(Η κριτική δεν περιέχει spoilers, αν όμως επιθυμείτε να μη γνωρίζετε απολύτως τίποτα για την ταινία, επιστρέψτε στην κριτική αφού δείτε το φιλμ)
Μαζί με τον Superman και τον Batman (ή τον Batman και τον Superman αν προτιμάτε), η Wonder Woman αποτελεί την Αγία Τριάδα της DC, ή αλλιώς εκείνη την πολύτιμη ομάδα χαρακτήρων που για δεκαετίες αποτελούσε (και εξακολουθεί να αποτελεί) τον ακρογωνιαίο λίθο των κομιξικών περιπετειών της εταιρείας. Για κάποιο περίεργο λόγο ωστόσο, η ίδια δεν αποτέλεσε ποτέ το αντικείμενο μιας μεγάλης κινηματογραφικής παραγωγής, σε αντίθεση μάλιστα με τα δύο έτερα μέλη της Τριάδας, τα οποία όχι μόνο έκαναν νωρίς το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο αλλά και είδαν πλείστες φορές τις ιστορίες τους να διασκευάζονται ξανά και ξανά μέσα από το πρίσμα διαφορετικών σκηνοθετών, ποικίλων οπτικών και, σχεδόν πάντα, εν μέσω σημαντικών οικονομικών εισπράξεων.
Η «Wonder Woman» της Πάτι Τζένκινς έρχεται, αν και καθυστερημένα, να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Όχι άδικα, η ταινία μπορεί να καυχιέται ότι αποτελεί την πρώτη υπερπαραγωγή στην ιστορία με πρωταγωνίστρια μια σούπερ-ηρωίδα. Ακόμα πιο δίκαια, το φιλμ μπορεί να περηφανεύεται χωρίς ενδοιασμό για το γεγονός ότι αποτελεί την πρώτη ταινία με τόσο μεγάλο προϋπολογισμό παραγωγής που σκηνοθετήθηκε από γυναίκα. Το κυριότερο, όμως, και το σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι το «Wonder Woman» μπορεί χωρίς αμφιβολία να καμαρώνει για την επιτυχία του να βρει για την εμβληματική φιγούρα της ηρωίδας του την ιδανική πρωταγωνίστρια: μια θαρραλέα, υποβλητική, άκρως γοητευτική και απόλυτα badass Γκαλ Γκαντότ, η οποία όχι μόνο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τους παραδοσιακά άντρες υπερ-ήρωες αλλά ουσιαστικά υπογραμμίζει πόσο απαραίτητη είναι η παρουσία της στην επιβίωση του υπερ-ηρωικού genre.
Ακολουθώντας την ζωή της πριν γίνει γνωστή ως Wonder Woman, η ταινία παρακολουθεί την Νταϊάνα ως πριγκίπισσα των Αμαζόνων, ως εκπαιδευόμενη πολεμίστρια, ως μια παθιασμένη ιδεαλίστρια που δε διστάζει να ριχθεί στην κόλαση αυτού που θα ακούσει να αποκαλούν «παγκόσμιο πόλεμο» και, τελικά, ως μια υπερ-ηρωική φεμινιστική φωνή που αντιπαραβάλει στις καθιερωμένες προκαταλήψεις μια αφοπλιστική εναλλακτική, που αποκαλύπτει την ισχύ της ακριβώς από το αυταπόδεικτο των θέσεών της περί ουσιαστικής ισότητας.
Αποτελώντας ουσιαστικά μια ταινία εποχής (εξαιρώντας τις σύντομες σύγχρονες σκηνές που ανοίγουν και κλείνουν την ταινία), το «Wonder Woman» δίνει τη δυνατότητα στην Τζένκινς να ξεφύγει από τη συνήθη χρωματική παλέτα των υπόλοιπων ταινιών αυτού του υπερηρωικού σύμπαντος («Ανθρωπος από Ατσάλι», «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης», «Ομάδα Αυτοκτονίας»), να χαρεί το φως και τις έντονες αποχρώσεις της Θεμίσκυρας (αν και οι εσωτερικοί χώροι θυμίζουν ανησυχητικά τα ντεκόρ της Άσγκαντ του «Thor»), να παίξει με την ομίχλη, την υφή και την ατμόσφαιρα είτε του μουντού Λονδίνου είτε των δασών που οδηγούν στο μέτωπο και, ουσιαστικά, να τονίσει την δυναμική παρουσία της ηρωίδας της σε κάθε ευκαιρία με γνήσιο ενθουσιασμό, περήφανο θαυμασμό και, κατά στιγμές, ρομαντική αφέλεια, η οποία ωστόσο αποτελεί και την πηγή της δύναμης αυτής της «Wonder Woman».
Όλα αυτά δημιουργούν μια ταινία που διαφέρει ξεκάθαρα από τις υπόλοιπες σκοτεινές συνδημιουργίες της Warner και της DC, όχι μόνο οπτικά αλλά και θεματικά. Η Wonder Woman της Γκαλ Γκαντότ ορμάει στον πόλεμο αλλά δεν διψά για αίμα, χτυπάει τους «κακούς» αλλά δεν κυριεύεται από κάποιο αίσθημα εκδίκησης, είναι δυναμική και παντοδύναμη αλλά δεν έχει στόχο να προβάλλει ή να επιβάλλει την ισχύ της. Η Πάτι Τζένκινς δε διστάζει να παραδοθεί στον ιδεαλισμό της ηρωίδας της, δε συγκρατεί το αφελές κατά στιγμές όραμά της, δε κρατάει πίσω ούτε στιγμή την εκφορά της λέξης «αγάπη» φοβούμενη μήπως υπερτονίσει την ενσυναίσθηση της ηρωίδας της. Όπως και η ίδια η Wonder Woman, η Πάτι Τζένκινς δε χαμηλώνει τη φωνή της υποκύπτοντας στις προσδοκίες των άλλων παρά χαράζει το δικό της μονοπάτι, περήφανη τόσο για τα καλά όσο και για τα κακά του.
Γιατί όσο κι αν υπάρχει η διάθεση να παρασυρθεί κανείς από τον γνήσιο ενθουσιασμό της Τζένκινς και την συγκινητική αφοσίωση της Γκαντότ στην ουσία της ηρωίδας της, δεν γίνεται να παραβλέψει ταυτόχρονα και τους σχηματικούς β’ ρόλους, τις κοινοτοπίες του σεναρίου ιδιαίτερα ως προς τα κίνητρα των «κακών», την μάλλον μονόπλευρη προσέγγιση των υπόλοιπων Αμαζόνων και την συνήθως προφανή εκφορά όλων των νοημάτων της ταινίας, που αγνοούν κάθε υπαινικτικότητα για να βροντοφωνάξουν περήφανα τη θέση τους (προσέγγιση κατά στιγμές κατανοητή αλλά που μάλλον αφαιρεί τελικά από την αποτελεσματική μετάδοση του μηνύματος).
Επιπλέον, η κορύφωση της ταινίας (που θα μπορούσε να κερδίσει από μια πιο σύντομη διάρκεια) μοιάζει να παραδίδεται αναπόφευκτα σε εκείνο το συνονθύλευμα CGI που χαρακτήρισε και τον «Ανθρωπος από Ατσάλι» και το «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης» και την «Ομάδα Αυτοκτονίας», εγκαταλείποντας κάθε οπτική κατάκτηση της Τζένκινς για χάρη ενός ενοποιημένου (και σαφώς κατώτερου) εικαστικού συνόλου σε κοινή πορεία με τις ταινίες που προηγήθηκαν. Ακόμα και η χαρακτηριστική μουσική του Junkie XL για την ηρωίδα κάνει εδώ εκ νέου την εμφάνισή της μετά το «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης», προκύπτοντας όμως παράταιρη με το συμφωνικό, και ολίγον ρετρό, μουσικό σκορ και μάλλον καταναγκαστική.
Παραδόξως, το μόνο ρίσκο που αναλαμβάνει ουσιαστικά η ταινία είναι να τοποθετήσει μια ηρωίδα τόσο μπροστά όσο και πίσω από την κάμερα, για να αποδείξει (ορθώς) ότι οι υπερ-ηρωικές θεματικές δεν αποτελούν αποκλειστικά αντρικό φαινόμενο. Στην ουσία της όμως, η «Wonder Woman» είναι ένα καθαρόαιμο origin story που δεν παίρνει αφηγηματικά ρίσκα (το χρονικό δε πλαίσιο της ιστορίας θυμίζει κατά στιγμές τον «Πρώτο Εκδικητή: Captain America», σαν μια παράλληλη ιστορία από το πολεμικό μέτωπο), ούτε επιχειρεί να επανερμηνεύσει μια κλασική ιστορία από την αρχή. Ναι, και μόνο το γεγονός ότι στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται Η «Wonder Woman» αποτελεί θαύμα από μόνο του, όμως πίσω από τον ενθουσιασμό δεν κρύβεται κάτι περισσότερο από μια στρωτή αλλά απόλυτα συμβατική αφήγηση.
Αλήθεια, όμως, έχει αυτό τόσο μεγάλη σημασία; Μπορεί η όποια αφηγηματική ασφάλεια να ελαττώσει την γνήσια διασκέδαση που προσφέρει απλόχερα τούτη η «Wonder Woman»; Μπορεί άραγε κάθε μονοδιάσταστος β’ ρόλος να μειώσει την πυγμή της μαγνητικής, μελλοντικά εμβληματικής, παρουσίας της Γκαλ Γκαντότ στον ομώνυμο ρόλο; Μπορεί η ρομαντική αφέλεια της Τζένκινς να αναιρέσει την πυγμή, το πάθος και την απόλυτη αφοσίωση που παρουσιάζει από την αρχή μέχρι το τέλος στο project της; Φυσικά και η απάντηση είναι μεγαλόπρεπο, ενθουσιώδες «όχι». Έχουμε ανάγκη για περισσότερες Wonder Women στον κινηματογράφο. Ευτυχώς, η αρχή έχει ήδη γίνει.