Δύο χρόνια μετά τα γεγονότα της «Αυγής», oι πίθηκοι βρίσκονται σε πόλεμο με τους ανθρώπους, αλλά ο Σίζαρ, ως αρχηγός των πιθήκων προσφέρει ανακωχή αν οι άνθρωποι αφήσουν τους πιθήκους να ζήσουν ήσυχα στο δάσος. Ολα θα αλλάξουν όταν ένας αδίστακτος συνταγματάρχης θα επιτεθεί στην οικογένεια του Σίζαρ, αναγκάζοντάς τον να ζητήσει εκδίκηση. Η αναζήτηση για το μέρος στο οποίο βρίσκεται ο συνταγματάρχης θα ξεκινήσει, αφού ο Σίζαρ θα εξασφαλίσει την ασφάλεια της φυλής του, φτάνοντας όμως σε ένα στρατόπεδο κάπου στην τελείως αγνώριστη Καλιφόρνια θα δει πως ο συνταγματάρχης έχει συλλάβει τους πιθήκους και τους αναγκάζει να εργάζονται για την ανέγερση ενός τείχους. Η σύγκρουση είναι πλέον εκτός από αναπόφευκτη και θέμα επιβίωσης.

Το reboot του «Πλανήτη των Πιθήκων» διεθετε ήδη από το πρώτο του μέρος ένα σαφή προσανατολισμό. Πιο κοντά στη λογική των ταινιών του ’60 παρά στη μεμονωμένη απόπειρα του Τιμ Μπάρτον, το στοίχημα ήταν να δομηθεί βήμα βήμα ένας μελλοντολογικός εφιάλτης (τέλος του κόσμου;) και μαζί μια ημι-οικολογική αλληγορία για τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα και μια ακόμη για την επιβολή των ισχυρών όταν είναι πλέον δύσκολο να ξεχωρίσεις σε ποιον ανήκει η ισχύς.

Και έτσι έγινε με τη δειλή «Εξέγερση» να δίνει το στίγμα, τη θαρραλέα «Αυγή» να δίνει τη σκοτεινη υφή και τη «Σύγκρουση» τώρα να τραβάει στα άκρα αυτό που πέρα από ένα αγωνιώδες και θεαματικό blockbuster είναι μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που θέλει να κερδίσει τη δική της θέση μέσα στη σύγχρονη ιστορία του σινεμά.

Τα συγχαρητήρια δέχεται ο Ματ Ριβς (του «Cloverfield» και του εξαιρετικού αμερικανικού ριμέικ του «Ασε το Κακό να Μπει») που σκηνοθέτησε την «Αυγή» και υπογράφει εδώ και το σενάριο – σε μια αναφορά όχι μόνο στην ίδια την εμφυλιακή Αμερική αλλά και σε μια τρομακτική αναγωγή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το σύγχρονο χάος.

Περισσότερο μια περιπέτεια επιβίωσης στη συσκευασία ενός δράματος φυλακών παρά ένας οργασμός μαχών και εκκωφαντικών κραυγών, η «Σύγκρουση» δεν κρύβει (άλλωστε επιλέγει να το κάνει και γκράφιτι) πως πατάει με το ένα πόδι στο «Ape-pocalypse Now!» και με το άλλο στην «Απόδραση από το Αλακατράζ» με τρομερή επιτυχία και στις δύο σταθερές της. Για να μην αναφερθεί κανείς σε πλήθος άλλων σινεφιλικών αναφορών που δεν σταματούν στον «Σπάρτακο» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

Από τη μία ο αλά Κουρτζ ήρωας του Γούντι Χάρελσον που είναι την ίδια στιγμή τραγικός, καρικατούρα και τρελός και από την άλλη ένα ολοκληρωμένο σχέδιο απόδρασης που θα μπει σε εφαρμογή από τους φυλακισμένους πιθήκους προκειμένου να καταφέρουν να κερδίσουν την ελευθερία τους. Από τη μία η παράνοια της εκδίκησης που φέρνει άνθρωπο και ζώο να γίνονται ένα και από την άλλη η επιθυμία για ελευθερία που άλλοι αναζητούν σε μια απονενοημένη πράξη αυτοκτονίας και άλλοι στη... φύση.

Ακόμη περισσότερο και από την «Αυγή», ο Ματ Ριβς σκηνοθετεί ελεγειακά και σχεδόν ποιητικά (όχι ελέω άπειρων κλισέ που φυσικά λειτουργούν – διαφορετικά γιατί να βάλεις ένα κοριτσάκι που δεν μιλάει να ακολουθεί την ομάδα των πιθήκων), αφήνει χρόνο να περάσει σε διαλογικές σκηνές (από τα 140 λεπτά της η «Σύγκρουση» πρέπει να αφιερώνει λιγότερο από τα 20 στους ανθρώπους) μεταξύ των πιθήκων και οδηγεί το franchise σε ένα πρώτο τέλος μετατρέποντας τον κεντρικό του ήρωα σε έναν – δίκαια – αλησμόνητο χαρακτήρα του σύγχρονου σινεμά.

Θα μπορούσε κανείς να μιλάει με τις ώρες για την τελειοποιήση της τεχνολογίας που κάνει τους πιθήκους πιο αληθινούς και από την πιο τρομακτική πραγματικότητα. Αλλά ας μην κλέψουμε ούτε λεπτό θαυμασμού για αυτό που κάνει ο Αντι Σέρκις στο ρόλο του Σίζαρ: φτάνοντας το προσωπικό του επίτευγμα σε τέτοια άκρα που κανείς δεν ξέρει που ακριβώς αρχίζει ή τελειώνει η επανάσταση, ο βρετανός ηθοποιός μετατρέπει το motion capture στην πεμπτουσία της πρωτοπορίας, όπως αυτή θα έπρεπε να αποδοθεί τιμητικά στον ίδιο για όλους τους ήρωες που ζωντάνεψε τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Φτιαγμένος για να «παίξει» με την έννοια του ανθρώπινου, αλλά χωρίς ποτέ (προσέξτε το) να φέρεται ανθρώπινα (εκτός αν απαγορεύεται σε έναν πίθηκο να κλαίει...), ο Σίζαρ είναι εδώ ένας αρχετυπικός σχεδόν σαιξπηρικός ήρωας που θα βρεθεί μπροστά σε ένα πρωτογενές δίλημμα, αλλά περισσότερο αντιμέτωπος με την ίδια του τη φύση. Ο τρόπος με τον οποίο ο Σέρκις καταφέρνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιθυμία του χαρακτήρα του για εκδίκηση και στο θρήνο, είναι πραγματικά σπαρακτικός. Μια σπουδαία στιγμή που θα αξίζει να μνημονεύεται στο μέλλον περισσότερο από την ταινία στην οποία βρίσκεται – και, είναι προφανές, όχι μόνο για το συγκλονιστικό των ειδικών εφέ.