
Η πρώτη φορά στη ζωή μου, που είχα δει στην οθόνη ευθανασία, υποβοηθούμενο θάνατο, ήταν στην αριστουργηματική «Επέλαση των Bαρβάρων» του Ντενίς Αρκάν. Πολλά χρόνια πριν, είναι ταινία του 2003. Από τότε, ολοένα και συχνότερα, το θέμα του θανάτου, των γηρατειών, του δικαιώματος να επιλέγεις το πώς και πότε θα φεύγεις από τη ζωή απασχόλησε σπουδαίες ταινίες και σκηνοθέτες, ενώ και οι νομοθέτες αναγκάζονται να το αντιμετωπίζουν –με δειλά βήματα.
Και να που και η νέα ταινία του Κώστα Γαβρά , «Η Tελευταία Πνοή» που θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου από τη Rosebud.21, σ’ αυτόν τον δύσκολο, βαρύ κόσμο μας βυθίζει. Πάντα, όμως, με το ιδιαίτερο βλέμμα του μεγάλου σκηνοθέτη. Ναι, η ταινία παρόλο τον πόνο, την αρρώστια και την αγωνία του θέματος καταφέρνει να μπολιάζεται από αισιοδοξία, ακόμα και χαρά, μουσική, ζωή και ελπίδα.
Υπάρχει λόγος. Ο Κώστας Γαβράς βασίστηκε στο βιβλίο «Le Dernier Souffle» των Ρεζίς Ντεμπρέ και Κλοντ Γκράνζ (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gallimard). Ο γιατρός Κλοντ Γκράνζ είναι ειδικός στην παρηγορητική ιατρική, που υποστηρίζει τον ασθενή στις επώδυνες, χρόνιες και τελικές φάσεις της αρρώστιας τους. Δηλαδη, φροντίζει, δεν προκαλεί θάνατο. Ο Γαβράς δημιούργησε το δικό του στόρι. Ενας γιατρός, ο Ογκουστέν Μασέ, κι ένας διάσημος συγγραφέας, ο Φαμπρίς Τουσέν, ερμηνευμένοι από τον Καντ Μεράντ και τον Ντενί Πονταλιντές, συναντιώνται. Συζητούν για τη φιλοσοφία ζωής και θανάτου. Ο γιατρός οδηγεί τον συγγραφέα σε ένα ταξίδι από κρεβάτι πόνου σε κρεβάτι πόνου, από άρρωστο σε άρρωστο στην μονάδα παρηγορητικής ιατρικής, που διευθύνει. Τον μυεί σε μια ομάδα καταπληκτικών επαγγελματιών (γιατρών και νοσηλευτών) που είναι οι σύντροφοι των ασθενών, πάντα παρόντες όταν υποφέρουν. Μέχρι την τελευταία στιγμή.
Με τον Καντ Μεράντ και τον Ντενί Πονταλιντές στα γυρίσματα
Πέντε χρόνια μετά από μια άκρως πολιτική ταινία, τους «Ενήλικες στην Αίθουσα», ο Κώστας Γαβράς, που πριν λίγες μέρες, έκλεισε τα 92 του χρόνια, επιστρέφει με μια ταινία ανθρωπιάς και έγνοιας , που είναι κοντά στην ανθρώπινη αγωνία, κοντά σε όλους μας. Που μας ενώνει και μας δίνει δύναμη.
«Εχω μια φράση στην αρχή, που λέει ότι τον προηγούμενο αιώνα ο Φρόιντ και οι άλλοι ασχολήθηκαν με το σεξ. Σήμερα πρέπει να ασχοληθούμε με τον ατομικό θάνατο –φυσικά, δεν παραβλέπω τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων σε πολέμους», μας λέει ο Κώστας Γαβράς. «Πρέπει να διεκδικήσουμε το δικαίωμα να τελειώνουμε τη ζωή μας σε γαλήνη –πεισμένοι ότι δεν υπάρχει η αθανασία. Κάπου διάβασα ότι το χειρότερο που μας συμβαίνει δεν είναι ο θάνατος, αλλά ο φόβος του θανάτου.»
Η ταινία οφείλεται στο βιβλίο των Γκράνζ-Ντεμπρέ ή προυπήρξε μια δικιά σας έντονη σκέψη πάνω στον θάνατο;
Αρχικά ήταν η προσωπική μου ενασχόληση με το θέμα. Φτάνω σε μια ηλικία, που πλησιάζω το πρόβλημα του θανάτου όλο και περισσότερο. Ολοι οι ανθρωποι του «Ζ» έφυγαν, ο Μοντάν, ο Περέν.. Τους σκεφτόμουνα και έλεγα, «τι μπορούμε να πούμε; τι ταινία μπορεί να γίνει;». Και ξαφνικά έπεσα πάνω στο βιβλίο.
Τον Ρεζίς Ντεμπρέ, που είναι και παλιός σας φίλος, συνήθως τον σκεφτόμαστε να ασχολείται με πιο πολιτικά θέματα. Πως και συνδέθηκε με το γιατρό Κλοντ Γκρανζ;
Τον γνώρισε όταν πήγε στο νοσοκομείο για δική του υπόθεση κι αυτός του μίλησε για όσα έκαναν στη μονάδα Παρηγορητικής Φροντίδας, κάτι που για πρώτη φορά ανακάλυπτε ο Ρεζίς. Ο Γκράνζ είχε γράψει κι ένα βιβλίο, δεν ήταν καλό, λογικό είναι, δεν είναι συγγραφέας, και ζήτησε από τον Ντεμπρέ να κάνει την εισαγωγή. «Να το κάνουμε μαζί», του αντιπρότεινε ο Ρεζίς. Τον βοήθησε με διάφορους τρόπους, οργάνωσε το πλούσιο υλικό, έγραψε εισαγωγή αλλά και επίλογο.
Στα γυρίσματα της ταινίας
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2023. Η ταινία, δηλαδή, έγινε πάρα πολύ γρήγορα. Πώς τα καταφέρατε;
Ο Ρεζίς μού στέλνει πάντα τα βιβλία του. Μου έστειλε κι αυτό, δεν ήμουνα πολύ σίγουρος αν μπορώ να το κάνω ταινία, αν και με ενδιέφερε πάρα πολύ. Ζήτησα από τον Ρεζίς και τον οίκο Γκαλιμάρ να με ειδοποιήσουν αν ενδιαφερθεί κάποιος άλλος να πάρει τα δικαιώματα. Ηθελα να έχω προτεραιότητα. Δούλεψα εντατικά 3-4 εβδομάδες και βρήκα τις λύσεις που ήθελα. Διάβασα και πολύ -από Γιανκέλεβιτς και Εντγκάρ Μορέν μέχρι Ηρακλείδη. Με βοήθησε πολύ το διάβασμα, είναι ένα μαγικό ταξίδι κυρίως όταν διαβάζεις τους Ελληνες φιλοσόφους, που είναι τόσο προσιτοί.
Προσπαθώ να καταλάβω πώς θεωρητικά κείμενα βοηθούν μια τέτοια ταινία.
Στο να πειστώ ότι είναι απαραίτητο να γίνει. Στο ότι μπορεί να με βοηθήσει να δεχτώ το τέλος με απλότητα. Κι αν εγώ το δεχτώ, γιατί όχι και οι άλλοι; Στην αρχή ομολογώ ότι ήταν πολύ δύσκολη η ιδέα και η προοπτική της ταινίας για όλους, η μόνη που δέχτηκε αμέσως ήταν η Μισέλ, η γυναίκα μου. Οταν, όμως, έγινε το σενάριο, όλοι οι ηθοποιοί δέχτηκαν με ενθουσιασμό. Συνέδεσα στο σενάριο τις καταπληκτικές αληθινές ιστορίες του βιβλίου. Τις είπα με τον δικό μου τρόπο. Εγραψα και μερικές δικές μου, όπως της κοινότητας των τσιγγάνων αλλά και των μοτοσυκλετιστών, που αποχαιρετούν όλοι μαζί έναν δικό τους. Δική μου είναι και η ιστορία με την Σαρλότ Ράμπλινγκ.
Στη σύνοψη που μας δόθηκε για την «Τελευταία Πνοή», υπάρχει μια φράση ότι η ταινία είναι ένα είδος φιλοσοφικού-κινηματογραφικού διαλόγου ανάμεσα σε έναν γιατρό κι έναν συγγραφέα. Τρόμαξα ότι θα είναι μια δύσκολη, παλιά, με θεωρίες και μπλαμπλά ταινία. Είδα αντίθετα μια ταινία άμεση, ζωντανή, γεμάτη πρόσωπα -πολλά και δυνατά και ενδιαφέροντα πρόσωπα. Μια κινηματογραφική γλώσσα σοφή και όμορφη. Πως κατακτήσατε αυτή την ισορροπία ανάμεσα στη σκέψη και στη ζωή;
Ο κάθε σκηνοθέτης έχει τον δικό του τρόπο. Στο σινεμά έχεις να διηγηθείς σε μιάμιση-δυό ώρες ιστορίες που διαρκούν μήνες, χρόνια μερικές φορές. Οδηγός είναι το προσωπικό συναίσθημα. Πώς νιώθω; Πώς το βλέπω; Διηγούμαι τις ιστορίες όπως θα ήθελα να τις δω εγώ στον κινηματογράφο, γιατί είμαι ο πρώτος θεατής. Σέβομαι πολύ τους θεατές για να τους γεμίσω με παλιές και πολύ φιλοσοφικές θέσεις. Υπάρχουν, βέβαια, στην ταινία, αλλά περνάνε με απλότητα και έχουν σχέση με το σήμερα. Δούλεψα πολύ το σενάριο, που είναι το πρώτο και πιο σημαντικό πράγμα σε ένα φιλμ. Ζήσαμε πολλά χρόνια στο σινεμά με ανθρώπους, που ήθελαν να εφευρίσκουμε πράγματα όταν γυρίζουμε. Δεν το πιστεύω πια καθόλου αυτό. Πάντα πρέπει να υπάρχει μια βάση πολύ δυνατή.
Φαντάζομαι ότι ακολουθήσατε κιόλας κάποιες φορές τον Κλοντ Γκρανζ στη μονάδα του.
Πήγα πολλές φορές, έζησα μαζί του, φορούσα την λευκή μου μπλούζα (αυτή που φοράει ο Πονταλιντές στην ταινία, η δικιά μου είναι) και είδα πώς συμπεριφέρονται αυτοί οι άνθρωποι, γιατροί και νοσοκόμοι, στους ασθενείς. Καμιά ωραιοποίηση δεν υπάρχει στην ταινία. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνουν είναι πώς να συμπεριφέρονται στους άλλους. Να νιώθει ο άρρωστος ότι έχει κάποιον που τον ακολουθεί, ότι δεν είναι μόνος του. Γιατί το τρομερό πράγμα γι’ αυτούς τους ανθρώπους, όπως μου είπαν όλοι οι γιατροί που συνάντησα, είναι η μοναξιά. Να νιώθεις μόνο σου, ενώ μέσα σου κατά βάθος ελπίζεις ότι δεν πεθαίνεις, είναι τεράστιο φορτίο.
Η ταινία με βοήθησε να αντιμετωπίσω τον φόβο του θανάτου. Νοιώθω και προσπαθώ να το νοιώσω ακόμα περισσότερο αυτό που λέμε «γαλήνη». Μου αρέσει αυτή η λέξη, δεν βρίσκω κάποια τόσο ωραία στη γαλλική γλώσσα. Εχω έναν καλό φίλο, τον Εντγκάρ Μορέν. Ξέρετε πόσων χρονών είναι; 103! Του έδειξα την ταινία, του άρεσε πολύ.»
Αυτή τη στιγμη ασχολούμαστε όλοι κυρίως με την ευθανασία. Εσείς ρίχνετε το βάρος της ταινίας σας σε μια μέση οδό. Στην παρηγοριά, τη φροντίδα, την συντροφιά των ανθρώπων, που πλησιάζουν στο τέλος. Για μένα αυτό είναι και πιο πολιτικό, γιατί απαιτεί από το κράτος τεράστιο έργο, κονδύλια για κλινικές, εκπαίδευση κλπ.
Ακριβώς, εστίασα στην ανάγκη να έχουμε έναν αξιοπρεπή και γαλήνιο θάνατο. Δεν υπάρχει σήμερα αυτό σχεδόν πουθενά. Τι κάνουμε; Βάζουμε τους ηλικιωμένους σε οίκους ευγηρίας, σε εταιρείες, δηλαδή, που βγάζουν κέρδη. Κι αυτός είναι ένας πρώτος θάνατος. Κάθε φορά, που βλέπω τον αδελφό μου, του λέω, «όταν γίνω εντελώς γκαγκά θα ρθείς να μου κάνεις μια ένεση».
Είναι γιατρός ο αδελφός σας;
Γιατρός ερευνητής στη Βοστώνη… «Εγώ δεν έκανα σπουδές γι’ αυτό», μου απαντάει.
**Υπάρχουν, όμως και γιατροί που θα ήθελαν αυτή την ένεση να την κάνουν και δεν μπορούν.
Ναι, και είναι νομίζω πολλοί. Γιατροί που αντιδρούν σε πανάκριβες, χωρίς λόγο θεραπείες και εξετάσεις, που οι συγγενείς απαιτούν από αγάπη, ακόμα κι όταν ο άνθρωπος τους δεν έχει καμμιά απολύτως ελπίδα. Και είναι κι άλλα, πρέπει να τους ταίζουν, να τους καθαρίζουν.. Πρέπει να μάθουμε μόνοι μας να το ζητάμε κάποια στιγμή το αξιοπρεπές τέλος, ξέρω πόσο δύσκολο είναι. Το να λέμε «μην επιμένετε άλλο, παρακαλώ» είναι η τελειότητα.
Το κέντρο αυτό του Κλοντ Γκράνζ είναι κρατικό;
Φυσικά, ανήκει σε ένα μεγάλο νοσοκομείο, μπορεί να πάει όποιος θέλει. Δυστυχώς υπάρχουν πολύ λίγα στη Γαλλία, μόνο για 2000 ασθενείς, ενώ υπάρχουν πάνω από 200.000 άτομα, που έχουν ανάγκη να τελειώσουν τη ζωή τους. Και ο νόμος, που έχουν κάνει στη Γαλλία, που εμένα δεν μου αρέσει καθόλου, λέει μόνο ότι όταν νιώθει ο γιατρός ότι έχεις φτάσει κοντά στο τέλος, μπορεί να σου κάνει μια ένεση, όχι να πεθάνεις, αλλά να κοιμηθείς. Και κοιμισμένος πεθαίνεις.
Γιατί δεν σας αρέσει αυτό;
Είναι λίγο υποκριτικό. Και φρικτό, γιατί η διαδικασία θανάτου μπορεί να διαρκέσει μιά εβδομάδα, ενώ κοιμάσαι με στέρηση νερού, φαρμάκων κλπ. Με ενδιαφέρει πολύ αυτό που κάνουν στην Ελβετία, που πεθαίνεις πέντε λεπτά μετά την ένεση. Πρέπει να υπάρχουν και τέτοια μέρη, σήμερα είναι λίγα, Βέλγιο, Ολλανδία, Αμερική. Εκτός νοσοκομείων, στα νοσοκομεία πηγαίνεις για να θεραπευτείς.
Με τον Καντ Μεράντ
Πως διαλέξατε τον πρωταγωνιστή σας, τον Καντ Μεράντ; Θέλατε να έχει κάτι από το φιζίκ και τον αέρα του πραγματικού γιατρού;
Καθόλου. Ο Κάντ Μεράντ είναι ένας διάσημος Γάλλος ηθοποιός, που κάνει μόνο κωμωδίες και αυτοσχεδιασμό. Τον ενδιέφερε, όμως, να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό.
Κι έχετε και τον πολυαγαπημένο στην Ελλάδα (τον βλέπουμε πότε πότε και σε παραστάσεις) Ντενί Πονταλιντές στο ρόλο του συγγραφέα.
Παίζει πρώτη φορά σε ταινία μου. Κατά τη γνώμη μου είναι χωρίς αμφιβολία ο πιο μεγάλος Γάλλος ηθοποιός. Ο ρόλος του είναι πολύ δύσκολος. Γιατί έχει κι ένα προσωπικό ιατρικό πρόβλημα, αυτό το δημιούργησα εγώ στο σενάριο.
Είστε καλύτερα τώρα που κάνατε αυτή την ταινία απέναντι στον θάνατο;
Ωραία ερώτηση. Ναι, σίγουρα είμαι. Η ταινία με βοήθησε να αντιμετωπίσω τον φόβο του θανάτου. Νοιώθω και προσπαθώ να το νοιώσω ακόμα περισσότερο αυτό που λέμε «γαλήνη». Μου αρέσει αυτή η λέξη, δεν βρίσκω κάποια τόσο ωραία στη γαλλική γλώσσα. Εχω έναν καλό φίλο, τον Εντγκάρ Μορέν. Ξέρετε πόσων χρονών είναι; 103! Του έδειξα την ταινία, του άρεσε πολύ.
Στα γυρίσματα
Στις 15 Ιανουαρίου, ο Κωστας Γαβράς αναγκάστηκε στις 15 Ιανουαρίου να βρεθεί ενώπιον της κοινοβουλευτικής επιτροπής για την βία στο χώρο της τέχνης και των μίντια. Ως Πρόεδρος της Γαλλικής Ταινιοθήκης, ο σκηνοθέτης, μαζί με δυό ακόμα κορυφαία στελέχη του θεσμού, απολογήθηκε («mea culpa», είπε) γιατί είχαν προγραμματίσει προβολή της ταινίας του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», στο πλαίσιο αφιερώματος στον Μάρλον Μπράντο. Οι φεμινίστριες ξεσηκώθηκαν ζητώντας να υπάρξει συζήτηση στην προβολή της ταινίας που να την τοποθετέι μέσα στο πλαίσιό της κακοποιητικής συμπεριφοράς του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και του Μάρλον Μπράντο προς την Μαρία Σνάιντερ. Η Γαλλική Ταινιοθήκη αρνήθηκε να το κάνει και επιπρόσθετα ματαίωσε την προβολή. Διαβάστε εδώ όλο το χρόνικό.
Ειπαμε να ρωτήσουμε τον ίδιο τον Κώστα Γαβρά για το ευαίσθητο αυτό θέμα. Τον βρηκαμε στο τηλέφωνο , να αλωνίζει την Γαλλία, λίγο πριν την γαλλική πρεμιέρα της «Τελευταίας Πνοής» (βγήκε πριν μια εβδομάδα στις γαλλικές αίθουσες).
Αυτό είναι άραγε το μέλλον του σινεμά; Να βλέπουμε κάποια αριστουργήματα με αμφιλεγόμενη ιδεολογία ή σκηνοθέτη με βεβαρυμένο παρελθόν, μόνο σε ένα προστατευμένο, ελεγχόμενο περιβάλλον, όπου κάποιοι ειδικοί θα μας υποδεικνύουν την αλήθεια και το ορθό;
Ακριβώς αυτό θα γίνεται.
Δεν είναι επικίνδυνο;
Δεν είναι επικίνδυνο, αν βρεθεί κάποιος ειδικός και χωρίς φανατισμούς άνθρωπος, που θα εξηγήσει και θα φωτίσει αυτές τις ταινίες αναφερόμενος στον χρόνο που έχει περάσει από πάνω τους, την εξέλιξη της κοινωνίας μας, την ανάγκη του σεβασμού στα θύματα. Μου φαίνεται απαραίτητο και φυσικά, εμείς στην Ταινιοθήκη, πάνω κάτω το κάνουμε. Προβάλλουμε κάθε χρόνο 1500 ταινίες, το 30% από αυτές έχει αυτού του είδους την παρουσίαση. Κάναμε λάθος που δεν το κάναμε και για το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι». Γιατί ο Μπερτολούτσι και ο Μπράντο αποφάσισαν να γυριστεί μια βίαιη ερωτική σκηνή χωρίς να ενημερώσουν την Μαρία Σνάϊντερ. Δεν ήταν στο σενάριο. Αυτό είναι απαράδεκτο. Είχε σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή της. Ηταν μια περίοδος τότε, που ο κινηματογράφος τα έκανε πιο εύκολα αυτά τα πράγματα. Σήμερα ευτυχώς τελειώσαμε με αυτά.
Φοβάμαι ότι με την πίεση των κινημάτων καλές ταινίες δύσκολα θα προγραμματίζονται πιά και θα εξαφανιστούν, ενώ νομιμοποιούμε και την αντίδραση: ακροδεξιές και συντηρητικές δυνάμεις να θέλουν κι αυτές τον έλεγχο ταινιών.
Ποτέ δεν θα φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο στη Γαλλία. Είμαστε δημοκρατία, εκτός κι αν συμβεί κάποιο εκλογικό ατύχημα. Εν πάσει περιπτώσει, η Γαλλική Ταινιοθήκη έκανε ένα λάθος, λυπούμαστε πολύ, δεν θα επαναληφθεί ποτέ. Φυσικά και θα ξαναπρογραμματιστεί το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι». Οπως και όλες οι ταινίες αυτού του μεγέθους και της ποιότητας.