Ο Αλεξάντερ Πέιν είναι ένα περίεργο υβρίδιο της κινηματογραφικής βιομηχανίας: γυρίζει ανεξάρτητο σινεμά στην ψυχή, αλλά στην πραγματικότητα έχει πάντα τη στήριξη των στούντιο. Κάνει ταινίες επώδυνα προσωπικές, αλλά πάντα βασίζεται σε βιβλία ή σενάρια τρίτων. Γυρίζει μία χαμηλών τόνων ταινία, αλλά τη βλέπει να μεγαλώνει μέσα στις καρδιές των θεατών της και να φτάνει μέχρι την οσκαρική κούρσα. Είναι Αμερικανός, με ελληνικό αίμα. που δεν σνομπάρει (αντιθέτως, πλέον περνάει πολύ από το χρόνο του εδώ) την Ελλάδα, ενώ τα Οσκαρ πάνω στο τζάκι του θα μπορούσαν να τον έχουν κάνει απρόσιτο. Είναι πανέξυπνος, εύστροφος και απολαυστικά σαρκαστικός συνομιλητής, αλλά με μία ζεστή ευγένεια που κάνει τα μάτια του να λάμπουν.
Κι αυτή η ζεστασιά συνοδεύει και τον πικρό χιούμορ των ταινιών του. Τα «Παιδιά του Χειμώνα», η νέα του ταινία, που τον επανασυνδέει με τον Πολ Τζιαμάτι -20 χρόνια μετά το «Πλαγίως»- σε τυλίγει κι αυτή σαν ζεστή κουβερτούλα. Γιατί ο Πέιν έχει γυρίσει και πάλι μία πικρή, εύστοχη, τρυφερή, ανθρώπινη dramedy που ακολουθεί μοναχικούς ανθρώπους που έχουν άθελά τους σχηματίσει μία εναλλακτική οικογένεια στην προσπάθειά τους για σύνδεση - με τον κόσμο, τους άλλους, τα ξεχασμένα τους όνειρα, τον εαυτό τους.
Το Flix κάθισε σ' έναν καναπέ με τον 62χρονο σκηνοθέτη και περισσότερο συζήτησαν, παρά έκαναν μία ψυχρή συνέντευξη. Πώς θα γινόταν άλλωστε διαφορετικά;
Μοναχικοί άνθρωποι, διαφορετικών ηλικιών, τάξεων, ιστοριών, πιέζονται στη συνθήκη του να κάνουν Χριστούγεννα, την πιο μοναχική εποχή του χρόνου, μαζί. Τι σας οδήγησε σε αυτή την ιδέα;
Οι Ισπανοί και οι Φλαμανδοί ζωγράφοι, πρώτα έβαφαν τον καμβά τους μαύρο και μετά πρόσθεταν τα χρώματα. Αν θέλεις να κάνεις μία μελαγχολική κωμωδία, όπως αυτές που μου αρέσουν να βλέπω και να κάνω εγώ, ξεκινάς πρώτα από την πίκρα. Από τη συνθήκη που κάνει τον άνθρωπο να πονάει. Οπότε η ιδέα των παιδιών που δεν μπορούν να γυρίσουν στις οικογένειές τους για Χριστούγεννα κι ο μεσήλικος καθηγητής που δεν έχει οικογένεια (ούτε κυριολεκτικά, ούτε και εναλλακτικά) μού έκανε κλικ. Μου τράβηξε το ενδιαφέρον αυτή η «χριστουγεννιάτικη ορφάνια». Κι ο σεναριογράφος μου όμως (σ.σ. ο Ντέιβιντ Χέμινγκσον, κυρίως τηλεοπτικών πικρών κωμωδιών) είχε την ιδέα που απογείωσε τον τόνο της ταινίας: τον χαρακτήρα της μαγείρισσας. Η δική της ιστορία με έκανε να θέλω να κάνω την ταινία, όσο τίποτα άλλο. Μία μαύρη γυναίκα στα 70ς που έχασε το γιο της στο Βιετνάμ, καθώς στρατολογήθηκε γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να του πληρώνει το κράτος το πανεπιστήμιο. Η αντίθεση των προνομιούχων με των μη-προνομιούχων και πόσο κοινή μπορεί να είναι η δυστυχία, πόσο τονίζεται τα Χριστούγεννα. Αυτή ήταν η ιδέα.
Κάνετε ξεκάθαρο σχόλιο για τις κοινωνικές τάξεις και το προνόμιο των λίγων, αλλά νομίζω με μία ανατροπή, όχι καταγγελτικά: εξετάζετε τις προκαταλήψεις που έχουμε απέναντι στις τάξεις, πώς αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλον, ενώ δεν ξέρουμε ποτέ τον καημό που μπορεί να κουβαλάει...
Εννοείται πώς κάνω σχόλιο και πιστεύω ότι όλες οι ταινίες μου κάνουν. Ταυτόχρονα, δεν νομίζω ότι έχω πολλά να προσθέσω. Οι κοινωνικές ανισότητες είναι κάτι το τραγικό, ο ελιτισμός των πλουσίων είναι κάτι το τρομερό. Αυτό που με εμπνέει να γυρίσω μία ταινία είναι κάτι που πιστεύω: όλοι έχουμε τις διαδρομές μας, όλοι έχουμε την ιστορία μας. Ποια είναι των ηρώων μου; Ποια είναι η ιστορία τους; Μόνο αν σκύψεις και αφουγκραστείς τους ανθρώπους με προσοχή και ενσυναίσθηση, μόνο τότε δημιουργείς αληθινούς χαρακτήρες. Τρεις άνθρωποι με διαφορετικές αφετηρίες στη ζωή, βρίσκονται μόνοι, Χριστούγεννα, κι αναγκάζονται να συνυπάρξουν. Να βρουν τι έχουν κοινό. Μία κοινή ανθρωπιά.
Εχω μόνο έναν κανόνα - όταν διαβάζω ένα σενάριο, όταν επιλέγω μία τοποθεσία για γυρίσματα, όταν περνάω από ακροάσεις τους ηθοποιούς μου: να νιώσω κάτι αληθινό...»
Αυτό το είδος της «πικρής κωμωδία», όπως την ονομάσατε κι εσείς, έχει την μεγάλη δυσκολία του να πιάσεις τον σωστό τόνο - ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό. Εσείς, όχι απλώς τα καταφέρνετε, με σωστή θερμοκρασία και αλάνθαστες ισορροπίες, αλλά αυτό το στυλ αποτελεί πλέον και την υπογραφή σας. Και το κάνετε να μοιάζει και απλό, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο. Πώς μπορεί να επιτύχει κανείς αυτό τον τόνο;
Είναι πολύ δύσκολο να το απαντήσει κανείς αυτό. Εχω μόνο έναν κανόνα - όταν διαβάζω ένα σενάριο, όταν επιλέγω μία τοποθεσία για γυρίσματα, όταν περνάω από ακροάσεις τους ηθοποιούς μου: να νιώσω κάτι αληθινό. Πιστεύω αυτό το χώρο, αυτόν τον χαρακτήρα, πιστεύω αυτή την ιστορία; Θα μπορούσε να συμβεί; Εχω ζητήσει αρκετές φορές διορθώσεις και επεξεραγασίες, ξανά και ξανά, στο σενάριο κάθε ταινίας μου, μέχρι να φτάσει στο σημείο που εμένα θα μου κάνει «κλικ». Επίσης, ανάμεσα στο «action» και το «cut», εγώ παρακολουθώ την ταινία ως θεατής στο μόνιτορ - και το ίδιο κι όλο το συνεργείο: πιστεύουμε αυτό που βλέπουμε, είναι σωστή η κάμερα, έχει πέσει σωστά το ρούχο, το φως, ο ήχος; Αν ναι, αν καταφέρουμε να βγούμε από τη συνθήκη μας, να ξεχάσουμε ότι γυρίζουμε, αν παρακολουθούμε τι συμβαίνει στη σκηνή, τότε το έχουμε πετύχει. Τότε μόνο, έτσι οργανικά, όλα συνωμοτούν ώστε όλο αυτό να γίνει μια ταινία.
Αν θέλεις να κάνεις μία μελαγχολική κωμωδία, όπως αυτές που μου αρέσουν να βλέπω και να κάνω εγώ, ξεκινάς πρώτα από την πίκρα. Οι Ισπανοί και οι Φλαμανδοί ζωγράφοι, πρώτα έβαφαν τον καμβά τους μαύρο και μετά πρόσθεταν τα χρώματα...»
Ομως ταυτόχρονα είναι και κωμωδία, γελάμε...
Ναι, θέλει και λίγο «τζατζίκι» (γελάει). Δεν είναι Ιρανικός ρεαλισμός. Κωμωδίες φτιάχνω και το έχω πάντα στο μυαλό μου. Ομως και το χιούμορ πρέπει να είναι δουλεμένο για να βγει αληθινό. Πρέπει να πιστεύεις την γλώσσα των εφήβων όταν πειράζονται μεταξύ τους, για να γελάσεις. Πρέπει να συνδέεσαι με τον κυνισμό και τον σαρκασμό του μεσήλικα καθηγητή για να γελάσεις. Αυτό είναι το πιο απαιτητικό, γιατί ποιος ορίζει ποιο χιούμορ είναι το αληθινό; Ο κάθε άνθρωπος είναι κουρδισμένος αλλιώς. Αλλους διαλόγους κάνω εγώ στη ζωή μου, άλλη «γλώσσα» μιλάς εσύ - και δεν εννοώ τα ελληνικά. Το κλειδί εδώ είναι το πολύ προσεκτικό ταίριασμα σεναρίου και κάστινγκ. Να ταιριάξεις σωστούς ηθοποιούς με καλογραμμένους διαλόγους. Διαλόγους που έχουν γραφτεί με τον τρόπο, το ύφος, τον ρυθμό που θα μιλούσε ο κάθε χαρακτήρας συγκεκριμένα, σε κάθε δεδομένη στιγμή - κι όχι ως φερέφωνα των σκέψεων του σεναριογράφου. Αυτό το βλέπουμε συχνά: όλοι να μιλάνε το ίδιο, γιατί τελικά ο σεναριογράφος μιλάει αυτός. Λάθος, εκεί θα νιώσεις κάτι αποκομμένο και ψεύτικο.
Η Ντα'Βάιν, είναι πράγματι θεά (divine). Της έδωσα το ρόλο και της έστειλα 2 κούτες τσιγάρα με ένα μόνο σημείωμα: «ξεκίνα»...»
Μιλώντας για το κάστινγκ: βρήκατε έναν πιτσιρικά πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό, ο οποίος μοιάζει έμπειρος. Κι είναι η πρώτη του ταινία. Πώς ανακαλύψατε τον Nτόμινκ Σέσα; Και πώς σκεφτήκατε για το ρόλο της μαγείρισσας μία παραγνωρισμένη και περιορισμένη σε μικρούς ρόλους - την απίθανη Ντα'Βάιν Τζόι Ράντολφ;
Ημουν τυχερός. Ξεκάθαρη τύχη. Ξέρεις ότι θα βρεις τον ηθοποιό που ψάχνεις. Αλλά δεν ξέρεις ποτέ, πότε θα τον βρεις. Μπορεί να πρέπει να δεις 300-400 νέους ηθοποιούς. Είδες μήπως το «Η Ζωή Συνεχίζεται» του Μάικ Μιλς; Μιλούσα με τον Μάικ και μου έλεγε τότε ότι αυτό το απίστευτο πιτσιρίκι (σ.σ. Γκάμπι Χόφμαν) τον βρήκαν την πρώτη εβδομάδα των ακροάσεων. Απίστευτη τύχη! Εμείς βρήκαμε τον Ντόμινικ 4-5 εβδομάδες πριν ξεκινήσει το γύρισμα. Αρχικά είχα καταλήξει σ' έναν άλλο ηθοποιό - μάλιστα τον βλέπετε στην πρώτη σκηνή της ταινίας, είναι αυτός που μπαίνει στο δωμάτιο και πειράζει τον ήρωα για το μαγιό του. Είναι πολύ καλός ηθοποιός, θα μπορούσα να είχα πάει την ταινία με αυτόν. Θα κατέληγε μία εντελώς διαφορετική ταινία. Ενιωσα μάλιστα πολύ άσχημα και τον προσκάλεσα να κάνει αυτό το cameo, ώστε τουλάχιστον να είναι μέρος της ταινίας, μέλος της οικογένειας. Είχε τη γενναιοδωρία να δεχθεί. Ομως ο Ντόμινκ είχε «κάτι». Η μόνη οδηγία που χρειαζόταν στο γύρισμα ήταν μία: «σταμάτα να παίζεις». Ο Πολ που ήταν δίπλα του σχεδόν σε όλες τους τις σκηνές είχε πάθει πλάκα με τον νατουραλισμό και την φρεσκάδα του.
Οσο για την Ντα'Βάιν, είναι πράγματι θεά (divine). Την είχα δει σε μικρότερους ρόλους και ήξερα ότι κάποτε θα τη χρησιμοποιήσω. Κάναμε ακροάσεις για το ρόλο της Μέρι, είδαμε περίπου 30-40 ηθοποιούς, μερικές με πολύ μεγαλύτερη εμπειρία και φήμη από την Ντα'Βάιν. Αλλά εκείνη είχε «κάτι». Της έδωσα το ρόλο και της έστειλα 2 κούτες τσιγάρα με ένα μόνο σημείωμα: «ξεκίνα». Επρεπε να προπονηθεί για να είναι πιστευτή (γελάει).
Παίρνει χρόνο να βρεις ακριβώς αυτό που ψάχνεις. Ο περισσότερος χρόνος για μένα είναι η προπαραγωγή - να βρω τα locations και τους ηθοποιούς. Κι αν το σκεφτούμε λίγο: και τα δύο είναι «casting», γιατί και οι τόποι είναι χαρακτήρες μιας ταινίας.»
Εχει γίνει εξαιρετική δουλειά στα locations, τη σκηνογραφία, την ενδυματολογία. Εχει φτιάξει έναν κόσμο που πραγματικά αντιστοιχεί σε 50 χρόνια πριν - μάλιστα αστειευτήκατε ότι «ευτυχώς στη Μασαχουσέτη όλα μένουν ίδια»...
**...ή τουλάχιστον όλα αλλάζουν πολύ αργά - όπως και στην ελληνική επαρχία. Υπάρχουν μέρη στην Ελλάδα που μπορείς να γυρίσεις άνετα ταινίες εποχής.
Ομως «Τα Παιδιά του Χειμώνα», όπως και όλες οι ταινίες εποχής που έχουν κάτι να πουν, κλείνουν το μάτι και στο σήμερα, έτσι δεν είναι; Ολοι αυτοί οι μοναχικοί, τσακισμένοι, μελαγχολικοί άνθρωποι θα μπορούσαν να υπάρξουν και σε μία σημερινή ιστορία...
Ναι, είναι το ίδιο σήμερα, πριν 50 χρόνια, θα είναι το ίδιο και μετά από 500 χρόνια. Αυτό φιλοδοξείς να πετύχεις όταν κάνεις ταινίες που πραγματικά καταλαβαίνουν τη ζωή. Εβλεπα πρόσφατα ξανά το «Amour» του Μίκαελ Χάνεκε. Ο Χάνεκε πραγματικά καταλαβαίνει τη ζωή. Αν έδειχνε κανείς αυτή την ταινία 100 χρόνια πριν, ή αν τη δείξει σ' ένα κοινό 200 χρόνια μετά, όλοι θα σκύψουμε το κεφάλι. Θα έχουμε το ίδιο συναίσθημα απέναντι στο χρόνο, τη ζωή, το θάνατο, την αγάπη. Αυτό είναι το νόημα. Αυτός είναι ο στόχος.
Ω, έχω πολλά κοινά σημεία με τον ήρωά μου. Ειδικά στον διδακτισμό του. Σκέφτομαι ότι αν έμενα μόνιμα στην Ελλάδα και μιλούσα άπταιστα ελληνικά, θα ήμουν από αυτούς τους σπαστικούς που διορθώνουν όλους γύρω τους, ανασύροντας τη ρίζα των λέξεων από την καθαρεύουσα...»
Ολες σας οι ταινίες κινούνται γύρω από προβληματικές σχέσεις - είτε ανάμεσα σε οικογένειες, παιδιά με γονείς, φιλίες, ζευγάρια, ή ακόμα κοιτώντας και μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον πραγματικό εαυτό του. Πιστεύετε ότι υπάρχει μέσα σας ένα κομμάτι ταύτισης με τον κεντρικό ήρωα; Ενα ερώτημα που ψυχαναλυτικά προσπαθείτε κι εσείς ο ίδιος να απαντήσετε γυρίζοντας ταινίες; Πόσο κοντά ήσασταν εδώ με τον σαρκασμό του μεσήλικα «Πολ»;
Ω, αρκετά (γελάει). Ειδικά στον διδακτισμό του. Σκέφτομαι ότι αν έμενα μόνιμα στην Ελλάδα και μιλούσα άπταιστα ελληνικά, θα ήμουν από αυτούς τους σπαστικούς που διορθώνουν όλους γύρω τους, ανασύροντας τη ρίζα των λέξεων από την καθαρεύουσα.
Εχετε βάλει αρκετή «Ελλάδα» μέσα στην ταινία - περισσότερο από άλλες φορές - από το κυκλαδικό γλυπτό στο γραφείο του Πολ, την διδασκαλία αρχαίων ελληνικών πολέμων στα μαθήματα Ιστορίας, μέχρι τα ελληνικά diners που εμφανίζονται σε κάποιες σκηνές...
Αυτό το γλυπτό το είχα και στο «Πλαγίως». Είναι λίγο σαν easter egg - όποτε παίζει ο Πολ Τζιαμάτι σε ταινία μου, θα βάζω το γλυπτό (γελάει). Νομίζω ότι οι ελληνικές ρίζες μου βγαίνουν αυθόρμητα σε όλες μου τις εκφάνσεις, οπότε και στις ταινίες. Αλλωστε κι αυτό που συζητούσαμε πριν «οι πικρές κωμωδίες» δεν είναι σαν τη μάσκα του ελληνικού θεάτρου; Μισή κωμική και μισή τραγική; Ομως δεν μπορώ να πάρω το credit για την εξειδίκευση του Πολ στους αρχαίους πολιτισμούς - ήταν ιδέα του σεναριογράφου μου. Ηθελε να πλάσει έναν άνθρωπο που το παρελθόν αποτελεί άγκυρα για αυτόν - τον κρατάει σφιχτά δεμένο από το να κάνει βήματα μπροστά.
Είναι άτοπο να συγκρίνουμε τον καθηγητή Πολ Χάναμ αυτής της ταινίας, με τον καθηγητή Τζιμ Μακάλιστερ του «Election», της ταινίας σας από το μακρινό 1999;
Oχι καθόλου. Συνήθως δεν μου αρέσει να δίνω τα κλειδιά των ταινιών, γιατί κάποιος άλλος μπορεί να έχει τη δική του ερμηνεία. Ομως κι εγώ πιστεύω ότι αυτοί οι δυο ήρωες έχουν έναν αντικατοπτρισμό. Και οι δύο πολύ κλειδωμένοι, πολύ αδιάλλακτοι με τις αρχές τους, έχουν βρει μία ασφάλεια στα κουτάκια τους. Και κάτι συμβαίνει στις ζωές τους, που συνδέεται με τους μαθητές τους, που τους πετάει εκτός της ζώνης ασφάλειάς τους. Που τους ωθεί να παραβιάσουν αυτές τις ίδιες αρχές που διακήρυτταν. Κι αυτό το σοκ τους φέρνει, επιτέλους, μπροστά από μία ενηλικίωση που καθυστέρησε στη ζωή τους.
Ηταν σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ήμασταν στα πλατό του «Πλαγίως». Ξέρετε, τα 20 χρόνια είναι μεγάλο διάστημα. Και ταυτόχρονα είναι μία μόνο στιγμή. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου και περνάνε...»
Με τον Πολ Τζιαμάτι στα γυρίσματα των «Παιδιών του Χειμώνα» και... 20 χρόνια πριν στα γυρίσματα του «Πλαγίως»
Πόσο συγκινητικό ήταν το reunion με τον Πολ Τζιαμάτι, 20 χρόνια μετά το «Πλαγίως»; Νιώσατε τον ενθουσιασμό δύο φίλων που ξανασυναντιούνται; Βρήκατε διαφορές; Μεγαλώσατε, αλλάξατε;
Οχι δεν αλλάξαμε. Στα σημαντικά πράγματα δεν αλλάξαμε καθόλου, κι αυτό ήταν το μαγικό. Ηταν σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ήμασταν στα πλατό του «Πλαγίως». Ξέρετε, τα 20 χρόνια είναι μεγάλο διάστημα. Και ταυτόχρονα είναι μία μόνο στιγμή. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου και περνάνε. Η συνεύρεση με τον Πολ ήταν φανταστική. Ενα μεγάλο δώρο. Ενιωσα πολύ πολύ τυχερός, ευλογημένος, να έχω ξανά μαζί μου έναν τέτοιο ηθοποιό. Τόσο μελετημένο, τόσο αυθόρμητο, τόσο στοχαστικό, τόσο παιδί. Μπορεί να παίξει την πιο σοβαρή σκηνή με φοβερό αυτοσαρκασμό και κωμικό timing. Και μπορεί να προφέρει την πιο αστεία ατάκα με μία συγκίνηση που θα σε καθηλώσει. Για μένα ο Πολ είναι από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής μας. Το είπα και στον Ντέιβιντ (σ.σ.Ντέιβιντ Χέμινγκσον, τον σεναριογράφο): γράφεις τον χαρακτήρας πάνω στον Πολ. Θα τον ονομάσουμε και Πολ.
Με την Λόρα Ντερν στα γυρίσματα του «Πολίτης Ρουθ»
Σας αρέσει να επανέρχεστε στις συνεργασίες σας; Θα θέλατε να ξανασυνεργαστείτε και με άλλους ηθοποιούς από το παρελθόν της φιλμογραφίας σας;
Ναι και η πρώτη που μου έρχεται στο νου είναι η Λόρα Ντερν. Την αγαπώ πάρα πολύ, την θεωρώ άπαιχτη. Κάναμε μαζί το «Πολίτης Ρουθ» και ανυπομονώ να βρούμε ένα πρότζεκτ να κάνουμε και κάτι ακόμα μαζί.
Νιώθω ότι με το μέλλον του σινεμά είμαστε στο ίδιο αδιέξοδο, όπως κι ως πολίτες με τους πολιτικούς μας. Είμαστε σε απόγνωση με τα πρόσωπα ή την κατάσταση της πολιτικής σκηνής, όμως πρέπει να πηγαίνουμε να ψηφίζουμε. Το ίδιο και με τον κινηματογράφο. Είμαστε σε απόγνωση με τα στούντιο που κάνουν μόνο blockbusters; Ας πηγαίνουμε περισσότερο σινεμά. Πρέπει να δείξουμε την δυναμική μας ως κοινό για να ξαναπείσουμε τους χρηματοδότες να επενδύσουν. Δεν γίνεται με ευχολόγια...»
Μου το είχατε πει εσείς, σε παλιότερη συνέντευξή μας για το «Nebraska» κι από τότε σας αναφέρω συχνά σε συζητήσεις για το «τι έχει γίνει στο σύγχρονο σινεμά». Μου το είχατε εξηγήσει πολύ καθαρά: έχει εξαφανιστεί η «μεσαία» ταινία. Εχουμε πολλές μικρές, φεστιβαλικές ταινίες και μετά υπερηρωϊκά blockbusters. Τα στούντιο δεν επενδύουν πλέον στη μεσαία ταινία - τα «Κράμερ Εναντίον Κράμερ», «Συνηθισμένοι Ανθρωποι»...
**...τα «Πέρα από την Αφρική», «Αγγλος Ασθενής», ναι. Ή οι μεγάλες αμερικανικές κωμωδίεςΤαινίες που χρειάζονται χρήματα στην παραγωγή γιατί έχουν δυνατούς πρωταγωνιστές, ή εξωτικά locations. Αλλά δεν είναι action blockbusters. Ηταν πολύ κομβικής σημασίας εξέλιξη αυτή για το σινεμά. Εχει στρέψει πολλούς δημιουργικούς κινηματογραφιστές στην τηλεόραση και τις πλατφόρμες.
Αυτό ακριβώς. Οταν ένας Σκορσέζε φέρνει στην Paramount τον «Ιρλανδό», με Ντε Νίρο και Πατσίνο μαζί και εισπράττει ένα «λυπόμαστε είναι πολύ ακριβό» και πηγαίνει τελικά στο Netflix. Ομως κανείς δεν ρωτάει την Paramount γιατί χειρίζεται έτσι πλέον τις επενδύσεις της. Μόνο ο Σκορσέζε πρέπει να απαντάει «γιατί πρόδωσε το σινεμά»...
Είναι πολύ μεγάλη συζήτηση αυτή με τις πλατφόρμες. Από την μία ευτυχώς που υπάρχουν, γιατί έδωσαν διέξοδο ακόμα και στην περίοδο της πανδημίας. Και είμαστε ευγνώμονες που δίνουν χρήματα στους δημιουργούς για να κάνουν τις ταινίες τους, όταν βρίσκουν όλες τις πόρτες κλειστές. Από την άλλη, το σινεμά είναι η αίθουσα. Σινεμά σημαίνει ο κοινός διάλογος που συμβαίνει στο μυαλό και την καρδιά 800 θεατών, ταυτόχρονα, μέσα στη σιωπή της αίθουσας. Ενα πρόσφατο παράδειγμα; Το «El Conde» του Πάμπλο Λαραΐν. Πόσο υπέροχη ταινία που της αξίζει να τη δει το κοινό σε μεγάλη οθόνη! Αριστούργημα! Και είναι κρίμα που οι περισσότεροι θα την ανακαλύψουν στο Netflix. Είναι κρίμα. Το σινεμά είναι αίθουσα και ανάσες.
Οχι, το σινεμά δε θα πεθάνει ποτέ. Γιατί πάντα θα θέλεις να πεις τη φράση «πάμε σινεμά;» Γιατί πάντα θα θέλεις να πας κάπου Παρασκευή βράδυ. Θα θέλεις πάντα να πας κάπου Σάββατο βράδυ. Και τι θα κάνεις με τις Κυριακές σου, από τη στιγμή που ο Θεός πέθανε (κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα, με τον Νίτσε); Εμείς πάντα θα πηγαίνουμε στις δικές μας εκκλησίες. Τις κινηματογραφικές αίθουσες...»
Αν όμως συνεχίσει αυτή η τακτική των στούντιο, υπάρχει λύση; Πεθαίνει το σινεμά;
Θα σας φανεί αστείο, αλλά νιώθω ότι είμαστε στο ίδιο αδιέξοδο κι ως πολίτες με τους πολιτικούς μας. Είμαστε σε απόγνωση με τα πρόσωπα ή την κατάσταση της πολιτικής σκηνής, όμως πρέπει να πηγαίνουμε να ψηφίζουμε. Το ίδιο και με το σινεμά. Είμαστε σε απόγνωση με τα στούντιο που κάνουν μόνο blockbusters; Ας πηγαίνουμε περισσότερο σινεμά. Ας βλέπουμε τον «Ιρλανδό» ή τους «Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού» στο μικρό παράθυρο διανομής τους στις αίθουσες κι όχι όταν πάνε στις πλατφόρμες τους. Πρέπει να δείξουμε την δυναμική μας ως κοινό για να ξαναπείσουμε τους χρηματοδότες να επενδύσουν. Δεν γίνεται με ευχολόγια.
Οχι, το σινεμά δε θα πεθάνει ποτέ. Γιατί πάντα θα θέλεις να πεις τη φράση «πάμε σινεμά;» Γιατί πάντα θα θέλεις να πας κάπου Παρασκευή βράδυ. Θα θέλεις πάντα να πας κάπου Σάββατο βράδυ. Και τι θα κάνεις με τις Κυριακές σου, από τη στιγμή που ο Θεός πέθανε (κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα, με τον Νίτσε); Εμείς πάντα θα πηγαίνουμε στις δικές μας εκκλησίες. Τις κινηματογραφικές αίθουσες...
Τα «Παιδιά του Χειμώνα» βγαίνουν στις αίθουσες την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου από την Tanweer.