Η Ανιές Βαρντά ήταν μέχρι το θάνατό της τον περασμένο Μάρτιο σε ηλικία 90 ετών η «γιαγιά» του γαλλικού σινεμά, αλλά ταυτόχρονα ήταν και το αιώνιο κορίτσι του, εκείνη που δημιούργησε τη νουβέλ βαγκ το 1955 με το «Le Pointe Courte» πριν από τον Γκοντάρ, τον Τριφό και τους υπόλοιπους, αλλά και εκείνη που με κάθε της ταινία, μικρού ή μεγάλου μήκους, μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης, έβλεπε τη φόρμα και την αφήγηση σαν ένα παιχνίδι, τους κανόνες του οποίου με ανεμελιά, αλλά και βαθιά γνώση αποδομούσε κι επαναπροσδιόριζε.

Το «Η Ανιές με τα Λόγια της Βαρντά» ολοκληρώθηκε και έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Βερολίνου ένα μόλις μήνα πριν το θάνατό της και από πολλές απόψεις μοιάζει με το αποχαιρετιστήριο γράμμα της στην τέχνη και στο κοινό που τόσο αγάπησε, ένα συμπυκνωμένο απόσταγμα σοφίας που ήθελε να μοιραστεί γνωρίζοντας πως αυτή πρόκειται να είναι η τελευταία της ταινία. Και φυσικά η τελευταία της λέξη και η τελευταία της εικόνα δεν θα μπορούσε παρά να αφορά αυτή την ίδια και τον έργο της, μια κινηματογραφική διαθήκη που μετατρέπεται σε μια γιορτή από εικόνες, όπως ήταν επί έξι δεκαετίες το σινεμά της.

Σε σχέση με τα δύο προηγούμενα αυτοαναφορικά ντοκιμαντέρ της, το «Οι Παραλίες της Ζωής Μου», το οποίο γύρισε όταν έκλεισε τα 80 φοβούμενη τον επικείμενο θάνατό της (αλλά, όπως παραδέχεται χιουμοριστικά και η ίδια, ευτυχώς η ζωή τη διέψευσε), και το περσινό υποψήφιο για Οσκαρ «Πρόσωπα και Ιστορίες», το οποίο αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον των νεότερων γενεών για το έργο της, αυτή η ταινία ακολουθεί μια λιγότερο πειραματική, αφηγηματικά και φορμαλιστικά, προσέγγιση, καθώς εστιάζει σε μια σειρά διαλέξεων και masterclasses που η Βαρντά έδωσε σε διάφορες αίθουσες της Γαλλίας, κατάμεστες από σπουδαστές και θαυμαστές του έργου της. Επειδή, όμως, ακριβώς είναι μια ταινία της Βαρντά, είναι διάστικτη από ανεκδοτολογικές ιστορίες, μικρές σουρεαλιστικές πινελιές, πνευματώδεις αφορισμούς και την ίδια παιγνιώδη και αιωνίως νεανική διάθεση, που δεν αντιστέκεται, όπως η ίδια χαρακτηριστικά λέει, στον χρόνο, αλλά αντιθέτως τον συντροφεύει και καταγράφει την αναπόφευκτη φθορά του, με μια αλήθεια που συμπυκνώνεται σε 24 καρέ το δευτερόλεπτο.

Στο πρώτο μέρος της ταινίας ή Βαρντά ξεκινά το αφηγηματικό της ταξίδι αφιερώνοντας στα «παιδιά του παραδείσου» των πίσω καθισμάτων και του β’ εξώστη, εκείνα που ονειρεύονται από τις φτηνές θέσεις, και κάνοντας στάση σε όλους τους σημαντικούς, ανεξάρτητα από καλλιτεχνική ή εμπορική επιτυχία, σταθμούς μιας φιλμογραφίας που μετρά πάνω από πενήντα ταινίες, με αποσπάσματα και ιστορίες για κάθε μία από αυτές, όχι απαραίτητα με χρονολογική σειρά, αλλά με ένα αβίαστο stream of consciousness που εν τη ρύμη του λόγου της σκηνοθέτη ενώνει πρόσωπα, λέξεις, ιδέες και ιστορίες, με σημαντικά trivia ή χαριτωμένες λεπτομέρειες για κάθε μία από αυτές.

Αναμενόμενα κάνουν την εμφάνισή τους τα εμβληματικά πλέον «Η Κλεό από τις 5 ως τις 7» και «Δίχως Στέγη, Δίχως Νόμο», στο δεύτερο μάλιστα η Βαρντά μοιράζεται με την πρωταγωνίστρια Σαντρίν Μπονέρ την εμπειρία από τις δυσκολίες των γυρισμάτων, ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον, ομως, έχουν οι λιγότερο γνωστές δημιουργίες της Βελγίδας σκηνοθέτη, όπως η λησμονημένη (και προσφάτως και δικαίως επανεκτιμημένη) αριστουργηματική «Ευτυχία», το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ για τον ελληνικής καταγωγής θείο της «Ο Θείος Γίανκο», οι ταινίες της περιόδου της παραμονής της στο Λος Αντζελες, ενώ με χιούμορ και χωρίς ίχνος …μεταμέλειας μιλάει και για τη μεγαλύτερη αποτυχία της καριέρας της, το «Χίλιες και Μια Νύχτες του Σιμόν Σινεμά», μια ( όχι και πολύ άδικα κατακρεουργημένη από τους κριτικούς) επετειακή παραγωγή για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του κινηματογράφου με όλη σχεδόν την αφρόκρεμα του παγκόσμιου σινεμά, από την οποία η Βαρντά μοιράζεται μια ευτράπελη ιστορία για τη συμμετοχή του Ρόμπερτ Ντε Νίρο.

Το άδοξο τέλος αυτής της φιλόδοξης προσπάθειας μπορεί να οδήγησε στην επί μακρόν αποχή της Βαρντά από τις ταινίες, την ενέπνευσε όμως για τη δεύτερη φάση της καριέρας της, την επιστροφή της στη φωτογραφία, απ’ όπου είχε ξεκινήσει, και την ενασχόληση της με το video art και τις εγκαταστάσεις, και το δεύτερο μέρος της ταινίας επικεντρώνεται σ’ αυτές τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της οράματος της και της κοσμοθεωρίας της για την τέχνη, ως ένα ευρύ πεδίο πειραματισμού και αποτύπωσης της ζωής με την ίδια ανάλαφρη σοβαρότητα που την έκανε να φορέσει μια στολή πατάτας στην Μπιενάλε Τέχνης της Βενετίας ή να φτιάξει για τη γάτα της έναν πολύχρωμο, λουλουδάτο τάφο, στον οποίο ακόμα και σήμερα παίζουν τα πιτσιρίκια.

Γιατί όλα αυτά εντάσσονται στο τρίπτυχο που υπαγόρευσε την ανεξάντητη δημιουργική της διαδικασία, όπως την αναλύει από την αρχή της ταινίας: την έμπνευση (από τα πιο σημαντικά γεγονότα μέχρι τις πιο ανεπαίσθητες λεπτομέρειες), τη δημιουργία (μέσα σε ένα περιβάλλον όπου τα πάντα μπορούν αν γίνουν ερέθισμα), μα πάνω απ’ όλα το μοίρασμα με το κοινό. Και μέσα στο πλαίσιο αυτού του μοιράσματος η Βαρντά αναφέρεται φυσικά στον αγαπημένο της σύζυγο Ζακ Ντεμί, του οποίου με αφοπλιστική αμεσότητα κατέγραψε τις τελευταίες στιγμές στο «Ο Ζακό της Νάντης», ή στη φθίνουσα όρασή της που την οδήγησε σε ένα ευρηματικό οφθαλμολογικό τεστ στους δρόμους του Παρισιού με τη βοήθεια του φίλου και συνεργάτη της JR.

Ιδανικό ως σημείο αφετηρίας για όσους γνωρίζουν μόνο τα βασικά γύρω από την Βαρντά και θέλουν να εμβαθύνουν σ’ αυτή, αλλά κυρίως για όλους αυτούς που αγάπησαν το έργο της και θέλουν να ξαναθυμηθούν τι το καθιστά τόσο μοναδικό, το «Η Ανιές με τα Λόγια της Βαρντά» δεν θα μπορούσε παρά να κλείνει νομοτελειακά σε μια παραλία, το φυσικό και ανεξάντλητο εκείνο όριο που τόσο αγάπησε η σκηνοθέτης ως πεδίο της δικής της καλλιτεχνικής ελευθερίας, «Το αντίθετο ενός τοίχου είναι μια παραλία», θα πει άλλωστε. Εκεί, λοιπόν, όπου συναντιούνται η γη, ο ουρανός και η θάλασσα, η μορφή της θα σβήσει από το κάδρο. Το αποτύπωμά της, όμως, θα παραμείνει για πάντα ανεξίτηλο.