Ο Τζόνι είναι ένας 40χρονος εργένης, ραδιοφωνικός παραγωγός και ερευνητής δημοσιογράφος. Οι εκπομπές του μελετούν κοινωνικοπολιτικά θέματα, όπως το πρότζεκτ που τρέχει αυτόν τον καιρό: ταξιδεύει σε αμερικανικές μεγαλουπόλεις (από την Νέα Υόρκη και το Λος Αντζελες, μέχρι το Ντιτρόιτ και την Νέα Ορλεάνη) και παίρνει συνεντεύξεις από παιδιά κι έφηβους - κυρίως μεταναστών και υποβαθμισμένων κοινωνικών τάξεων. Πώς φαντάζονται το μέλλον; Το δικό τους και του κόσμου; Μετά επιστρέφει στα μοναχικά δωμάτιων ξενοδοχείων, στα οποία μοιάζει να κατοικεί περισσότερο χρόνο από ό,τι στο νεοϋορκέζικο διαμέρισμα του, ακούει το υλικό και το μοντάρει. Πώς σκέφτονται τα παιδιά; Πόσο αιφνιδιαστική η ειλικρίνειά τους; Πόσο κοφτερή η ευθύνη μας για τον κόσμο που τους παραδίδουμε;
Ο Τζόνι έχει μία αδελφή που δεν μιλάνε πια. Η τριβή της περιποίησης της μητέρας τους που έπασχε από Αλτσχάιμερ, ράγισε τη σχέση τους. Οι επιπόλαιες συμβουλές του για το πώς εκείνη πρέπει να να σωθεί από τον άντρα της, όταν εκείνος διεγνώσθη με ψυχική νόσο, έσπασαν το γυαλί. Για αυτό και το τηλεφώνημα της τον αιφνιδιάζει. Πρέπει να του αφήσει για λίγες μέρες τον Τζέσι, τον 7χρονο ανιψιό του. Μπορεί να είναι σε διάσταση με τον πατέρα του, μπορεί εκείνος να μετακόμισε σε άλλη πόλη, αλλά τη χρειάζεται - οι κρίσεις ξεκίνησαν ξανά.
Κάπως έτσι, τέλος η κοινωνική έρευνα, η βολική θεωρία για τον Τζόνι. Τώρα έχει όντως στην κηδεμονία του ένα πιτσιρίκι και πρέπει να μπει με κατεπείγουσα βουτιά στον μικρόκοσμό του - ένα σύμπαν σουρεαλιστικό και παιχνιδιάρικο, που διακόπτεται από αιφνιδιαστικές, κοφτερές, ειλικρινείς ερωτήσεις. Εσύ γιατί δεν παντρεύτηκες; Γιατί είσαι μόνος σου; Γιατί δεν έκανες παιδιά; Γιατί δεν μιλάς με την μαμά μου;
Ο Μάικλ Μιλς («Πρωτάρηδες», «Καταπληκτικές Γυναίκες») διαθέτει ένα συγκινητικό ταλέντο να αποτυπώνει, στο μεγάλο ψέμα που είναι το σινεμά, ακατέργαστες αλήθειες της ζωής. Τόσο τα σενάρια του, όσο και η κάμερα του, συλλαμβάνουν νανοστιγμές των ηρώων του, που όλες μαζί συνθέτουν ανθρώπους που ξέρεις, που νιώθεις δικούς σου.
Ετσι κι εδώ. Παιχνίδια στην μπανιέρα, βόλτες στο πάρκο ή στα μονοπάτια της μυθοπλαστικής φαντασίας του Τζέσι, μια επίσκεψη αστραπή για οδοντόβουρτσα στο μίνι μάρκετ, λόγια, τραγούδια, γέλια, κλάματα, αμηχανία, φωνές νουθεσίας όταν η υπομονή τελειώνει, ενοχές, ανασφάλεια. Η συνεχής ανασφάλεια του ενήλικου μπροστά στις συνεχείς, κατεπείγουσες ανάγκες του παιδιού. Η εξάντληση του να ανησυχείς τόσο. Η κούραση απέναντι στα ασταμάτητα «γιατί» των πιτσιρικιών που αμφισβητούν κάθε απάντηση στις ερωτήσεις σου, μέχρι που κι εσύ αμφισβητείς τον εαυτό σου. Και σίγουρα αμφισβητείς ότι διαθέτεις όσα χρειάζονται για να έχεις παιδί.
Ο Μιλς τολμά να πάει ακόμα πιο βαθιά: εξετάζει τις διαφορές στο πόσο ο άντρας/κηδεμόνας ασχολείται ουσιαστικά με όλα αυτά, ή πόσο η φόρα μιας «παράδοσης» αφήνει το μεγάλος βάρος στη γυναίκα/μητέρα. Η αδελφή, όσο περιποιείται τον άντρα της (σ.σ. μπράβο στον Μιλς που προσέχει πώς απεικονίζει την ψυχική διαταραχή), σε face time παρηγορεί και τον γιο της και στο τηλέφωνο καθησυχάζει και τον αδελφό της. Η φροντιστική φιγούρα της δεσπόζει κι ας μην είναι εκείνη η πρωταγωνίστρια.
Οπως πρωταγωνιστής δεν είναι ούτε ο Χοακίν Φίνιξ. Παρόλο που ο off-ρόλος του μουδιασμένου, αμήχανου θείου ταιριάζει απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του οσκαρικού πρωταγωνιστή. Παρόλο που έχει γενναία παραδοθεί στην παραίτηση του Τζόνι (ακόμα και το σώμα του μοιάζει εγκατελειμμένο στα room service γεύματα των ξενοδοχείων) και η καρδιά αρχίζει ξαναχτυπά δίπλα στο αγοράκι που κάπου, κάποτε ήταν κι αυτός.
Οχι, την παράσταση κλέβει σίγουρα το μουτράκι του Ρούντι Νόρμαν με την νατουραλιστική γλύκα του και την ατίθαση μπούκλα του. Ο Νόρμαν σε αιφνιδιάζει, όπως και ο ρόλος του. Κάνει το απρόβλεπτο, φρέσκο. Το αδούλευτο, μαγικό. Το «μικρό» να κερδίζει στη σύγκριση με το «ώριμο» κι ο ενήλικας ηθοποιός να μοιάζει λίγος μπροστά στο παιδικό μεγαλείο.
Υπάρχει όμως ένα μείον στο πώς ο Μιλς αποδίδει την ιστορία του Πρωτάρη θείου που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τον μικρό Τζέσι με σεβασμό ως ατομάκι, αλλά να τον πειθαρχήσει κι ως παιδί - γιατί η αγάπη δεν φτάνει. Ο σκηνοθέτης ξεχνά ότι από μόνη της μία συνεπής εγκεφαλική ανάλυση πάνω στο θέμα ενήλικα/παιδιού, κινηματογραφικά δεν φτάνει. Η ειλικρίνεια δεν φτάνει. Χρειαζόμαστε συγκίνηση, μαγεία. Στιγμές λιγότερο φλύαρες, όπου η τρυφερότητα της εικόνας σου λιώνει την καρδιά. Αυτή η ισορροπία που υπήρχε ιδανικά στους «Πρωτάρηδες», εδώ, παρόλο το λαμπερό ασπρόμαυρο (σαφείς οι αναφορές από το «Μανχάταν» του Γούντι Αλεν, μέχρι την «Αλίκη στις Πόλεις» του Βιμ Βέντερς) και τις γοητευτικές μουσικές του σάουντρακ, απουσιάζει. Ολα πέφτουν βαριά, σοφά, με αίσθημα ευθύνης.
Ο Μιλς μεγάλωσε, έγινε πατέρας ο ίδιος και πέρασε στην άλλη όχθη της αφήγησης. Ενηλικιώθηκε και σκοτείνιασε. Κι αυτό δεν θα ήταν απαραίτητα κακό - η ζωή συνεχίζεται. Αν δεν ξεχνούσε ότι ο σκηνοθέτης, κάπου βαθιά μέσα του, παραμένει πάντα παιδί. Κι έχει στα χέρια του ένα υπέροχο παιχνίδι που λέγεται σινεμά.