Στην αρχή ήταν ο πρόσφατα απολυμένος Τιερί που προσπαθούσε να βρει τη θέση του στο απύθμενο κενό ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και το άκαμπτο σύστημα. Στη συνέχεια ήταν ο συνδικαλιστής Λοράν που στο κέντρο μιας ανθρώπινης τραγωδίας θα γινόταν η φωνή χιλιάδων εργατών που βρέθηκαν παράτυπα στο δρόμο. Τώρα είναι ο Φιλίπ, ανώτερο στέλεχος σε αμερικανικό βιομηχανικό όμιλο, που καλείται να διαχειριστεί τις παράλογες απαιτήσεις των αφεντικών του για 10% περικοπές προσωπικού στο εργοστάσιο που διευθύνει.
Περισσότερο από τις τρεις εκδοχές πάνω στο ίδιο θέμα, οι τρεις ήρωες που υποδύεται ο Βενσάν Λεντόν στην άτυπη τριλογία της εργασίας του Στεφάν Μπριζέ είναι ο ίδιος άνθρωπος, το γρανάζι ενός μηχανισμού που βρίσκεται έρμαιο του «Νόμου της Αγοράς», «Σε (διαρκή) Πόλεμο» με το σύστημα, κάτοικος «Ενός Άλλου Κόσμου» που δεν είναι απαραίτητα είτε ο κόσμος της εργασίας είτε αυτός των αφεντικών, αλλά χωρίς διαζευτικό, ένας κόσμος που λειτουργεί με τον άνθρωπο στο περιθώριο, σε όποια πλευρά κι αν βρίσκεται.
Αν προσπαθήσεις να βρεις αναλογίες, το «Ενας Αλλος Κόσμος» μοιάζει σε εντάσεις και εκτόπισμα πιο κοντά στο καλύτερο κομμάτι της τριλογίας, το «Νόμο της Αγοράς». Ο Φιλίπ σε ενδιαφέρει ως ένα μέρος των… αφεντικών που θα βρεθεί στη σωστή πλευρά του διλήμματος που προκύπτει πάντα στον κόσμο της εργασίας, αλλά κυρίως σε ενδιαφέρει ως άνθρωπος, όταν ο εφιάλτης του εργασιακού περιβάλλοντος δίνει τη θέση του σε αυτόν την προσωπικής του ζωής που αποτελείται από μια διαλυμένη δυσλειτουργική οικογένεια - καθρέφτη όλων των διλημμάτων που τον βρίσκουν ανήμπορο στο οκτάωρο του. Οι χαμηλοί τόνοι ταιριάζουν εδώ καλύτερα, απ’ ότι οι κατά καιρούς επιτηδευμένες εξάρσεις του «Σε Πόλεμο», καθώς ο Μπριζέ προσπαθεί να δει τι συμβαίνει στην.. άλλη πλευρά, ανοίγοντας την εικόνα σε κάτι πιο πολύπλοκο, πιο δύσκολο να γίνει κατανοητό, ένα σύμπαν που δεν αποτελείται απαραίτητα από καλούς (εργάτες) και κακούς (εργοδότες) αλλά από μια συνθήκη που διαιωνίζεται φέρνοντας όλους σε μια διαρκή σύγκρουση.
Στην προσπάθεια του, όχι μόνο να είναι δίκαιος με την πλευρά των εργοδοτών (ή τουλάχιστον αυτών που επιτρέπουν ψήγματα ανθρωπιάς να κάνουν διάτρητο το σύστημα), αλλά και να μην προδώσει το «αριστερό» του σύμπαν, στο οποίο είναι πάντα πιο απλό ο εργάτης να θεωρείται πάντα το θύμα κάθε ιστορίας, ο Μπριζέ ριψοκινδυνεύει πολλά με τον «Ένα Άλλο Κόσμο». Μοιάζει να αποδίδει μια δική του δικαιοσύνη που έχει νόημα σε έναν κόσμο που φυσικά είναι πιο γκρίζος από το άσπρο μαύρο που υποστηρίζουν τα κόμματα και οι λαϊκίστικες ιδεολογίες, αλλά το νιώθεις πως είναι συγκρατημένος, προσπαθώντας να βρει ισορροπία ανάμεσα σε έναν ήρωα που τον ξέρει και τον αγαπά, αλλά νιώθει πως πρέπει να σταθεί (και) απέναντι του λόγω συνθηκών. Έτσι κάθε φορά που τον αφήνει ελεύθερο συναισθηματικά νιώθεις ότι τον προδίδει καθώς του αφαιρεί πόντους ανθρωπιάς ή, το χειρότερο, τον κάνει να μοιάζει περισσότερο άνθρωπος απ’ όσο θα ήταν.
Πιο ενδιαφέρουσα ταινία, ωστόσο κι από τις τρεις, μπορεί να χάνει τους πόντους του μη μελοδραματισμού του «Νόμου της Αγοράς», αλλά γίνεται ένα κεφάλαιο σε μια φιλμογραφία που όχι μόνο τιμά τον ίδιο τον Μπριζέ - και συνεπακόλουθα τις καταβολές του - αλλά και τον ίδιο τον Βενσάν Λεντόν που φυσικά είναι καταπληκτικός όπως πάντα, μια ζωντανή κινηματογραφική έκρηξη επειδή αγαπάει περισσότερο από την ταινία τον ήρωα του, όπως καλώς οφείλει να κάνει. Δίπλα του πολύτιμη προσθήκη η Σαντρίν Κιμπερλέν, που πρώην σύζυγος του Λεντόν, δίνει στην απόμακρη σύζυγό του τη βαρύτητα μερικών σκηνών που αξίζουν σχεδόν περισσότερο και από τις σκηνές στο εργοστάσιο.
Αν η ταινία τελικά αποδεικνύεται άνιση και τελικά πιο απλοϊκή από την πολυπλοκότητα που προσπαθεί να συγκεράσει ανάμεσα στο σύστημα και το άτομο, την κοινωνία και την οικογένεια, το σινεμά και την κοινωνική αποστολή του, φταίει η ίδια η καταγωγή της που ναι μεν συγκινεί γιατί δεν απέχει πολύ από το οικείο, αλλά στέκει και απόμακρη από τον θεατή ως διαρκώς απολογούμενη επειδή επέλεξε να δείξει, αν και όχι τελικά με γλαφυρά χρώματα, αυτόν τον… άλλο κόσμο.