Ο Αντονι Τσεν μοιάζει αποφασισμένος με κάθε του κίνηση να ξεπερνά τον εαυτό του - και μοιάζει να γνωρίζει τις ικανότητές του και να καμαρώνει γι' αυτές.
Ο σκηνοθέτης από τη Σιγκαπούρη σπούδασε σινεμά στην περίοπτη National Film School στο Λονδίνο και την ίδια τη χρονιά αποφοίτησής του συμμετείχε με δυο μικρού μήκους ταινίες στο σπονδυλωτό «The Year of the Everlasting Storm» που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών. Στο ίδιο φεστιβάλ βραβεύτηκε το 2013 για το «Ιλό Ιλό», πρώτος δημιουργός από τη χώρα που που κέρδισε διάκριση στις Κάννες, ενώ «Η Εποχή της Βροχής», το 2019, κέρδισε την αγάπη και κριτικών και θεατών.
Αμέσως μετά την πανδημία, ο Αντονι Τσεν έβαλε μπροστά όχι μία, αλλά δύο ταινίες, που έκανε back to back: το «Drift», με τη Σίνθια Ερίβο, που γυρίστηκε στην Ελλάδα (περισσότερα γι' αυτό με την έξοδο της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες) και το «Ο Πάγος που Καίει» που βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη, 29 Φεβρουαρίου, από τη One from the Heart. Σ' αυτήν, η Νάνα, ο Σιάο κι ο Χαοφένγκ, τρεις 20χρονοι Κινέζοι που συναντιώντα σε μια πόλη στα βορινά σύνορα της χώρας, αναζητούν το δρόμο για το επόμενο βήμα τους στη ζωή. Μιλώντας στο Flix, ο σκηνοθέτης μοιράστηκε τη θλίψη και τη χαρά του. Διαβάστε παρακάτω.
Θα λέγατε πως είναι το αίσθημα της μοναξιάς, της απομόνωση, της προσπάθειας για επαφή, ο κρίκος που συνδέει τις πολύ διαφορετικές ταινίες σας;
Είναι σίγουρα μια ταινία για τρεις μοναχικές ψυχές, τρεις χαμένους νέους ανθρώπους, που αναζητούν κάτι και καταφέρνουν να βρουν μια ζεστασιά, να βρουν παρηγοριά ο ένας στον άλλον. Οι ρίζες της ταινίας βρίσκονται στην πανδημία, γιατί τότε πέρασα μια τεράστια υπαρξιακή κρίση. Οταν έκλεισαν οι κινηματογράφοι σ’ όλο τον κόσμο και σταμάτησε η παραγωγή, πίστεψα ότι ήταν η αρχή του τέλους. Η προηγούμενη ταινία μου, «Η Εποχή της Βροχής», άνοιξε σε πολλές χώρες του κόσμου, βγήκε στις αίθουσες της Γαλλίας και λίγες μέρες αργότερα έγινε το lockdown. Ηταν μια καταστροφή, ένιωθα ότι η ταινία δεν υπήρχε καν. Φυσικά είχα την πεποίθηση ότι τα σινεμά θα ξανανοίξουν και οι θεατές θα επιστρέψουν, αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι θα δουν τις δικές μου ταινίες, μετά από δύο χρόνια TikTok και Netflix και streaming στις τηλεοράσεις και τα τάμπλετ τους. Γιατί δεν είμαι ο Κρίστοφερ Νόλαν, είμαι ένας ήσυχος, ήπιος σκηνοθέτης, οι ταινίες μου είναι ντελικάτες. Θα είχε ο κόσμος τη διάθεση να πληρώσει εισιτήριο για να δει μια ταινία μου, θα είχε την υπομονή; Ενιωθα μόνος και δυστυχής και, καθώς έμεινα δυο χρόνια στο σπίτι, διάβαζα πολύ. Και πέτυχα πολλά άρθρα για τους νέους, «η χαμένη γενιά», για το άγχος και το αίσθημα εγκλωβισμού και εγκατάλειψης από την κοινωνία που τους κυρίευσε. Τα άρθρα αυτά μ’ ενδιέφεραν πολύ και ξεκίνησα να διαβάζω blogs ατόμων και να βλέπω και vlogs, που ως τότε δεν ήξερα καν ότι υπήρχαν. Κι ενώ το κάθε άτομο είχε τα δικά του ζητήματα, υπήρχε μια συλλογική μελαγχολία ολόκληρης αυτής της γενιάς. Παρά τη διαφορά ηλικίας, συνδέθηκα μ’ αυτό το συναίσθημα που δεν καταλάβαινα καλά αλλά το βίωνα. Κι αποφάσισα να κάνω μια ταινία για να το καταλάβω καλύτερα.
Ποτέ δεν είχα κάνει μια ταινία για ανθρώπους στα 20 κι αναρωτιόμουν, αν είναι να κάνω μια ταινία για τη νιότη, πώς ξεκινάω; Ποια είναι η μία ταινία που αποτυπώνει πραγματικά το αίσθημα της νιότης;»
Γιατί επιλέξατε τη φόρμα των τριών ηρώων στην ταινία σας, ποια ήταν η αναφορά σας;
Δεν έχω ξανακάνει ταινία για νέους ανθρώπους. Η πρώτη μου ταινία, το «Ιλό Ιλό», ήταν ένα οικογενειακό δράμα, η δεύτερη, «Η Εποχή της Βροχής», είχε ως ηρωίδα μια 40χρονη γυναίκα σε κρίση μέσης ηλικίας. Ποτέ δεν είχα κάνει μια ταινία για ανθρώπους στα 20 κι αναρωτιόμουν, αν είναι να κάνω μια ταινία για τη νιότη, πώς ξεκινάω; Ποια είναι η μία ταινία που αποτυπώνει πραγματικά το αίσθημα της νιότης; Η πρώτη που μου ήρθε στο μυαλό ήταν το «Ζιλ και Τζιμ» του Φρανσουά Τριφό. Δεν χρειάστηκε να την ξαναδώ, την έχω δει τόσες πολλές φορές μέσα στα χρόνια, οπότε αυτή ήταν η αφετηρία μου για να γράψω την ιστορία της ταινίας, μια ιστορία για ένα κορίτσι και δυο αγόρια.
Γιατί τοποθετείται η ιστορία στη Γιαντζί, έχει κάποια ιδιαίτερη πολιτισμική σημασία η πόλη, εκτός από το λαογραφικό και... γαστριμαργικό ενδιαφέρον της;
Αποφάσισα σκόπιμα να κάνω αυτή την ταινία εκτός Σιγκαπούρης. Ενιωθα χαμένος, ένιωθα σε τέλμα κι όταν νιώθεις έτσι αναζητάς διαφυγή. Αλλά για να το κάνεις αυτό δεν μπορείς να επιστρέψεις σ’ αυτό που ξέρεις, πρέπει ν’ αλλάξεις. Είπα, λοιπόν, θα βγω από τη βολή μου κι επέλεξα να γυρίσω σε μια περιοχή όπου δεν είχα ξαναπάει, είχα πάει στην Κίνα, στο Πεκίνο, αλλά η Γιαντζί είναι στον Βορρά, στα σύνορα με τη Ρωσία και την Κορέα. Εγώ μεγάλωσα στη Σιγκαπούρη, είναι ακόμα πιο ζεστή από την Ελλάδα, έχει τροπικό κλίμα. Ποτέ δεν είχα βιώσει πραγματικό χειμώνα, άρα θέλησα να κάνω μια χειμερινή ταινία, να πάμε στο πιο κρύο μέρος, εγώ, ένας άνθρωπος του Νότιου Ημισφαιρίου. Η επιλογή αυτής της πόλης ήταν μέρος της διαδικασίας ανακάλυψης. Ακόμα και η συγγραφή του σεναρίου ήταν διαφορετική, άλλες φορές γράφω ένα σενάριο επί δύο-τρία χρόνια, τώρα απελευθερώθηκα, είχα την ιδέα, έγραψα το treatment, πήγα σ’ αυτό το μέρος και μετά άφησα ό,τι έβλεπα να μπει, σε μια φυσική ροή, στην ταινία. Για παράδειγμα, στο τέλος της ταινίας, ήθελα οι τρεις ήρωες να πηγαίνουν σ’ ένα ενδιαφέρον φυσικό τοπίο, να επιστρέφουν σε κάποιου είδους αγνότητα. Να επιστρέφουν στα βασικά, μακριά από το αστικό περιβάλλον. Κοίταζα, λοιπόν, τους χάρτες κι είδα ένα βουνό, πετάξαμε ως εκεί με τον παραγωγό μου, ανεβήκαμε το βουνό και συναντήσαμε μια μαγική λίμνη. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έμεινα άναυδος, ήταν μια στιγμή κάθαρσης, σαν να βρίσκεσαι στο σημείο όπου ο ουρανός συναντά τη γη. Κι αποφάσισα να τοποθετήσω το φινάλε εκεί. Ανακάλυψα κοντά τη Γιαντζί, δεν είχα ξαναπάει, οδηγήσαμε τέσσερις ώρες ως εκεί, προσλάβαμε έναν ξεναγό για τέσσερις μέρες και… ό,τι είδαμε, μπήκε στην ταινία! Τρεις νέοι άνθρωποι, δίπλα στα σύνορα, μπροστά στο σύνορο της νέα ζωής τους, δεν θα μπορούσε να είναι τελειότερο.
Στην πανδημία ένιωθα ότι γερνούσα, με την ταινία ξαναβρήκα τη νιότη μου.»
Στη φωτογραφία και την εικόνα της ταινίας, επιλέγετε υπέροχα close ups σε πρόσωπα, στο δέρμα, πώς προέκυψε αυτή η απόφαση;
Ηθελα να είναι ο… θερμότερος χειμώνας που έχεις δει ποτέ. Εκεί όπου ζει η καρδιά δεν έχει ποτέ κρύο. Μεγάλωσα σε μια χώρα όπου κάθε μέρα έχει 30 βαθμούς, όλο το χρόνο. Γύρισα αυτή την ταινία στους μείον 20. Αλλά πάντα πιστεύω στη δύναμη της ανθρωπιάς μας και ποτέ δεν νιώθω το κρύο και δεν μπορώ να δεχτώ τις ταινίες που είναι βάρβαρες, βίαιες χωρίς σοβαρό λόγο.
Νιώθετε τώρα πιο οπτιμιστής απ' ό,τι στην πανδημία;
Ετσι νόμιζα, αφότου τελείωσα τις δυο ταινίες. Διασκέδασα τόσο πολύ, απελευθερώθηκα, ειδικά με το «The Breaking Ice»: βλέπετε τρεις ήρωες μπροστά στην κάμερα, αλλά υπάρχει κι ένα τέταρτος, από πίσω, εγώ, που κάνω το δικό μου ταξίδι. Στην πανδημία ένιωθα ότι γερνούσα, με την ταινία ξαναβρήκα τη νιότη μου. Φυσικά αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ, ο πρόσφατος πόλεμος στη Γάζα μ’ έχει γεμίσει θλίψη. Οπως μπορείτε να δείτε από τις ταινίες μου, είμαι ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος και μου είναι δύσκολο να μη νιώθω. Πράγματα που άλλοι άνθρωποι νιώθουν κατά 10%, εγώ τα νιώθω στο 100% γιατί είμαι υπερευαίσθητος.
Η ταυτότητά σας ως δημιουργού είναι περισσότερο αυτή της Σιγκαπούρης, είναι διεθνής, έχει σημασία αυτό για εσάς;
Νομίζω ότι παρότι οι ταινίες μου είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, τις συνδέει η δική μου προσωπικότητα, η προσωπικότητα του Αντονι Τσεν. Δεν είναι ότι επειδή κάνω μια ταινία αγγλόφωνη δεν είναι μια δική μου ταινία. Μπορεί να φτάνω τόσο μακριά όσο είναι η Ελλάδα, αλλά η ταυτότητά μου, που είναι ασιατική, ήσυχη, ευαίσθητη, νομίζω ότι χαρακτηρίζει το σινεμά μου παντού. Εχω εμπιστοσύνη στην αντίληψη του κοινού και πιστεύω ότι το καταλαβαίνουν απόλυτα.
Είναι πρόκληση για σας η κάθε σας ταινία να είναι διαφορετική από τις προηγούμενες;
Οταν κοιτάζω τις ταινίες μου, όλες έχουν την ίδια θεματική κατά βάθος. Πάντα έχουν να κάνουν με τους συνδετικούς κρίκους μεταξύ ξένων, με τις σχέσεις που δημιουργούνται απρόσμενα ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν αποτελούν οικογένεια κι είναι δεσμοί πολύ δυνατοί. Οπότε ναι, είναι διαφορετικές ταινίες, αλλά η ψυχή τους παραμένει η ίδια.
Δείτε παρακάτω το τρέιλερ της ταινίας, αλλά και τον σκηνοθέτη Χιροκάζου Κόρε-έντα να μιλά γενναιόδωρα και με θαυμασμό για τον «Πάγο που Καίει» και τον Αντονι Τσεν.