Μια δεκαετία μετά την τελευταία φορά που συναντήσαμε τον Σίζαρ, η ανθρωπότητα έχει αποδεκατιστεί, εξαιτίας της φονικής γρίπης των πιθηκοϊδών, αποτέλεσμα φυσικά των γενετικών πειραμάτων που έδωσαν και στον Σίζαρ την εξελιγμένη του ταυτότητα. Εκείνος είναι πια ο ηγέτης των πιθήκων και ζει σε μια κοινότητα με ξεκάθαρη κοινωνική διαστρωμάτωση, μέσα σ’ ένα δάσος κοντά στο Σαν Φρανσίσκο, διοικώντας την αγέλη του αυστηρά και δίκαια, προστατεύοντάς την απ’ οποιαδήποτε σχέση με το ανθρώπινο είδος. Οταν, όμως, μια ομάδα ανθρώπων θα θελήσει να εισχωρήσει στο δάσος για να εκμεταλλευτεί ένα παλιό εργοστάσιο ενέργειας που βρίσκεται εκεί, ο πόλεμος μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων θα ξεσπάσει ξανά, με καταστροφικά αποτελέσματα και για τα δυο στρατόπεδα.

Αν κάποιος θεωρήσει ότι το «Rise of the Planet of the Apes» ήταν ένα πετυχημένο (όχι μόνο εισπρακτικά) φρεσκάρισμα στην παράδοση και το μύθο του «Πλανήτη των Πιθήκων», η νέα προσθήκη στην κινηματογραφική σειρά, σκηνοθετημένη από τον Ματ Ριβς του «Cloverfield», πραγματικά απογειώνει την ιστορία, σεναριακά και αισθητικά, οδηγώντας τη σ’ ένα συναρπαστικό σκοτεινό μέλλον.

Ο Ριβς και οι τρεις σεναριογράφοι του χτίζουν μια ταινία απόλυτα… πιθηκοκεντρική. Μπορεί το ανθρώπινο καστ ν’ αλλάζει εξολοκλήρου (με μια πάντα ελκυστική Κέρι Ράσελ, έναν Γκάρι Ολντμαν που δεν κολλάει πουθενά αλλά δεν πειράζει και τον Τζέισον Κλαρκ που θα θέλαμε να βλέπουμε όλο και πιο πολύ), αλλά οι πίθηκοι είναι εκείνοι που οδηγούν την ταινία, συχνά καβάλα σε καθαρόαιμα άλογα, σε εικόνες που μπαίνουν στην ανθολογία της φαντασίας. Η ταινία καταγράφει τα δεινά της ανθρώπινης κοινωνίας, όχι μέσα από τους ανθρώπους-ήρωες, αλλά μέσα από την ομάδα των πιθήκων που, τόσο όμοια με τους ανθρώπους, διαφθείρεται από τη γοητεία της εξουσίας και την αλαζονεία της δύναμης και χάνει τον προσανατολισμό της, αναζητώντας εκδίκηση για όσα έχει αναγκαστεί να υποφέρει.

Ο κεντρικός ήρωας, στιβαρός και καθηλωτικός, είναι ο Σίζαρ του Αντι Σέρκις, ο οποίος κατορθώνει, με τη βοήθεια ενός καλογραμμένου χαρακτήρα, να βγάλει συναίσθημα και ιδεολογία (μην αναζητούμε βάθος) μέσα από την «ψηφιακά επεξεργασμένη» ερμηνεία του. Η δράση είναι θεαματική, όχι εξαιτίας του 3D, αλλά χάρη σε τολμηρά σκηνοθετημένες σκηνές μάχης και πλήθους, που έρχονται ως κλιμάκωση μιας εκτεταμένης διαπραγμάτευσης μεταξύ δυο αντίθετων πεποιθήσεων, της επιλογής του διαλόγου κι εκείνης της ωμής βίας. Το σύμπαν της ταινίας, όσο αλλόκοτο και υπερβολικό ακούγεται στην αφήγησή του, είναι κατασκευασμένη με εκπληκτική πειστικότητα, ώστε στιγμή να μην υπάρχει απορία για το πώς οι πίθηκοι μιλούν – αρχικά τη νοηματική, σταδιακά στοιχειώδη αγγλικά – ή καταστρώνουν στρατηγική, ή μοιράζονται βαθιές σκέψεις και επίμονα ψυχολογικά τραύματα.

Χωρίς στιγμή να ξεσκεπάζει την ιστορία του από το βαθύ σκοτάδι που απλώνεται πάνω της, ο Ριβς παρουσιάζει ένα μεγα-θέαμα που έχει λόγο ύπαρξης, σ’ ένα σίκουελ που αποφεύγει τις ευκολίες και στέκεται αυτόνομο ως ταινία, με ήρωες πλάσματα που, έστω κι αν είναι πίθηκοι καβάλα ή άνθρωποι που ταλανίζονται από απώλειες, προκαλούν τη συμπάθεια και παρασύρουν στο δράμα τους. Εγγύηση ότι, όχι μόνο η ταινία θα καθορίσει εισπρακτικά τα φετινά καλοκαιρινά blockbusters της Αμερικής, αλλά κι ότι οι πίθηκοι θα συνεχίσουν εις μακρόν τη ζοφερή πορεία τους προς το μέλλον.