Η ανύπανδρη μητέρα και ψυχίατρος Κάρα Τζέσαπ έχει αποκτήσει εξαιρετική επαγγελματική φήμη, διερευνώντας το σύνδρομο των πολλαπλών προσωπικοτήτων, μέχρι τη στιγμή που συναντά έναν εγκληματία ψυχασθενή, του οποίου οι δυνάμεις ξεπερνούν κάθε λογική εξήγηση. Μετά τον μυστηριώδη και ξαφνικό θάνατο του πατέρα της, η Κάρα αρχίζει να διαισθάνεται ότι η κόρη της διατρέχει σοβαρό κίνδυνο.

Και την ίδια την Τζούλιαν Μουρ να είχατε μπροστά σας δεν θα μπορούσε να σας απαντήσει γιατί αποφάσισε να πρωταγωνιστήσει σε αυτήν την ταινία. Μοιάζει σαν να είδε το τρέιλερ της αφού είχε γυριστεί και «ψήθηκε» πως οι παραγωγοί του «The Ring», ο σεναριογράφος του – ποιος το θυμάται; - «Ταυτότητα» και ο Τζόναθαν Ρις Μέγιερς ήταν αρκετά εχέγγυα για να χρυσώσει με το όνομα της ένα θρίλερ της σειράς.

Πιο αφελής, όμως, και από την Τζούλιαν Μουρ είναι η ίδια η ταινία των Σουηδών Μανς Μάρλιντ και Μπιορν Στάιν («Underworld 4») που πιστεύει πως διαθέτει ό,τι ακριβώς χρειάζεται για να επαναπροσδιορίσει το είδος της ταινίας τρόμου που βασίζεται σε επιστημονικοφανή γεγονότα. Επαναλαμβάνοντας, σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια, οποιοδήποτε κλισέ συναντάει κάποιος σε ταινίες με γιατρούς και ψυχικά άρρωστους ασθενείς, το «Ασυλο» βαριέται τόσο, ώστε να χρησιμοποιεί – πόσες φορές πια; - τζάμια, καθρέφτες και οποιαδήποτε άλλη γυάλινη επιφάνεια ως συμβολισμό για την διχασμένη προσωπικότητα του ήρωα του.

Με μια αχαρακτήριστη με επιεικείς εκφράσεις σοβαροφανή ερμηνεία της Μουρ – ένα μείγμα ανάμεσα στο «Ηannibal» και το «Εννέα Μήνες» - και έναν Τζόναθαν Ρις Μέγιερς που κάποιος πρέπει να του πει πως πρέπει να σταματήσει να πιστεύει πως είναι καλός ηθοποιός, το «Ασυλο» δεν σώζεται ούτε όταν η ελάχιστα ενδιαφέρουσα πλοκή του (τι έγινε τελικά εκείνο το βράδι στο δάσος;) αρχίζει να αποκαλύπτεται. Γιατί σε μια αποθέωση μανιέρας και χιλιοειδωμένων εφέ, η όποια αγωνία του θεατή ισοπεδώνεται από ξαφνικές τρομάρες και αγχομαχητά επιβίωσης.

Πολύ αργά συνειδητοποιείς πως η μόνη διχασμένη προσωπικότητα που έχει ενδιαφέρον στην ταινία είναι αυτή της Τζούλιαν Μουρ που συνεχίζει να σπαταλά το «bigger than life» ταλέντο της σε ούτε καν διασκεδαστικά b-movies που χωρίς αυτήν δεν θα έπαιρναν όχι πράσινο αλλά και κανένα άλλο χρώμα για να γυριστούν. Συγχωρεμένη και αυτή τη φορά, αλλά – σε ικετεύουμε - ας είναι η τελευταία.