Υπάρχει κάτι προκλητικά ειρωνικό και παιχνιδιάρικα βλάσφημο στον τίτλο «Wake Up Dead Man». Δεν είναι απλώς μια βιβλική αναφορά, ούτε μόνο ένα ακόμα λογοπαίγνιο του Ράιαν Τζόνσον. Είναι μια καθαρή επίκληση στη στιγμή του Λάζαρου, σε εκείνο το σημείο όπου η πίστη δοκιμάζεται όχι ως θαύμα, αλλά ως ανάγκη. Και με το τρίτο κεφάλαιο του «Στα Μαχαίρια», ο Τζόνσον μοιάζει να ρωτά αν μπορεί πραγματικά να αναστηθεί κάτι που έχει σαπίσει από μέσα ή αν το μόνο που μας μένει είναι να παραδεχτούμε τον θάνατό του και να προχωρήσουμε.

Από τα πρώτα λεπτά γίνεται σαφές πως αυτή δεν είναι η πιο «διασκεδαστική» ταινία της σειράς, ούτε η πιο φλύαρη. Είναι όμως η πιο βαριά θεματικά και η πιο φιλόδοξη. Το μυστήριο εδώ δεν αφορά μόνο το ποιος σκότωσε ποιον, αλλά το γιατί επιμένουμε να κουβαλάμε την ενοχή, τον θυμό και τη μισαλλοδοξία σαν ιερά κειμήλια που δεν τολμάμε να αγγίξουμε.

Το σενάριο του Τζόνσον είναι η καρδιά της ταινίας και ίσως το πιο τολμηρό που έχει γράψει στο πλαίσιο του franchise. Η ιστορία χτίζεται γύρω από μια θρησκευόμενη κοινότητα, έναν φόνο που ταράζει τα θεμέλιά της και μια εκκλησία που δεν παρουσιάζεται ως χώρος αγάπης, αλλά ως μηχανισμός καταπίεσης, σιωπής και ενοχών, με το Μήλο της Εύας, το προπατορικό αμάρτημα στη μορφή ενός πολύτιμου λίθου, να λειτουργεί ως μια ακόμα αλληγορία της αμαρτίας, του φθόνου και του ανθρώπινου μίσους.

Μέσα σε αυτή την εκκλησιά βρίσκουμε τον Πάτερ Τζουντ, τον οποίο ενσαρκώνει με εντυπωσιακή εσωτερικότητα ο Τζος Ο’ Κόνορ. Δεν πρόκειται για έναν κλασικό κινηματογραφικό ιερέα, αλλά για έναν άνθρωπο που κουβαλά τους δικούς του δαίμονες, γεμάτος θυμό, σωματική μνήμη και αμφιβολία. Ο Τζουντ αντιπροσωπεύει μια πίστη στον ίδιο τον άνθρωπο, τον οποίο τον βλέπει με τις ατέλειες τους, τις ιδιομορφίες τους και, ναι, με τα σκοτάδια του, αλλά δεν παύει να τον αγκαλιάζει και να τον δέχεται όπως ακριβώς είναι, η οποία όμως δοκιμάζεται καθημερινά.

Στον αντίποδα, ο χαρακτήρας του Τζον Μπρόλιν ενσαρκώνει την εκκλησιαστική εξουσία ως μηχανισμό ελέγχου. Είναι μέσα από αυτόν που η ταινία μιλά ανοιχτά για τον μισογυνισμό της εκκλησίας, για την ηθική αυθεντία που μετατρέπεται σε εργαλείο επιβολής και για τη βία που γεννιέται όταν η συγχώρεση αντικαθίσταται από την τιμωρία. Ο λόγος του δεν θεραπεύει, πειθαρχεί. Δεν αναζητά λύτρωση, αλλά συμμόρφωση. Το ποίμνιο του τον μισεί, αλλά τον σέβεται και, πάνω από όλα τον φοβάται. Και ακριβώς γι’ αυτό λειτουργεί ως η πιο ανησυχητική φιγούρα της ταινίας, όχι επειδή φωνάζει, αλλά επειδή μιλά με τη σιγουριά του αλάθητου.

Ο Τζόνσον δεν ενδιαφέρεται να κάνει ένα αντιθρησκευτικό μανιφέστο, καθώς η ματιά του παραμένει βαθιά ανθρώπινη και στοχαστική. Το «Wake Up Dead Man» μιλά για την ανάγκη να αφήσουμε πίσω τον θυμό μας για τους άλλους όχι ως πράξη ηθικής ανωτερότητας, αλλά ως πράξη επιβίωσης. Ο θυμός προς τον συνάνθρωπο μας και ο φθόνος για τα αγαθά των άλλων, παρουσιάζοντα ως ένα βάρος που παραμορφώνει την πίστη και διαβρώνει την κοινότητα, μια εσωτερική αμαρτία που δεν εξαγνίζεται με τιμωρία αλλά μόνο με παραδοχή και αποδοχή, με την συγχώρεση να μη λειτουργεί ως άφεση αμαρτιών, αλλά ως απελευθέρωση από τον κύκλο της ενοχής και της οργής.

Σκηνοθετικά, ο Τζόνσον απομακρύνεται από την εξωστρέφεια του «Glass Onion» και επιλέγει μια πιο σκοτεινή, σχεδόν πένθιμη, πιο γοτθική, ατμόσφαιρα. Οι χώροι δείχνουν να έχουν ένα gravitas με τις σκιές να κυριαρχούν, και τον ίδιο να παρατηρεί περισσότερο απ’ όσο επιδεικνύεται καθώς η σκηνοθεσία του υπηρετεί σταθερά το σενάριο, χωρίς να το καπελώνει, έχοντας ως αποτέλεσμα μια ταινία που αναπνέει αργά και με σιγουριά.

Το μυστήριο είναι καλοδουλεμένο και δομικά ευφυές. Οι ανατροπές δεν λειτουργούν ως φθηνά τεχνάσματα, αλλά ως επαναπροσδιορισμοί των χαρακτήρων και των κινήτρων τους. Ο Μπενουά Μπλανκ του Ντάνιελ Κρεγκ παραμένει ένας απολαυστικός παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης, λιγότερο θεατρικός αυτή τη φορά και περισσότερο στοχαστικός και η παρουσία του λειτουργεί σαν ηθική πυξίδα, όχι γιατί έχει όλες τις απαντήσεις, αλλά γιατί ξέρει πότε δεν πρέπει να τις επιβάλει. Το υπόλοιπο καστ υποστηρίζει ιδανικά το όραμα της ταινίας, με ερμηνείες που χτίζονται περισσότερο στις αποχρώσεις παρά στις εξάρσεις. Κάποιοι χαρακτήρες ίσως να μην προλαβαίνουν να αναπτυχθούν όσο θα άξιζε (δεν θα αναφέρουμε ποιοι για να μην σποιλεριάσουμε την εμπειρία), όμως αυτό μοιάζει περισσότερο στο που ακριβώς θέλει να επικεντρώσει το βλέμμα του ο Τζόνσον παρά σε αδυναμία του σεναρίου.

Το «Wake Up Dead Man» δεν είναι η πιο άμεση ή η πιο εύκολη ταινία του «Στα Μαχαίρια». Είναι σίγουρα όμως η πιο ώριμη. Μια ταινία που χρησιμοποιεί το μυστήριο ως εργαλείο για να μιλήσει για την πίστη, την αμαρτία και τη συγχώρεση χωρίς απλοϊκές απαντήσεις. Στο τέλος, η ανάσταση που προτείνει ο Τζόνσον δεν είναι θαυματουργή, είναι επίπονη, ατελής και ανθρώπινη. Και ίσως γι’ αυτό να είναι και η πιο ειλικρινής.