Τα «Παιδιά του Χειμώνα» μοιάζουν με το «Crying Laughing Loving Lying», το υπέροχο τραγούδι του Λάμπι Σιφρ που βρίσκεται στο κέντρο ενός εξίσου υπέροχου soundtrack από τα '70s, την εποχή δηλαδή που διαδραματίζεται αυτή η μικρή ιστορία, η οποία μεγαλώνει μέσα σου ταυτόχρονα όσο την παρακολουθείς να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου, αλλά και μετά, όταν νιώθεις πλέον να σου έχει κολλήσει στο μυαλό, σαν τη μελωδία και τους στίχους ενός τραγουδιού που επιστρέφει ξανά και ξανά με την καθησυχαστική δύναμη μιας αναπάντεχης συντροφιάς.
Σε ένα κύκλο από απροσδόκητα μαθήματα ζωής αλλά και μια ενδοσκόπηση που προδίδει περισσότερη θλίψη και μοναξιά απ’ όση αφήνει να φανεί ο στίχος Laughing sometimes does somebody some good somehow, ο Βρετανός Λάμπι Σιφρ (που ειρωνικά δεν έφτασε στην Αμερική παρά τη δεκαετία του ’80, ενώ το εν λόγω τραγούδι κυκλοφόρησε λίγο μετά τα γεγονότα της ταινίας), αναρωτιέται ποιο είναι το νόημα στο να κλαις, να γελάς, να αγαπάς και να λες ψέμματα, ακριβώς όπως ο Ντέιβιντ Χέμινγκσον αναρωτιέται για το νόημα της ζωής γενικά στο αυτοβιογραφικό σενάριο που έγραψε ο ίδιος και σκηνοθέτησε ο Αλεξάντερ Πέιν.
Είναι Δεκέμβριος του 1970 και στην Ακαδημία Μπάρτον στη Μασαχουσέτη τα Χριστούγεννα προμηνύονται περίεργα. Ο Πολ Χάναμ, ο πιο δύστροπος και ιδισουγκρασιακός καθηγητής της Ακαδημίας, αναγκάζεται να μείνει στη σχολή ως υπεύθυνος των μαθητών που δεν θα φύγουν για τις γιορτές (οι «holdovers» του πρωτότυπου τίτλου). Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο Ανγκους Τάλι, η μητέρα του οποίου τον εγκατέλειψε τελευταία στιγμή για να πάει μήνα του μέλιτος με τον νέο της σύζυγο. Το αταίριαστο αυτό δίδυμο θα συμπληρωθεί από την υπεύθυνη της καφετέριας της Ακαδημίας, Μέρι Λαμπ, η οποία θρηνεί για το χαμό του γιου της στον Πόλεμο του Βιετνάμ.
Οι τρεις τους θα αναγκαστούν να συνυπάρξουν, να δημιουργήσουν εορταστικό κλίμα κόντρα στις προβλέψεις της προσωπικής τους μη εορταστικής διάθεσης και, ξεπερνώντας ο καθένας τον εαυτό του, να αρχίσουν δειλά να φτιάχνουν από το τίποτα (ή από τα πάντα) μια νέα οικογένεια - αυτή που δεν έκανε ποτέ ο Πολ, αυτή που δεν γνώρισε ποτέ ο Ανγκους, αυτή που έχασε η Μέρι. Η διαδρομή δεν είναι προφανής: αρχικά θα κερδίσει ο ένας την εμπιστοσύνη του άλλου, στη συνέχεια θα τον κάνει συνένοχο στη θλίψη του και στο τέλος θα σταθεί ο πολύτιμος φίλος/συγγενής/πατέρας/μητέρα/γιος που όλοι χρειάζονται. Και είναι εκεί όπου ο ελληνικός τίτλος της ταινίας, που αποδίδει στους τρεις ήρωές του τον χαρακτηρισμό «παιδιά», έρχεται να υπογραμμίσει πως, ναι, ακόμη και αν δεν είναι προφανές, αυτή - περισσότερο από οτιδήποτε - είναι μια ταινία ενηλικίωσης. Και για τον ανήλικο και για τους ενήλικες.
Γραμμένο με τη λεπτομέρεια της σχεδόν βιωματικής παρατήρησης πάνω στους τρεις κεντρικούς του ήρωες, την πιστότητα στην εποχή (τόσο σε ατμόσφαιρα όσο και πνεύμα) και τη διαρκή εναλλαγή της κωμωδίας με το δράμα, ο Ντέιβιντ Χέμινγκσον παραδίδει στον Αλεξάντερ Πέιν ένα σενάριο που μοιάζει να κλείνει μέσα του χρόνια ολόκληρα ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά, όπως το γνωρίζαμε: αλησμόνητους χαρακτήρες που δοκιμάζουν χωρίς κορώνες την έννοια του «διαφορετικού», μικρές (ή μεγαλύτερες) σκηνές που αναπάντεχα σκάνε σαν πυροτεχνήματα χωνεμένης αρχετυπικής δραματουργίας και μια - αφοπλιστική σε κάθε της έκφανση - ουμανιστική, στο όριο της θεραπευτικής, πυξίδα που δεν φοβάται να κολλήσει στην κατεύθυνση των καλών αισθημάτων και των μικρών χειρονομιών που όμως μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή.
Ο Αλεξάντερ Πέιν, εδώ σε μια από τις καλύτερες στιγμές του - σίγουρα εδώ και μια δεκαετία, από το «Nebraska» αλλά και φέρνοντας μνήμες από το κορυφαίο «Πλαγίως» - στέκει ατρόμητος μπροστά στην σε στιγμές τόσο υπέροχα δοσμένη άβολη απλότητα όσων συμβαίνουν σε αυτήν την ιστορία. Κρατάει το τέμπο σαν όλη η ταινία να είναι ένα folk τραγούδι του Σιφρ, επενδύει φινετσάτα «ευρωπαϊκά» σε στιγμές που η «αμερικανιά» θα τον πρόδιδε ανεπανόρθωτα και απολαμβάνει τρεις σπουδαίους ηθοποιούς (σχεδόν χωρίς σειρά προτεραιότητας ανάμεσα στον αδιανόητο αλλήθωρο Πολ Τζιαμάτι, την σπαρακτικά απολαυστική Ντα’ Bάιν Τζόι Ράντολφ και τον πρωτοεμφανιζόμενο - to stay - Ντόμινικ Σέσα) να μετατρέπουν κάθε τους σκηνή σε ένα μικρό θρίαμβο μιας κλασικής και ταυτόχρονα απόλυτα σημερινής ανθρωπογεωγραφίας.
Η συγκίνηση είναι αβίαστη, τα συναισθήματα ρέουν, η επιτήδευση δεν χάνει ποτέ την πυξίδα της αφήγησης, το πνεύμα των Χριστουγέννων επαληθεύεται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο και όλα τα κλισέ που νομίζεις ότι θα πέσουν στο κενό, βρίσκουν τη θέση τους σε μια μικρή ταινία που μεγαλώνει όσο διαρκεί, αλλά και όταν τελειώνει. Και μετά από καιρό συνεχίζει να θυμίζει μια όμορφη ανάμνηση, μια γλυκιά αίσθηση, ένα ωραίο, οικείο (εδώ με την καλύτερη έννοια που μπορεί να έχει ο όρος) σινεμά που υπενθυμίζει τη σημασία της επιστροφής στα βασικά. Και για το σινεμά, αλλά και για τη ζωή.
«Ολες οι αληθινές κωμωδίες έχουν ρίζα στον ανθρώπινο πόνο». Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη του Αλεξάντερ Πέιν στο Flix.