείσαι μέσα στην ίδια στιγμή. Ηθελα η ταινία να κρατήσει αυτή τη ρευστότητα. Στην πραγματικότητα, η φόρμα προέκυψε από τους ίδιους τους ανθρώπους και την καθημερινότητά τους: άλλοι έχουν χιούμορ, άλλοι μελαγχολία, άλλοι ποίηση. Εγώ απλώς προσπαθούσα να κρατήσω τον τόνο κάθε στιγμής όπως ήταν, χωρίς να τον επιβάλω. Νομίζω πως αυτό κάνει την ταινία να κινείται ανάμεσα στα είδη, όπως άλλωστε κινείται και η ίδια η ζωή.
Υπάρχει μια άνθιση της τεκμηρίωσης σχετικά με τον μικρό ελληνικό τόπο. Πώς το κρίνεις; Μπορεί να βοηθήσει στην αντίληψη του θεατή για την «αθέατη» Ελλάδα;
Πράγματι, αυτό συμβαίνει και το θεωρώ πολύτιμο και σημαντικό. Για χρόνια, ο μικρός τόπος ήταν εκτός κάδρου — σαν να μην υπήρχε. Τώρα, οι κινηματογραφιστές επιστρέφουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, για να δούμε τι απέμεινε. Ο μικρός ελληνικός τόπος, η «αθέατη» Ελλάδα, γίνεται καθρέφτης για να δούμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Το ντοκιμαντέρ έχει αυτή τη δύναμη: να αποκαθιστά τη σιωπή, να αναδεικνύει το κρυμμένο, να παρουσιάζει την πραγματικότητα όχι ως είδηση αλλά ως συναίσθημα. Κι αν κάτι μπορεί να αφυπνίσει τον θεατή, είναι ακριβώς αυτή η ειλικρίνεια.
Για χρόνια, ο μικρός τόπος ήταν εκτός κάδρου — σαν να μην υπήρχε. Τώρα, οι κινηματογραφιστές επιστρέφουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, για να δούμε τι απέμεινε. Το ντοκιμαντέρ έχει αυτή τη δύναμη: να αποκαθιστά τη σιωπή, να αναδεικνύει το κρυμμένο, να παρουσιάζει την πραγματικότητα όχι ως είδηση αλλά ως συναίσθημα. Κι αν κάτι μπορεί να αφυπνίσει τον θεατή, είναι ακριβώς αυτή η ειλικρίνεια.»
Περιπλανιέσαι ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ. Ποιο σε γοητεύει περισσότερο και πώς μπλέκονται τα δύο;
Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω, ειλικρινά. Για μένα, η μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ είναι δύο όψεις του ίδιου βλέμματος, του ίδιου προβληματισμού για την ύπαρξη και τον κόσμο γύρω μας. Αλλωστε, η πραγματικότητα για να την κατανοήσεις χρειάζεται φαντασία — και η φαντασία, για να αποκτήσει υπόσταση, χρειάζεται πραγματικότητα. Ο κινηματογράφος είναι ακριβώς αυτό: μια γλώσσα ενδιάμεση, ανάμεσα στην τεκμηρίωση και το όνειρο.
Πόσο σε καταβάλλει η μη ανταπόκριση των θεατών στην ελληνική ταινία και ειδικά στο ντοκιμαντέρ;
Δεν με καταβάλλει τόσο, όσο με προβληματίζει. Ο θεατής σήμερα ζει μέσα σε έναν ωκεανό εικόνων που, αντί να αποκαλύπτουν το πραγματικό, το αποκρύβουν. Για να σταθεί ένα ντοκιμαντέρ, πρέπει να βρει τον τρόπο να «επιστρέψει» την πραγματικότητα στον θεατή, να ακουμπήσει κάτι βαθύτερο, πιο αληθινό. Τα ντοκιμαντέρ συχνά κυκλοφορούν σε μικρούς κύκλους — σε φεστιβάλ, σε αίθουσες λίγων ημερών — και εξοστρακίζονται από κανάλια και πλατφόρμες. Οσο ουτοπικό κι αν ακούγεται, ίσως χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τη διανομή όχι ως εμπορική διαδικασία, αλλά ως πράξη εντός μιας κοινότητας: να ξαναφέρουμε τις ταινίες κοντά στους ανθρώπους, όπως κάποτε το καλοκαιρινό σινεμά έφερνε κοντά όλο το χωριό.
Η ελληνική κινηματογραφική κοινότητα βρίσκεται σε αναβρασμό. Πώς το βλέπεις;
Με βρίσκει απολύτως σύμφωνο ο αναβρασμός και τα αιτήματα των συναδέλφων μου. Παρά τα πολλά λόγια και τις παχιές κουβέντες από την κυβέρνηση, δυστυχώς «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Οι γενναίες επιδοτήσεις πηγαίνουν στα ιδιωτικά κανάλια και τα πλατό. Ο ελληνικός κινηματογράφος εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση και συγκαλυμμένη εχθρότητα. Του δίνουν τόσα όσα χρειάζεται για να φυτοζωεί — και να μην πεθάνει. Αυτή είναι δυστυχώς η αλήθεια.
Τι θα ήθελες να νιώσει ή να σκεφτεί κάποιος μετά το τέλος της ταινίας;
Θα ήθελα, καταρχάς, να νιώσει όμορφα· να μην σκεφτεί ότι χαράμισε την έξοδό του. Κι αν η ταινία καταφέρει να του γεννήσει εκείνη τη μικρή μελαγχολία που σε κάνει να σκεφτείς και να κοιτάξεις αλλιώς τον κόσμο γύρω σου — και μέσα σου — τότε ίσως κάτι πέτυχε.
Τον Αύγουστο θα επιστρέψεις στο χωριό;
Ναι. Αλλωστε πάντα επιστρέφω — κι όχι μόνο τον Αύγουστο αλλά όλες τις εποχές του χρόνου, έστω και για μερικές ημέρες. Ονειρεύομαι κάποια στιγμή να μπορώ να περνάω εκεί τον περισσότερο χρόνο μου.
Τα «Τέρματα του Αυγούστου» προβάλλονται από τις 23 Οκτωβρίου, από το CineDoc, στον κινηματογράφο Δαναό, ενώ στις 8 και 9 Νοεμβρίου θα προβληθούν στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Η ταινία προβάλλεται επίσης στις 25 Οκτωβρίου στον Βόλο παρουσία του σκηνοθέτη. Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για την ταινία.
