Η «Τελευταία Πνοή» του Κώστα Γαβρά είναι ένα ξόδι, ένας αποχαιρετισμός, ένας φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στο τελευταίο σκαλοπάτι της ζωής. Μπορεί να ιδωθεί και ως ο τρόπος του ίδιου του σκηνοθέτη να λογαριαστεί με το άγχος του θανάτου και τις απορίες που βασανίζουν όλους μας, σχετικά με το τι βρίσκεται στην άλλη πλευρά. Εκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, διχάζοντας κοινό και κριτικούς. Δικαίως: είναι μια ταινία που τα βάζει με τον θάνατο. Κι αυτή είναι μια μάχη την οποία όλοι κάποτε θα χάσουμε.
Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης, που έχει μείνει στην ιστορία για τα αριστοτεχνικά πολιτικά του θρίλερ, όπως το «Ζ» (1969), η «Ομολογία» (1970), η «Κατάσταση Πολιορκίας» (1972) αλλά και ο «Αγνοούμενος» (1982) που του χάρισε και το Οσκαρ, επιστρέφει με μια ταινία η οποία, με μια πρώτη ματιά, δεν είναι καθόλου πολιτική. Με μια πιο προσεκτική εξέταση, θα λέγαμε πως μάχεται ησύχως για το αναφαίρετο δικαίωμα ενός αξιοπρεπούς θανάτου.
Διαβάστε τη συνέντευξη | Κώστας Γαβράς: «Νιώθω γαλήνη απέναντι στο θάνατο»
Το σενάριο αντλεί έμπνευση από το ομότιτλο βιβλίο των Κλοντ Γκρανζ και Ρεζί Ντεμπρέ, το οποίο φέρνει στο προσκήνιο ιστορίες ασθενών σε παρηγορητική φροντίδα και μας παρουσιάζει ένα στοχαστικό δοκίμιο για το επέκεινα, με έναν αέρα απολαυστικής γαλλικής κωμωδίας, η οποία δεν γίνεται ποτέ πραγματικά αστεία, αλλά ούτε και πραγματικά τραγική. Πρωταγωνιστής είναι ένας διάσημος Γάλλος συγγραφέας, ο Φαμπρίς Τουσέν (Ντενί Πονταλιντές), ο οποίος ανακαλύπτει έναν μικρό καλοήθη όγκο σε μια εξέταση ρουτίνας. Παρά τα καθησυχαστικά λόγια των γιατρών, αυτή η μικρή σκιά στη μαγνητική τομογραφία γεμίζει τη ζωή του ασφυκτικά με τον αναπόδραστο τρόμο του θανάτου.
Στη έξοδό του από το νοσοκομείο, του συστήνεται ένας γιατρός εξειδικευμένος στην παρηγορητική φροντίδα (τον πιο παραμελημένο από όλους τους τύπους θεραπειών): ο Δρ. Ογκουστέν Μασέ, τον οποίο υποδύεται ο Καντ Μεράντ, αγαπημένος Γάλλος κωμικός (τον απολαύσαμε πρόσφατα στο «Ενας Θρίαμβος»), που φαίνεται να διαπρέπει σε τέτοιου τύπου, αόριστα ηγετικούς ρόλους. Δουλειά του Δρ. Μασέ δεν είναι να σώζει τους ζωντανούς από βέβαιο θάνατο, αλλά αντιθέτως να παρηγορεί και να συντροφεύει τους αποχωρούντες. Μεταξύ τους θα αρχίσει ένας διαρκώς εξελισσόμενος διάλογος και ένας πνευματώδης στοχασμός στο θέμα της τρίτης ηλικίας.
Οι διαλογικές αυτές ζυμώσεις υιοθετούν πολλές διαφορετικές μορφές: την πραγματική, μέσα από τον συγχρωτισμό τους με ασθενείς σε κέντρα παρηγορητικής φροντίδας, στο τελευταίο σκαλοπάτι της ζωής. Την καθαρά διαλογική, όπου οι δύο συνομιλητές ανταλλάσσουν απόψεις από δύο αντίθετα στρατόπεδα (από τη μία ο Αρχοντας του Θανάτου και από την άλλη ο Φιλόσοφος). Επίσης, την καθαρά εμπορική: αυτή η διάδραση είναι τόσο ενδιαφέρουσα, που προτείνεται να μετατραπεί σε βιβλίο ή ακόμη και σε τηλεοπτική εκπομπή.
Παρά το γεγονός ότι η ταινία είναι βουτηγμένη στον θάνατο μέχρι το μέτωπο, δεν καταντά ποτέ πνιγηρή: αντιθέτως, βιώνεται ως ένα ανάλαφρο τραγούδι που είναι γεμάτο ζωή μέχρι και την «τελευταία πνοή». Το άγχος του θανάτου παραμονεύει σε κάθε γωνιά (είναι σαφές πως αυτό οδηγεί και τον ίδιο τον Γαβρά να δημιουργήσει αυτόν τον θανατικό στοχασμό), αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να μας αρπάξει από τον σβέρκο.
Η ταινία, παρά την καλή της πρόθεση και την ανάλαφρη τοποθέτησή της σε ένα τόσο ασήκωτο θέμα, παραμένει γεμάτη προβλήματα και αποδεικνύει ότι ο σκηνοθέτης της ανήκει σε μια άλλη εποχή η οποία έχει παρέλθει. Αρκετές σκηνές (ιδιαίτερα αυτές που παρουσιάζουν τη νέα γενιά στην αρχή της ταινίας) είναι κινηματογραφημένες με τόσο αμήχανο τρόπο που μας απομακρύνουν εντελώς από τα νιάτα και όλα τα πράγματα που εκείνα αντιπροσωπεύουν - τη σαρωτική τους ισχύ, το θράσος τους και την ακόρεστη δίψα τους για μάθηση. Ομοίως, πολλές σκηνές με ασθενείς στο τελευταίο στάδιο, είναι τόσο απλοϊκές και διεκπεραιωτικές που καταντούν γλυκερές και θυμίζουν διαφήμιση για οίκο ευγηρίας.
Το μήνυμα της ταινίας είναι σαφές: μας λέει να μην φοβόμαστε τον θάνατο, να τον υποδεχτούμε και να τον αντιμετωπίσουμε με τους δικούς μας όρους, «εντός έδρας». Καταρρίπτει όλες τις παρηγορητικές μεταθανάτιες λύσεις: δεν υπάρχει παλιγγενεσία. Η μετεμψύχωση είναι μια μεγάλη συνωμοσία, το ίδιο και ο καταστερισμός: κανένας δεν θα γίνει αστέρι για να τριγυρνάει στο σύμπαν. Ο,τι κάναμε, μένει εδώ. Οχι απαισιόδοξα, καθόλου μάλλον. Ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής, μας αφορά όλους και είναι μια από τις ελάχιστες βεβαιότητες όλων μας. Είναι αξιοθαύμαστο που ο Κώστας Γαβράς, στα 92 του έτη, αποφάσισε να γυρίσει μια ταινία για να γιορτάσει τον θάνατο. Παρά την γενικευμένη αμηχανία, παίρνει πόντους για την πρόθεση, για το μήνυμα και το τσαγανό.