Είναι η τρίτη φορά που η Οντρέ Τοτού υποδύεται την Μαρτέν, μια γυναίκα που όπως λέει όχι μόνο της θυμίζει τον εαυτό της όπως ήταν πριν τις μέρες που το πρόσωπο της γινει συνώνυμο με μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του Ευρωπαϊκού σινεμά, αλλά και που τις μοιάζει στο πόσο (χαριτωμένα λέμε εμείς) αμήχανη μπορεί να δείχνει και να νιώθει. Η τριλογία του Σεντρίκ Κλαπίς ακολουθεί τους ήρωές της καθώς μεγαλώνουν και παρ ότι ποτέ δεν ξεκίνησε σαν ένα σχέδιο που θα κινείται παράλληλα με τις ζωές των πρωταγωνιστών του, η Τοτού λέει πως δεν είναι καθόλου «σε δέκα χρόνια να κάνουμε μια ακόμη ταινία όπου η Μαρτέν θα έχει πάθει καρκίνο του στήθους και τα παιδιά των ηρώων θα είναι πια στο πανεπιστήμιο». Οπως και οι ίδιοι, δεν ξέρουμε αν θα συμβεί ή όχι, αλλά αυτές οι τρεις ταινίες αποτελούν κάτι σαν τις γραμμές στις πόρτες που κάνουν οι γονείς για να μετρούν το ύψος των παιδιών τους που μεγαλώνουν κι έτσι δεν μπορείς παρά να τις δεις με συμπάθεια και τρυφερότητα. Και ίσως γι αυτό και η Τοτού, όπως και όλοι οι συμπρωταγωνιστές της, δεν μπορούν να πουν όχι σε ένα ακόμη reunion.
Το «Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν» βρίσκει τους ήρωες σε μια διαφορετική φάση της ζωής τους. Με μεγαλύτερες ευθύνες σε μια διαφορετική ηλικία. Πως νιώθετε για το γεγονός ότι μαζί τους μεγαλώνετε κι εσείς;
Δεν θα πως ότι βιάζομαι να γίνω εξήντα. Δεν μπορώ ακόμη να φανταστώ τον εαυτό μου στα γεράματα μου. Αλλά δεν φοβάμαι να μεγαλώσω. Ανησυχώ για την υγεία μου ή για τις αρρώστιες αλλά όχι για την ηλικία. Δεν έχει να κάνει με την ομορφιά ή τις δυνατότητες που θα έχω σαν ηθοποιός, αλλά με πράγματα πολύ πιο πρακτικά, με την αρρώστια και την φθορά. Αλλά από την άλλη, στα 35 σου νιώθεις σαν να είσαι ακόμη 20. Απλά στα 35 σου ξέρεις πράγματα που δεν ήξερες, ή δεν μπορούσες να φανταστείς στα 20 σου. Οπότε δεν υπάρχει μια μόνο απάντηση στο ερώτημα...
Και το να επιστρέφετε στον ίδιο χαρακτήρα; Σας φέρνει πίσω στην εποχή που κάνατε τις προηγούμενες ταινίες;
Οχι ακριβώς. Αλλά όταν έκανα τις δυο προηγούμενες ταινίες, ήμουν πολύ μικρή. Θυμάμαι ότι η πρώτη μέρα των γυρισμάτων του «Euroflirt» ήταν η μέρα που βγήκε στις αίθουσες το «Αμελί». Το πρωί που ξεκίνησε να παίζεται αίθουσες κανείς δεν με ήξερε και το βράδυ ήμουν διάσημη. Αλλά εγώ δεν το πήρα χαμπάρι, ήμουν στα γυρίσματα. Κι έτσι όταν βλέπω εκείνη την ταινία μπορώ να δω τον εαυτό μου όπως ήμουν πριν συμβεί όλο αυτό. Υπάρχει μια αθωότητα, μια στιγμή στην οποία είσαι αρκετά σταθερή στο περιβάλλον σου και είσαι ακριβώς στο σωστό μέρος που πρέπει. Δεν είναι όμως κάτι που έχει να κάνει με το που βρισκόταν η καριέρα μου, αλλά με εμένα την ίδια και είναι κάτι που με συγκινεί, αν επιτρέπεται να συγκινείσαι με τον εαυτό σου (γελά).
Προφανώς υπάρχει κάτι που βρίσκετε αρκετά ελκυστικό στον χαρακτήρα της ηρωίδας σας για να επιστρέφετε ξανά για τρίτη φορά σε αυτόν. Σας συμβαίνει συχνά να δένεστε με ηρωίδες που υποδύεστε;
Εξαρτάται από τον χαρακτήρα και την εμπειρία των γυρισμάτων. Θυμάμαι όταν έκανα τους «Ατέλειωτους Αρραβώνες» ο χαρακτήρας ήταν για μένα πολύ επώδυνος. Έπρεπε να είμαι σε μια συνεχή απελπισία, αλλά δίχως να το δείχνω και ήταν μια περίοδος που ήμουν πολύ λιγότερο σίγουρη για τον εαυτό μου. Θυμάμαι να βρίσκομαι κι εγώ σε μια ανάλογη κατάσταση με την ηρωίδα μου. Θυμάμαι την τελευταία μέρα όταν τελειώσαμε να νιώθω μια τεράστια ανακούφιση, σαν να βγάζω το κεφάλι μου μέσα από το νερό. Αλλά υπάρχουν στην καριέρα μου άλλοι χαρακτήρες με τους οποίους συνδέθηκα και σκέφτομαι ακόμη.
Το φιλμ γυρίστηκε στη Νέα Υόρκη. Θα μπορούσατε να ζήσετε εκεί; Να δουλέψετε στην Αμερική;
Ναι θα μπορούσα να ζήσω στην Νέα Υόρκη, το ένοιωσα όταν έκανα το του «Happy End» του Εϊμος Κόλεκ. Εμεινα εκεί έξι μήνες και πραγματικά ήθελα να μετακομίσω. Αλλά όταν η γιαγιά μου μου είπε σχεδόν σοκαρισμένη «στ’ αλήθεια προτιμάς την Αμερική από την Γαλλία» σκέφτηκα τους ανθρώπους που έχω εδώ κι αποφάσισα να γυρίσω. Αλλά η Νέα Υόρκη με έλκει πολύ. Ο κοσμοπολιτισμός της, το γεγονός ότι δεν σε κρίνουν στον δρόμο, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στο Παρίσι. Η αίσθηση ότι σε αυτή την πόλη μπορείς να πετύχεις τα όνειρα σου. Η ενέργειά της δεν είναι γκρίζα, είναι κόκκινη, ή ροζ, κάτι αληθινά θετικό...
Εν τούτοις δεν μοιάζει να κυνηγάτε ενεργά μια καριέρα εκεί.
Ποτέ δεν έκλεισα την πόρτα στο αμερικανικό σινεμά. Μου αρέσουν πολύ οι αμερικάνικες ταινίες, και φυσικά θα με ενδιέφερε να δουλέψω εκεί, αλλά το σύστημα είναι τόσο διαφορετικό που θα πρέπει να ακολουθήσεις κάποιους κανόνες που ακόμη κι αν δεν είναι γραμμένοι είναι απόλυτα υπαρκτοί. Υπάρχουν πράγματα που πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις αν θες μια καριέρα στην Αμερική κι εγώ δεν είμαι καλή στο να ακολουθώ κανόνες. Έτσι κατά κάποιο τρόπο όλες μου οι αμερικάνικες ταινίες έγιναν από ευτυχείς συμπτώσεις. Και είχαν πάντα να κάνουν με την επιθυμία ενός σκηνοθέτη ή ενός παραγωγού να δουλεψει μαζί μου
Και στην Γαλλία; Περιμένετε απλά να έρθουν οι ρόλοι σ’ εσάς ή τους αναζητάτε;
Απειλώ τους σκηνοθέτες! (γελά) Γράφω ανώνυμα γράμματα, «ξέρω την γυναίκα σου και ξέρω που δουλεύεις». Οχι, δεν κυνηγώ συνήθως εγώ πράγματα, ούτε ξεκινώ ταινίες, τις περισσότερες φορέςέρχονται σε μένα, αλλά ίσως θα έπρεπε να το κάνω και ίσως θα έπρεπε να κάνω κάτι ανάλογο στην Αμερική..
Και είχατε την τύχη να παίξετε μια σειρά από εξαιρετικά ενδιαφέροντες ρόλους που πιθανότατα δε θα μπορούσατε να βρείτε στην Αμερική.
Στο γαλλικό σινεμά δεν είναι καμιά επανάσταση να έχεις μια γυναίκα ηρωίδα. Νομίζω ότι στην τέχνη δεν θα έπρεπε να υπάρχει απαραίτητα μια κοινωνική ή πολιτική ατζέντα. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις να κάνεις κάτι με μια ατζέντα. Το να έχεις έναν δυνατό γυναικείο χαρακτήρα ίσως είναι πολύ καλύτερο από το να προσπαθήσεις να περάσεις ένα πολιτικό μήνυμα για την θέση μιας γυναίκας μέσα από το σινεμά.
Πολλοι ηθοποιοί λένε ότι δεν τους αρέσει να βλέπουν τον εαυτό τους στην οθόνη. Εσείς πως νιώθετε γι αυτό;
Πάντα εξαρτάται από τον χαρακτήρα μου, από την ταινία, από την σκηνή, αλλά την πρώτη φορά που με βλέπω είμαι λίγο σαν ελεγκτής, να κοιτάξω τι ακριβώς έκανα, αν πέτυχα αυτό που έπρεπε να κάνω, και σκέφτομαι, εδώ περνάω, εδώ δεν είμαι τόσο καλή, εδώ μάλιστα κάτι κάνω σωστά. Σχεδόν έχω μια φόρμα στο μυαλό μου που τσεκάρω που τα κατάφερα καλά και που όχι.
Είπατε ότι υπήρχαν περίοδοι στην καριέρα σας που δεν νιώθατε πολύ σίγουρη για τον εαυτό σας. Πότε θα λέγατε ότι νιώσατε βέβαιη, σίγουρη;
Νομίζω στην πραγματικότητα, όταν έκανα το «Κρυφό Πάθος της Τερέζ Ντ.» με τον Κλοντ Μιλέρ. Για μένα ήταν μια ειδική εμπειρία, ένας πολύ ξεχωριστός ρόλος και μου έδωσε τεράστια αυτοπεποίθηση γιατί με άφησε να παίξω δίχως να μου δώσει σχεδόν καμία οδηγία. Και ήταν πάντα τόσο ενδιαφέρων, έξυπνος και γεμάτος περιέργεια, αλλά δίχως να νοιάζεται για τα κουτσομπολιά και τις μικρότητες που συχνά αποτελούν το κέντρο του κόσμου μας στο επάγγελμα μας. Ήταν τόσο διαφορετικός που ένοιωσα κάτι... δεν θα μπορούσε να το ξέρει γιατί δεν του μίλησα γι αυτό, αλλά κατά κάποιο τρόπο με βοήθησε να μην νιώθω φόβο για το γεγονός ότι κάποιο άνθρωποι μπορεί να σε μισούν. Όταν ξέρεις ποια είσαι κι όταν δεν φοβάσαι να κάνεις κάτι σωστά, αυτό σου δίνει μια δύναμη που σε βοηθά να γίνεις καλύτερη. Εκεί ένοιωσα πολύ πιο σίγουρη να δείξω κάτι από τον αληθινό εαυτό μου, να ανοιχτώ με έναν τρόπο που δεν το έκανα πριν.
Διαβάστε την κριτική του Flix για το «Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν»
Διαβάστε ακόμη:
Tags: οντρέ τοτού