Η Ρέιτσελ, μία πρόσφατα χωρισμένη μητέρα που παλεύει με τον διακανονισμό του διαζυγίου, την οικονομική κρίση, την ευθύνη του έφηβου γιου της περνάει... μια άσχημη μέρα. Ή έτσι νομίζει. Δεν ακούει το ξυπνητήρι, αργεί να ετοιμαστεί, χάνει το πρωινό ραντεβού της και απολύεται, ενώ η πρωινή κίνηση στον αυτοκινητόδρομο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κι ο - απογοητευμένος με το χάος της νέας τους ζωής - γιος της θα χάσει την πρώτη ώρα μάθημα. Κι αυτός ο οδηγός μπροστά της – πράσινο και δεν αντιδρά, δεν κουνιέται, θα χάσουν το φανάρι. Κορνάρει. Επίμονα, εκνευρισμένα και δηκτικά. Ξεσπώντας όλη την απόγνωση του πρωινού της μέσα από τον οξύ, επιθετικό ήχο. Οπως, δηλαδή, οδηγεί ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος εδώ και χρόνια: με νεύρα κι εκρήξεις οργής για όλα τα υπόλοιπα που μάς φταίνε. Μόνο που μπροστά της, σε αυτό το ημιφορτηγό που θα γίνει ο εφιάλτης της, δεν κρύβεται ακόμα ένας μέσος άνθρωπος. Αλλά κάποιος που θα την εκδικηθεί για την αγένειά της και θα της δείξει τι σημαίνει ακριβώς «να περνάς μια άσχημη μέρα».

Αν το σενάριο του Καρλ Ελσγουορθ («Red Eye», «Disturbia») έμενε εδώ, μπορεί και να είχαμε στα χέρια μας ένα τίμιο b-movie. «Συνηθισμένος άνθρωπος πέφτει σε ψυχωτικό δολοφόνο» κι ό,τι ακολουθεί το κρίνεις μέσα από το φίλτρο ενός genre που φημίζεται για το ότι προσφέρει αιματοβαμμένες αναληθοφανείς υπερβολές και φτηνές ανατριχίλες.

Μέχρι ένα σημείο αυτό κάνει: ο Ντέρικ Μπόρτε κινηματογραφεί με διεκπεραιωτική ένταση το σερί βάρβαρης εκδίκησης του οδηγού, ενώ το οσκαρικό τρίο των μοντέρ του «Ford v Ferrari» (Μάικ ΜακΚάσκερ, Στίβεν & Τιμ Μίρκοβιτς) προσφέρουν το μεγαλύτερο ατού της ταινίας: την αγωνία του ανθρωποκυνηγητού, τα γκάζια στην άσφαλτο, ανάμεσα στην ακινητοποιημένη πρωινή κίνηση του δρόμου.

Δεν ξέρει όμως να πατήσει φρένο. Αυτό που κινεί την προσοχή από την αρχή είναι ότι η ατμόσφαιρα αλλάζει συνεχώς λωρίδα ανάμεσα στην ηδονοβλεπτική βία του κινηματογραφικού τρόμου και τον φτηνό κοινωνιολογικό διδακτισμό. Από το πρώτο μοντάζ: αρχειακά πλάνα ειδήσεων από αληθινά περιστατικά, όπου οδηγοί, λόγω υπέρμετρου εγωισμού κι οργής, προκαλούν δυστυχήματα σε αυτοκινητόδρομους. Κι ένα σπικάζ που αναρωτιέται πού οδηγείται η ανθρωπότητα.

Κατεβάστε το παράθυρο και κοιτάξτε τα μάτια του Ράσελ Κρόου με δική σας ευθύνη. Αυτή είναι η απάντηση της ταινίας – μάλιστα ο ήρωας δεν έχει καν όνομα. Είναι ο Αντρας υπογραμμίζοντας ότι, εν δυνάμει, όλοι οι αδικημένοι/απολυμένοι της ζωής είμαστε σατανικοί μισογύνηδες serial killers.

Αυτή η υπεραπλουστευμένη σοβαροφάνεια κάνει αυτό το θρίλερ να μην αρκείται στην b-movie ιδέα του (πόσο υπέροχα απλό το «Duel») και να θυμίζει τις αντιδράσεις που (καλώς) εισέπραξε και το (πολύ καλύτερο κινηματογραφικά) «Falling Down» του Τζόελ Σουμάχερ, με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Ντάγκλας, 25 χρόνια νωρίτερα. Ακόμα κι ο Ράσελ Κρόου, ενώ είναι προφανές ότι η ερμηνεία του είναι τεμπέλικα ωμή, σωματική, ζωώδης, έχει σκηνές κηρύγματος και αναζήτησης δικαιοσύνης (που ίσως πρέπει να δικαιολογήσουν στην παραγωγή, γιατί χρειαζόταν ένας πάλαι ποτέ οσκαρικός πρωταγωνιστής για το ρόλο).

Και δεν σταματά εδώ. Η ταινία χρησιμοποιεί ως «όχημα» για το μήνυμά της, ότι θύμα δεν είναι μόνο μια νεαρή γυναίκα. Αλλά μία νεαρή μητέρα. Στο πίσω κάθισμα ρουφάει τις κινήσεις, τις αντιδράσεις και τις συνέπειες και η νέα γενιά. Οταν ο γιος, στο τέλος της ταινίας, ξεστομίσει κι ένα «μπράβο» για την αλλαγή συμπεριφοράς της μητέρας του, μπαίνει κι ο φιόγκος στο πακέτο της διδαχής που σερβίρεται μέσα από την πρόφαση του θρίλερ.

Κι αυτό είναι, τουλάχιστον, εξοργιστικό.