H τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του ιρανικής καταγωγής Μπαμπάκ Τζαλαλί «Φρίμοντ» έφτασε στις 29ες Νύχτες Πρέμιερας, έχοντας κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ του Σάντανς, έχοντας κερδίσει το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και με τα ταξίδια της στον κόσμο να συνεχίζονται, φτάνοντας, ανάμεσα σε άλλα, μέχρι το βραβείο Τζον Κασαβέτης στα Independent Spirit Awards.
Στο «Φρίμοντ», η Ντόνια εργάζεται για ένα κινέζικο εργοστάσιο που φτιάχνει fortune cookies στο Σαν Φρανσίσκο. Εχοντας δουλέψει ως διερμηνέας για τον αμερικάνικο στρατό στο Αφγανιστάν, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα ζωή της και οι απολαυστικές, στοχαστικές, συνεδρίες με τον ψυχαναλυτή της δεν δείχνουν να βελτιώνουν την κατάσταση. Σε μια στιγμή ξαφνικής έμπνευσης, αποφασίζει να στείλει εκεί έξω ένα ξεχωριστό μήνυμα μέσα σε ένα μπισκότο.
Η ταινία θυμίζει κάτι από τις παλιές καλές κλασικές ανεξάρτητες ταινίες του αμερικάνικου σινεμά, και κυρίως ενός από τους αγαπημένους σκηνοθέτες του είδους, του Τζιμ Τζάρμους. Και μαζί της γνωρίσαμε και τη υπέροχη πρωτοεμφανιζόμενη Αναϊτα Γουάλι Ζάντα, η οποία έπαιζε τον ρόλο της Ντόνια στην ταινία, σε μια από τις πιο συναισθηματικές, αστείες και πάνω από όλα αληθινά χαρισματικές ερμηνείες της χρονιάς.
Το Flix συνάντησε τον Μπαμπάκ Τζαλαλί στην Αθήνα και μίλησε μαζί του για τα fortune cookies, για την αναζήτηση της ιδανικής πρωταγωνίστριας, τον Τζέρεμι Αλεν Γουάιτ και για το χιούμορ που παραμένει η κινητήριος δύναμη κάθε μηνύματος.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία;
Εκανα λοιπόν, πριν από περίπου 9 χρόνια, τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μου στην περιοχή του Σαν Φρανσίσκο, το «Radio Dreams», και σε εκείνη την ταινία υπάρχουν Αφγανοί ηθοποιοί οι οποίοι μου είπαν ότι υπάρχει μια πόλη που ονομάζεται Φρίμοντ, ακριβώς έξω από το Σαν Φρανσίσκο, για την οποία δεν είχα ακούσει ποτέ, και μου είπαν ότι το Φρίμοντ είναι το σπίτι του μεγαλύτερου Αφγανικού πληθυσμού στην Αμερική. Πολλοί άνθρωποι που ζουν στο Σαν Φρανσίσκο δεν το γνωρίζαν καν αυτό. Ετσι πήγα να το επισκεφτώ, να φάω αφγανικό φαγητό και να κάνω διάφορα άλλα πράγματα. Επέστρεψα αρκετές φορές, συνάντησα ανθρώπους από την κοινότητα και ανακάλυψα ότι εκεί ζούσαν αρκετοί πρώην μεταφραστές που μετέφραζαν για τον αμερικανικό στρατό ή τις εταιρείες ασφαλείας που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή και η κατάσταση για αυτούς δεν ήταν πολύ ευχάριστη. Αν και κάτοχοι της ειδικής μεταναστευτικής βίζας, μόλις έφτασαν εκεί κάπως τους εγκατέλειψαν. Και έτσι επέστρεφα εκεί, συναντούσα ολοένα και περισσότερους ανθρώπους και διάβαζα άρθρα εφημερίδων για μεταφραστές.
Γνωρίσατε την Αναΐτα Γουαλί Ζάντα, όπου έμαθα ότι είναι μια πολύ διάσημη δημοσιογράφος στη χώρα της, το Αφγανιστάν, και τηλεοπτική παρουσιάστρια, καθώς επίσης ότι δεν κάνατε καμία οντισιόν για την ταινία σας. Εσείς και η (συν-σεναριογράφος) Καρολίνα Καβάλι γράψατε τον χαρακτήρα γύρω της ή προσπαθήσατε να βρείτε κάποιον με την ίδια προσωπικότητα της Ντόνια;
Δεν είναι διάσημη. Η μεγαλύτερη της αδελφή είναι διάσημη η οποία είχε κάνει δημοσιογραφία, αλλά η ίδια μόλις ξεκινούσε όταν επέστρεψαν οι Ταλιμπάν. Ηθελε, λοιπόν, να γίνει δημοσιογράφος, άρχιζε μια καριέρα στη δημοσιογραφία, αλλά όχι, δεν ήταν γνωστή. Και όταν έγραψα το σενάριο, δεν την ήξερα. Γράψαμε το σενάριο πριν επιστρέψουν οι Ταλιμπάν τον Αύγουστο του 2021 και μετά το αλλάξαμε λίγο όταν επέστρεψαν. Πως ανακαλύψαμε την Αναΐτα; Ημουν στην Αμερική για προπαραγωγή το 2022. Και θέλαμε να κάνουμε ένα ανοιχτό κάστινγκ μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μέσω αφγανικών κοινοτικών κέντρων. Και λάβαμε πολλές ανταποκρίσεις από νεαρές Αφγανές σε διάφορες πολιτείες, όπου μίλησα μαζί τους μέσω βίντεο. Οι περισσότερες από αυτές ήταν Αφγανές δεύτερης γενιάς, οπότε δεν ένιωσα ότι καμία ήταν κατάλληλη για τον ρόλο. Τότε ξαφνικά, ένα βράδυ, η Αναΐτα μου έστειλε ένα email γράφοντας: «Γεια σας, με λένε Αναϊτα και είμαι 21. Πριν από πέντε μήνες, έφυγα από το Αφγανιστάν σε μια από αυτές τις πτήσεις εκκένωσης. Eχω επανεγκατασταθεί στο Μέριλαντ, κοντά στην Ουάσιγκτον. Δεν έχω παίξει ποτέ πριν και τα αγγλικά μου δεν είναι καλά, αλλά με ενδιαφέρει». Κι έτσι της έγραψα ένα email και κάναμε μια βιντεοκλήση. Η δική της ιστορία ήταν πολύ σχετική με τον χαρακτήρα που είχαμε γράψει, τη Ντόνια. Εντάξει, η Αναΐτα δεν ήταν πρώην μεταφράστρια, αλλά μόλις είχε φύγει από το Αφγανιστάν, που είχε εκκενωθεί. Ολη η οικογένειά της, εκτός από τη μεγαλύτερη αδερφή της που ήρθε μαζί της, ολόκληρη η οικογένειά της, τα άλλα έξι αδέρφια, οι αδερφές της και η μητέρα της, παρέμειναν στο Αφγανιστάν. Και ξεκινούσε από την αρχή στην Αμερική. Ετσι όταν την είδα να υποδύεται τη Ντόνια, ήταν πραγματικά φυσική, ήταν καταπληκτική στον ρόλο της. Ηταν σαν να ήξερε ακριβώς πώς ένιωθε η Ντόνια σε όλη την ταινία, και ήταν πραγματικά εκπληκτικό.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κάποιος είναι το τετράγωνο κάδρο και η εκπληκτική ασπρόμαυρη κινηματογράφηση από τη διευθύντρια φωτογραφίας Λάουρα Βαλαντό. Ποια ήταν η ιδέα πίσω από αυτές τις επιλογές;
Oταν εγώ και η Καρολίνα Καβάλι γράφαμε το σενάριο, φανταζόμασταν την ταινία ως έγχρωμη. Δεν πιστεύαμε ότι θα ήταν μια ασπρόμαυρη ταινία. Ηταν αρκετά αργότερα, ακριβώς πριν από την προπαραγωγή, που ένιωσα ξαφνικά ότι η ταινία θα έπρεπε να είναι ασπρόμαυρη. Δεν υπήρχε κάποιος άλλος λόγος πέρα από τον αισθητικό. Απλά σκέφτηκα ότι, με βάση τις τοποθεσίες που είχαμε στο μυαλό μας και επίσης με τον τόνο της ταινίας, ότι η ταινία αυτή θα φαινόταν καλύτερα ασπρόμαυρη. Και η αναλογία διαστάσεων έγινε σε συνεργασία με την διευθύντρια φωτογραφίας, την Λόρι, και τις πολλές αναφορές που ανταλλάξαμε. Και επειδή θέλαμε να απομονώσουμε κάπως τους χαρακτήρες, ιδιαίτερα τη Ντόνια, στο κάδρο, ώστε να μην εστιάζουμε πραγματικά σε άλλα πράγματα εκτός από αυτήν, θεωρήσαμε ότι αυτή η αναλογία διαστάσεων θα ήταν πραγματικά η καλύτερη.
Η ταινία εξερευνά το αμερικανικό όνειρο με έναν τόσο ιδιαίτερο τρόπο, μέσα σε ένα εργοστάσιο κινέζικων fortune cookies, το οποίο βρήκα πραγματικά εμπνευσμένο. Γιατί αποφασίσατε αυτό το σκηνικό για τον κύριο χαρακτήρα σας;
Εγώ και η Καρολίνα επισκεφθήκαμε ένα εργοστάσιο μπισκότων τύχης στο Σαν Φρανσίσκο πριν από πολλά χρόνια ως τουρίστες. Και όταν μπήκαμε εκεί, έμεινα εντελώς έκπληκτος από το σκηνικό. Ετσι, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τα ίδια μηχανήματα που χρησιμοποιούν εδώ και δεκαετίες, που είναι ίδια που βλέπετε και στην ταινία. Εγω όταν τα είδα όλα αυτά σκέφτηκα μόνο πόσο καταπληκτικά θα έδειχναν αυτά στην ταινία. Η Καρολίνα, ωστόσο το είδε αλλιώς. Ηταν η ιδέα της η Ντόνια να δουλέψει εκεί, γιατί είπε πως ένα από τα θέματα της ταινίας, ας πούμε, είναι η ιδέα των πιθανοτήτων. Και τα μπισκότα τύχης παραπέμπουν στην ιδέα των πιθανοτήτων. Και αν ανατεθεί στην Ντόνια αυτού του είδους η ευθύνη, τι μπορεί να συμβεί. Εντάξει, δεν είναι και το πιο ρεαλιστικό πράγμα γιατί αν πάτε σε εργοστάσια μπισκότων τύχης, σχεδόν όλοι εκεί είναι Κινέζοι. Ναι, αλλά αυτό είναι σινεμά. Για μένα επίσης ήταν σημαντικό να διαδραματίζεται στο Σαν Φρανσίσκο, στο Φρίμοντ, στο Οκλαντ, στο Μπέρκλεϊ, σε εκείνες τις πόλεις που υπάρχει μια ισχυρή κινεζική κοινότητα εδώ και πολλές γενιές. Και η ιδέα ενός νέου μετανάστη, της Ντόνια, που θα εργαζόταν για μια πιο εδραιωμένη, ας πούμε, μεταναστευτική κοινότητα, σκέφτηκα ότι θα ήταν αντιπροσωπευτική και ενδιαφέρουσα.
Μεγάλο μέρος της ταινίας παίζει ως μια σειρά διαλόγων που μερικές φορές δίνουν μια πιο ποιητική αίσθηση σε αυτό. Πώς βρήκατε τον σωστό ρυθμό για την ταινία ενώ γράφατε το σενάριο;
Θέλω να πω, βγήκε αρκετά φυσικά. Νομίζω ότι ήταν πραγματικά περίεργο γιατί όταν γράφεις, δεν σκέφτεσαι συνειδητά πως αυτό πρέπει να είναι ποιητικό. Ηταν περισσότερο ένα φυσικό πράγμα που προέκυψε. Και νομίζω ότι επειδή η ταινία, ο τόνος της ταινίας είναι αυτό το μείγμα, ας πούμε, μελαγχολίας και χιούμορ, τα πράγματα μερικές φορές καταλήγουν να ακούγονται πιο ποιητικά.
Ημουν τυχερός που συνεργάστηκα με δυο τόσο υπέροχους ηθοποιούς. Πρώτον γιατί ήταν υπέροχοι άνθρωποι και επίσης γιατί ήταν σπουδαίοι ηθοποιοί. Οχι, θα ήθελα να το συνδυάσω, νομίζω μιας και θα ήθελα να συνεχίσω να δουλεύω και με μη επαγγελματίες γιατί πραγματικά πιστεύω ότι φέρνουν κάτι σε μια ταινία.»
(φωτό: Σωκράτης Μπαλταγιάννης/AIFF)
Κάνατε επίσης και το μοντάζ στην ταινία. Το μεγαλύτερο μέρος του χιούμορ της δίνεται από τον ρυθμό που δίνει το μοντάζ σε αυτά τα όμορφα κάδρα των πλάνων, χωρίς όμως να χάνει καμία βασική στιγμή για το πώς νιώθουν οι χαρακτήρες. Δυσκολευτήκατε να διατηρήσετε αυτόν τον ρυθμό;
Ημουν πολύ πρόθυμος να μοντάρω την ταινία ο ίδιος γιατί τις άλλες ταινίες μου τις μόνταρα μόνος μου. Την πρώτη μου ταινία, την έκανα μόνος μου, αλλά τη δεύτερη και την τρίτη ταινία μου δούλεψα ως μοντέρ. Σε αυτό επέμενα αρκετά γιατί ήθελα να προσπαθήσω να διατηρήσω έναν τον τόνο σε όλη την ταινία και το low-key χίουμορ το οποιο είναι διάχυτο σε αυτή. Ενιωσα ότι ήταν σημαντικό να μοντάρω την ταινία μου, όχι επειδή ένας άλλος μοντέρ δεν γνωρίζει αυτόν τον τόνο, αλλά απλώς επειδή τον ήξερα πραγματικά από τη συγγραφή του σεναριού και τη σκηνοθεσία. Θα έλεγα ότι το μοντάζ ήταν πιο δύσκολο από ό,τι το γράψιμο γιατί το timing ήταν τόσο σημαντικό και καθοριστικό. Γιατί δεν ήθελα το χιούμορ να χαθεί. Γιατί πρέπει να μπορείς να ξέρεις πότε να κόψεις μια σκηνή, πόσο καιρό να μείνεις σε άλλη μια, μερικές φορές αρκετά περισσότερο από όσο νομίζεις.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τους Γκρεγκ Τέρκινγκτον και Τζέρεμι Αλαν Γουάιτ;
Οι τρεις προηγούμενες ταινίες μου έχουν γυριστεί σχεδόν αποκλειστικά με μη επαγγελματίες ηθοποιούς και μου άρεσε πολύ να δουλεύω με αυτό. Αυτή τη φορά, ναι, υπήρχε ένα μείγμα. Λοιπόν, ο Γκρεγκ Τέρκινγκτον, που υποδύεται έναν ψυχίατρο, είμαι μεγάλος θαυμαστής της δουλειάς του εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά οι χαρακτήρες που υποδύεται συνήθως είναι πολύ άβολοι χαρακτήρες. Ετσι, σκέφτηκα ότι θα είναι κι αυτός ο χαρακτήρας έτσι. Αλλά είναι ο πιο γλυκός. ο πιο ευγενικός άνθρωπος που θα συναντήσεις ποτέ. Ενας από τους παραγωγούς μας, ο Τζορτζ Ρας, είχε συνεργαστεί μαζί του στο παρελθόν. Του έστειλε το σενάριο, το διάβασε. Είχαμε μια μεγάλη τηλεφωνική συνομιλία μαζί μου. Ημουν στο Λονδίνο, εκείνος στο Λος Αντζελες. Και συμφώνησε να το κάνει. Και όταν ήρθε, οι περισσότερες σκηνές της ταινίας είναι ανάμεσα σε εκείνον και την Αναΐτα και ήταν, πώς να το πω, υπομονετικός και τόσο κατανοητός της κατάστασης γιατί η Αναΐτα δεν είχε ξαναπαίξει και τα αγγλικά της δεν ήταν υπέροχα. Και νομίζω ότι και εκτός κάμερας, ανέπτυξαν μια πολύ ωραία φιλία. Κι αυτή η χημεία φαίνεται και στην ταινία.
Οσο αφορά τον Τζέρεμι λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα δεν είχαμε βρει ακόμη τον κατάλληλο ηθοποιό για τον συγκεκριμένο ρόλο. Ετσι, ένας από τους πιο στενούς μου φίλους είναι Αμερικανός σκηνοθέτης, ο Αντόνιο Κάμπος είχε γυρίσει πριν 16 χρόνια την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «After School» στην οποία πρωταγωνιστούσε ένας 15χρονος Τζέριμι Αλαν Γουάιτ. Και καθώς μιλούσαμε για τον συγκεκριμένο ρόλο μου πρότεινε να τηλεφωνήσω στον Τζέρεμι, και του απαντώ μην είσαι γελοίος, δεν πρόκειται να το κάνει αυτό - γιατί ήταν αρκετά γνωστός. Αλλά τελικά με έπεισε και του τηλεφώνησα. Ηταν πολύ cool τύπος, του έστειλα το σενάριο, το διάβασε κι εκείνο το βράδυ, μου έστειλε ένα πολύ ωραίο μήνυμα λέγοντας πόσο του άρεσε. Δυο μέρες μετά ήρθε στο Σαν Φρανσίσκο και γυρίσαμε την ταινία, με τις δύο πρώτες μέρες των γυρισμάτων της Αναϊτα να ήταν οι σκηνές με τον Τζέρεμι. Κατευθείαν την ρίξαμε στα βαθιά, αλλά δεν ήταν καθόλου αγχωμένη γιατί δεν ήξερε πόσο γνωστός ηθοποιός ήταν πραγματικά, αλλά γνώριζε πως ήταν επαγγελματίας. Αφού τελείωσε τα γυρίσματα των σκηνών της μαζί του, γυρίσαμε τις σκηνές μέσα στο αυτοκίνητο. Οδηγούμε και ξαφνικά άκουσε φωνές. Και αναρωτήθηκε τι συμβαίνει. Καλέσαμε ξανά στο πλατό και ο παραγωγός είπε τίποτα, ήταν απλώς ο Τζέρεμι που έβγαινε από ένα καφέ και ο κόσμος στον δρόμο ούρλιαζε. Τότε, λοιπόν, κατάλαβε. Αλλά ήταν τόσο ταπεινός και τόσο ευγενικός με την Αναϊτα. Αλλά νομίζω ότι η Αναϊτα ξεκινώντας, ας πούμε, την κινηματογραφική της ζωή απέναντί του, της έδωσε την αυτοπεποίθηση για να κάνει το υπόλοιπο γύρισμα.
Μετά από αυτή την εμπειρία σας θα συνεχίσετε να συνεργάζεστε αποκλειστικά με μη επαγγελματίες ηθοποιούς ή θα το συνδυάσετε όπως εδώ;
Νομίζω ότι θα το συνδυάσω. Ημουν τυχερός που συνεργάστηκα με δυο τόσο υπέροχους ηθοποιούς. Πρώτον γιατί ήταν υπέροχοι άνθρωποι και επίσης γιατί ήταν σπουδαίοι ηθοποιοί. Οχι, θα ήθελα να το συνδυάσω, νομίζω μιας και θα ήθελα να συνεχίσω να δουλεύω και με μη επαγγελματίες γιατί πραγματικά πιστεύω ότι φέρνουν κάτι σε μια ταινία.
Φαίνεται να έχετε εμπνευστεί από διάφορες ταινίες του Τζιμ Τζάρμους για την ταινία σας. Ποιο είναι το είδος του κινηματογράφου που σας έχει επηρεάσει περισσότερο;
Ναι φυσικά, οι πρώτες ταινίες του Τζάρμους μου αρέσουν πάρα πολύ. Αλλά υπάρχει ένας Ιρανός σκηνοθέτης που έκανε μόνο δύο ταινίες τη δεκαετία του '70, πριν γεννηθώ, ο Σοχράμπ Σαχίντ-Σαλές. Και πάντα τον ευχαριστώ στο τέλος των ταινιών μου, αν και δεν τον γνώρισα ποτέ. Πέθανε αρκετά νέος. Εκανε μόνο δύο ταινίες. Στη συνέχεια μετανάστευσε στη Γερμανία τη δεκαετία του '70. Αλλά οι δύο ταινίες του, είναι γυρισμένες έξω από την πόλη μου. Αυτές οι δυο ταινίες είχαν βαθιά επίδραση πάνω μου.