Το «Βλέμμα του Οδυσσέα», μετά από πολλές αυτοσχέδιες «Οδύσσειες» στη φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, βασίζεται (αν και ελεύθερα, ωστόσο σε μια γραμμική «ασυνέχεια») στο έπος του Ομήρου. Πριν όμως από τους τίτλους της αρχής του, μια επιγραφή θυμίζει τη νουθεσία του Σωκράτη από τον «Αλκιβιάδη» του Πλάτωνα, έτσι όπως αυτούσια μεταγράφηκε στη συνέχεια από τον Γιώργο Σεφέρη στο «Δ’ Αργοναύτες» του 1935.

«Κι η ψυχή, αν είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, σε ψυχή πρέπει να κοιτάξει», πασχίζει να μεταφράσει η νεοελληνική, καθώς ανάμεσα σε αρχαίες στιχομυθίες που κρύβουν τόση συσσωρευμένη σοφία που σχεδόν αυτοακυρώνονται, αναγκαστικά οφείλεις να ξεχωρίσεις ως έννοια πρωταρχική και δύναμη φυγόκεντρο προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις, το… βλέμμα.

Το βλέμμα που αναζητά ο ήρωας της ταινίας, επιστρέφοντας στην Ελλάδα 35 χρόνια μετά, σε ένα ταξίδι στα κατακερματισμένα μεταπολεμικά Βαλκάνια με αφορμή τρεις χαμένες μπομπίνες των πρωτοπόρων αδελφών Μανάκη. Το βλέμμα που αναζητά και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος προκειμένου να φτάσει στην απαρχή μιας Ιστορίας που ακόμη και με γιώτα κεφαλαίο δεν παύει να αφηγείται ξανά και ξανά τον ίδιο μικρό, πρωταρχικό, μύθο ενός ανθρώπου που επιστρέφει προκειμένου να συνειδητοποιήσει πως αυτό που λέμε «πατρίδα» - με όλες τις πιθανές έννοιες - δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίο μάθαμε να κοιτάμε τις ζωές μας.

Χωρίς να απαρνείται ίχνος από το διακριτό του πολυσύμπαν, αυτό που έχτισε ταινία με την ταινία σε επάλληλους κύκλους, κυρίως μετά το «Ταξίδι στα Κύθηρα», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος βρίσκει στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» μια (κι όμως) μικρή, αδιόρατη γραμμή που κάνει αυτό το «ταξίδι» να μοιάζει μεγάλο σε διαστάσεις, αλλά μεγαλύτερο σε συναισθηματική έκταση, χωρίς να καταπνίγεται εντελώς από τα σύμβολα που εδώ, μεγεθυμένα κι αυτά σε bigger than life διαστάσεις, καταφέρνουν και αυτά με τη σειρά τους να κουβαλάνε κάτι απόλυτα ζωντανό.

Υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά που σε αυτήν την ταινία «προδίδει» τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, χαρίζοντάς του μάλλον την πιο ώριμη, ολοκληρωμένη, σε στιγμές βαθιά συγκινητική, ταινία αυτής της δεύτερης άνισης περιόδου του - και, χωρίς υπερβολή, την ταινία που λειτουργεί ως ιδανικός επίλογος σε όλο του το έργο, ακυρώνοντας κάθε επόμενη ταινία από αυτές που τελικά γυρίστηκαν και αυτές που τραγικά έμειναν στη μέση.

Αυτή η διαφορά είναι το βίωμα.

Είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος που εξόφθαλμα κάνει ήρωα έναν σκηνοθέτη που τον λένε Α., δεύτερος στη φιλμογραφία του μετά τον Αλέξανδρο από το «Ταξίδι στα Κύθηρα», αλλά εδώ όχι πια μόνο ως σχήμα ή αφορμή για το ταξίδι, αλλά ως όχημα για την ίδια την ύπαρξη του ταξιδιού, σχεδόν ως το ίδιο το ταξίδι.

Είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος που επιστρέφει στον αφορισμό του (από τον Μητροπολίτη Φλωρίνης για το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού») και αφηγείται ένα κεφάλαιο από την προσωπική του ιστορία, μια μικρή υπέροχη σύνθεση στην αρχή του φιλμ που δίνει βωβά το στίγμα της (ακόμη και σήμερα) διχασμένης Ελλάδας πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε μετέπειτα μεγαλοστομία περί «Ελλάδος που πεθαίνει».

Είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος που το νιώθεις ότι περιπλανιέται για πρώτη φορά με τόση αγωνία μέσα στα Βαλκάνια που ο ίδιος ανέδειξε κινηματογραφικά ως τόπους κενούς από Ιστορία αλλά ξέχειλους από μνήμη. Θρηνεί για την ερημιά τους, αναζητά τους «θησαυρούς» που μπορεί να έχουν μείνει ανέγγιχτοι από τη φρίκη, προφητεύει τις έννοιες των «αρχείων» που σήμερα πασχίζουν να συγκροτηθούν από την αρχή.

Είναι ο εραστής, ο γιος, ο πατέρας και μαζί αυτός ο άνθρωπος που αναζητά την Ιθάκη του στον 21ο αιώνα που θα ξεκινήσει (αν) μόνο όταν ο πόλεμος τελειώσει, η ομίχλη εξαφανιστεί, η κάμερα νετάρει πάνω στο βλέμμα και οι πρώτες εικόνες αυτού του κόσμου μπορέσουν αρχικά να βρεθούν και στη συνέχεια να προβληθούν σε μια λευκή οθόνη.

Εκεί, αναπάντεχα, σε σκηνές που όσο μεγαλειώδεις και να νιώθεις ότι είναι κατασκευαστικά, κρύβουν (σχεδόν φανερά) μια κάποιου είδους αυτοβιογραφία, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος καταφέρνει να γίνει πιο προσωπικός και έτσι πιο πολιτικός από ποτέ, πιο οικουμενικός από ποτέ, ακόμη και μέσα σε μια ταινία που ενώ ενδίδει - για πρώτη φορά τόσο πολύ - στα κοντινά των ηρώων του, είναι φανερό ότι συνεχίζει να επενδύει εμμονικά στο μεγαλείο των μακρινών της, με αποκορύφωμα το (ας το παραδεχτούμε) εντυπωσιακό «ταξίδι» του κομματιασμένου γιγαντιαίου Λένιν στα ποτάμια των Βαλκανίων.

Με τον ίδιο τρόπο που τα Βαλκάνια που διασχίζει ο Α. κρύβουν παγίδες, κινδύνους, αναπάντεχες κρυμμένες αλήθειες, χειραφετημένες σειρήνες και κομματιασμένους κύκλωπες (υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές στον Ομηρο, πειραγμένες και μη), έτσι και το «Βλέμμα του Οδυσσέα» μοιάζει με ένα ναρκοπέδιο.

Ο Αγγελόπουλος πατάει τις περισσότερες νάρκες (την λαοφιλή, αλλά και λαϊκίστικη σοφιστεία του Θανάση Βέγγου σε μια από τις πιο «αταίριαστες» και «αχρείαστες» σκηνές όλης της φιλμογραφίας του, την άνιση οδηγία προς την Ρουμάνα ηθοποιό Μάγια Μόργκενστερν για το πώς θα υποδυθεί τους πολλαπλούς και όχι πάντα άρτια γραμμένους χαρακτήρες της, την αψυχολόγητη μετάβαση από τη μία σκηνή στην άλλη στο όνομα της «ποίησης» που αφήνει αμήχανο τον ήρωα σε περισσότερες από μια στιγμές).

Ταυτόχρονα, κάνοντας προσεκτικά βήματα πάνω σε στέρεο, ασφαλές κινηματογραφικό έδαφος, ο Αγγελόπουλος φανερώνει και αχαρτογράφητα - και για τον ίδιο - κομμάτια πάνω στο μεγάλο χάρτη του έργου του: μια, την πιο ζέστη ίσως όλης της φιλμογραφίας του (μαζί με εκείνη του Μάνου Κατράκη - άλλου Οδυσσέα - στο «Ταξίδι στα Κύθηρα»), ερμηνεία από τον Χάρβεϊ Καϊτέλ που δίνει σάρκα και οστά ακόμη και στις πιο «συμβολικές» στιγμές της ταινίας. Μια υπέροχη βαθιά συγκινητική σκηνή - αυτή της επιστροφής στο σπίτι του στη Ρουμανία και τη συνάντηση με τη μητέρα του. Ψήγματα από τις δύο συναντήσεις του Α. με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Ερλαντ Γιόζεφσον σε Βελιγράδι και Σεράγεβο αντίστοιχα που συνοψίζουν όλα όσα πρέπει να γνωρίζεις για τα Βαλκάνια που «ήταν κάποτε μια χώρα». Και ένα φινάλε που σε ρίμα, με υπόκρουση αυτή τη φορά όχι την (ίσως καλύτερη εδώ από όλες τις ταινίες του) μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, αλλά τον ήχο της κινηματογραφικής μηχανής, απαγγέλει μια κατακλείδα όχι μόνο για το ταξίδι του (κάθε) Οδυσσέα, αλλά για τη μεγαλύτερη και πιο αντιφατική, κατακερματισμένη, συναρπαστική, επικίνδυνη, διαρκώς σε αναγέννηση χώρα. Αυτή του σινεμά.