Οταν το πρώτο «Uncharted» έκανε δειλά δειλά τα πρώτα του βήματα το 2007 στο PlayStation από το στούντιο της Naughty Dog (το ίδιο στούντιο που αργότερα μας έδωσε και το «The Last of Us», το οποίο κι αυτό με την σειρά του ετοιμάζεται να γίνει τηλεοπτική σειρά για λογαριασμό του HBO), για έναν τυχοδιώχτη ο οποίος προσπαθεί να βρει χαμένους θησαυρούς αρχαίων πολιτισμών, ήταν φανερή η προσπάθειά του να δώσει μια πιο κινηματογραφική αισθητική στο είδος των action adventure βιντεοπαιχνιδιών που τόσο πολύ τους έλειπε, θυμίζοντας αρκετά ταινίες όπως εκείνες με έναν αγαπημένο αρχαιολόγο, - ποιόν άλλο; - τον «Ιντιάνα Τζόουνς».
Κι όχι μόνο τα κατάφερε με τεράστια επιτυχία, αλλά με κάθε νέα προσθήκη στην σειρά το franchise γινόταν μια έξοχη και στην εντέλεια εκτελεσμένη κινηματογραφική video game περιπέτεια, διαθέτοντας μερικές από τις κλασσικότερες σκηνές δράσεις που έχουμε δει ποτέ σε ένα τέτοιο παιχνίδι, και μια από τις καλύτερες σε πωλήσεις σειρές βιντεοπαιχνιδιών όλων των εποχών.
Και όπως είναι φυσικό ένα video game που εμπνέεται τέτοιου είδους ταινίες ήταν φυσικό να αποκτήσει μια δική του κινηματογραφική σειρά.
Μετά από 15 χρόνια κολλημένη σε μια πραγματική κόλαση προπαραγωγής, η κινηματογραφική μεταφορά του «Uncharted», και η πρώτη μεγάλη παραγωγή του νεοσύστατου PlayStation Productions, είναι επιτέλους εδώ. Μόνο που με δυσκολία καταφέρνει να ξεφύγει από τις βαριές σκιές των κλασσικών εκείνων ταινιών που προσπαθεί να μιμηθεί.
Ο ερασιτέχνης κλέφτης Νέιθαν Ντρέικ στρατολογείται από τον έμπειρο κυνηγό θησαυρών Βίκτορ «Σάλι» Σάλιβαν για την εύρεση του χαμένου θησαυρού του Φερντινάντ Μαγκελάν πριν από 500 χρόνια. Αυτό που ξεκινά ως μια απλή ληστεία για το δίδυμο, γίνεται μια πολυταξιδεμένη περιπέτεια να φτάσουν πρώτοι πριν τον αδίστακτο Μονκάντα ο οποίος και θεωρεί πως είναι ο νόμιμος κληρονόμος του. Αν ο Νέιτ και ο Σάλι καταφέρουν να απαντήσουν τους γρίφους και λύσουν ένα από τα παλαιότερα μυστήρια στον κόσμο, μπορούν όχι μόνο να διεκδικήσουν λεία αξίας 5 δις δολαρίων αλλά ίσως να βρουν και τον χαμένο αδερφό του Νέιτ. Το μόνο που χρειάζεται είναι να αντέξουν ο ένας τον άλλο.
Sic Parvis Magna: μεγαλεία από μικρά ξεκινήματα. Αυτό γράφει το δαχτυλίδι που φοράει το δαχτυλίδι που φοράει στο λαιμό του ο Νέιθαν Ντρέικ και αποτελεί το μότο του πρόγονού του, του θαλασσοπόρου Σερ Φράνσις Ντρέικ. Και είναι σίγουρα το μότο που ακολουθεί και ο σκηνοθέτης ταινίας Ρούμπεν Φλάισερ («Zombieland», «Venom») για να μας δώσει τα πρώτα κινηματογραφικά βήματα του Ντρέικ, αλλά πότε πίσω από αυτό το μικρά βήματα στη μεγάλη οθόνη δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια, έστω και μικρή, ιδέα κάποιου μεγαλείου.
Κι αυτό γιατί τόσο οι σεναριογράφοι της ταινίας, οι οποίοι προσπαθούν να προσθέσουν διάφορα στοιχεία, χαρακτήρες αλλά και σκηνές από τα παιχνίδια σε μια δίωρη ταινία, όσο και για τον ίδιο τον Φλάισερ, ο οποίος προσπαθεί να τα ενώσει όλα αυτά σε κάτι το συναρπαστικά εντυπωσιακό, δείχνουν απλά να το παίζουν εκ του ασφαλούς ενώνοντας απλά τις τελείες σε έναν χάρτη ο οποίος από την αρχή δείχνει που βρίσκεται το Χ με τον θησαυρό.
Ναι μεν μια τίμια προσπάθεια αλλά όχι κάτι που θα περίμενε κάποιος από ένα franchise που επαναπροσδιόρισε το είδος των action adventure παιχνιδιών. Από την ταινία λείπει ένας γνήσιος κίνδυνος, το χιούμορ, εκείνη η φοβερή ανατροπή στην ιστορία, μια περιπέτεια που θα ανεβάσει την αδρεναλίνη στα ύψη αλλά και ενδιαφέροντες χαρακτήρες που θα σου κρατήσουν συντροφιά μέσα μέσα σε όλο αυτή το κυνήγι στα διάφορα μέρη του κόσμου.
Σίγουρα τα παιχνίδια «Uncharted» δεν είναι γνωστά για τις πιο ρεαλιστικές σκηνές δράσης, αλλά ακόμα κι αυτές κατάφερναν να ξεχωρίσουν με τον δυναμισμό τους και το πόσο οργανικά αναπτύσσονταν μαζί με την ιστορία – κάτι που λείπει αρκετά από την ταινία με πολλές από αυτές να χάνονται κάτω από ένα κακό μοντάζ και πίσω από αρκετή... πράσινη οθόνη. Οχι ότι δεν υπάρχουν όμως και καλές στιγμές οι οποίες, για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο, έχουν μαζευτεί προς το τέλος της ταινίας όπως το μονοπλάνο της πτώσης του Νέιθαν από το αεροπλάνο (το οποίο θα θυμίσει στους φανς την κλασσική σκηνή του «Uncharted 3»), αλλά και την ιδιότυπη αέρια ναυμαχία στο φινάλε της, οι οποίες καταφέρνουν να δώσουν μια έστω μικρή δόση πραγματικής περιπέτειας και δράσης, αλλά και κάποια easter eggs και ένα αρκετά ενδιαφέρον cameo, το οποίο θα κάνει πολλούς φανς να χαμογελάσουν και τους υπόλοιπους να ξύνουν αμήχανα το κεφάλι τους.
Ο Τομ Χόλαντ (ο οποίος βρίσκεται ήδη στο απόγειο της καριέρα του μετά το Spider-Man») και ο Μαρκ Γουόλμπεργκ, οι οποίοι κατάφεραν να κερδίσουν, μετά από χρόνια αναζήτησης από τους παραγωγούς, τους ρόλους του Νέιθαν Ντρέικ και του μέντορά του Βίκτορ (Σάλι) Σάλιβαν αντίστοιχα, δείχνουν γοητευτικοί σε κάθε σκηνή, με τον Χόλαντ να προσπαθεί λίγο περισσότερο να μιμηθεί τον ψηφιακό του χαρακτήρα, και με τον Γουόλμπεργκ και την ανέκφραστη ερμηνεία του να ταιριάζει γάντι για τον συγκεκριμένο ρόλο. Αλλά η χημεία μεταξύ τους απλά δεν υπάρχει και από τα πρώτα κιόλας λεπτά νιώθεις πως δεν υπάρχει αυτή η ένταση που θα περίμενες μεταξύ τους και όταν αυτή αρχίζει να δείχνει τα πρώτα ψηγματά της, έχουν ήδη πέσει οι τίτλοι τέλους. Ακόμα και οι ατάκες που λένε μεταξύ τους και τα αστεία, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις, πέφτουν στο κενό. Τουλάχιστον και οι δυο τους έχουν περισσότερη πυγμή από τους αδιάφορους και χάρτινους κακούς που τους κυνηγούν (οι Αντόνιο Μπαντέρας και Τάτι Γκαμπριέλ, για το τίποτα).
Το «Uncharted» είναι μια ταινία που προσπαθεί να εισάγαγει τον κινηματογραφικό κοινό στον συναρπαστικό κόσμο του Νέιθαν Ντρέικ και των περιπετειών του. Αν και είναι μια φαινομενικά αξιοπρεπής πρώτη προσπάθεια, είναι δύσκολο να διακρίνεις κάτι από τη μανία που έχουν προκαλέσει αυτά τα εξαιρετικά video games πίσω από μια βαρετή ιστορία και μια ανούσια και ανεύρη δράση. Αν και σίγουρα πρόκειται για ένα μικρό ξεκίνημα, ίσως είναι κάτι που ελπίζουμε πως θα φέρει πραγματικά μεγαλεία στο μέλλον.