Ο Νορβηγός Γιοακίμ Τρίερ είχε δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες ως ένα από το νέα, φερέλπιδα ονόματα του ευρωπαϊκού και όχι μόνο κινηματογράφου με δύο βραδυφλεγή μεν, υποδόρια εκρηκτικά δε, δράματα στη γενέτειρά του και στη μητρική του γλώσσα, το απρόβλητο στη χώρα μας «Reprise» και το «Οσλο, 31 Αυγούστου».
Ο «Ηχος της Σιωπής», το αγγλόφωνο ντεμπούτο του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ήταν απογοητευτικό, γιατί ο σκηνοθέτης φάνηκε πως ξέχασε στην πατρίδα του τη διαύγεια και την διεισδυτικότητά του στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, με μόνο δυνατό σημείο την louder than bombs ολιγόλεπτη παρουσία της Ιζαμπέλ Ιπέρ.
Το «Thelma», η νέα και τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του, σημαίνει την επιστροφή του Τρίερ στα πάτρια εδάφη, όχι όμως και στον εφησυχασμό, αφού είναι μια τολμηρή αλλαγή πλεύσης για τον σκηνοθέτη, ο οποίος για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του τολμά να μπολιάσει το ανθρωποκεντρικό κι ανθρώπινο σινεμά που τον ανέδειξε με το μεταφυσικό και το είδος του θρίλερ. Αυτό το πάντρεμα, ωστόσο, αποδεικνύεται τελικά μια δύσκολη πίστα.
Η αρχική σκηνή του Thelma είναι εξαιρετική. Ενας πατέρας βγαίνει για κυνήγι με τη μικρή του κόρη σε μια παγωμένη λίμνη. Στη θέα ενός ελαφιού το κορίτσι εντυπωσιάζεται και το κοιτάζει έκθαμβο, όσο ο πατέρας σηκώνει το όπλο του. Κι ενώ αρχικά σκοπεύει στο ελάφι, στρέφει την καραμπίνα στη μεριά του κοριτσιού και το σημαδεύει για μερικά αργά και βασανιστικά δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής, γεμάτα σασπένς κι εκκωφαντική ένταση, μέχρι τελικά να κατεβάσει το όπλο του. Το κορίτσι είναι η Θέλμα και η αβεβαιότητα ως προς τι μπορεί να οδηγήσει έναν πατέρα σ’ αυτή την ενέργεια αφήνει υποσχέσεις για μια εξίσου δυνατή συνέχεια. Χρόνια μετά, η Θέλμα έχει γίνει μια ντροπαλή κι εσωστρεφής φοιτήτρια στην πρώτη της μεγάλη έξοδο μακριά από την οικογενειακή εστία και τη μικρή επαρχιακή πόλη απ’ όπου κατάγεται. Στο πανεπιστήμιο του Οσλο δυσκολεύεται να κοινωνικοποιηθεί και να αποκτήσει παρέες, ενώ οι θρησκόληπτοι γονείς της μοιάζουν να ελέγχουν διαρκώς από μακριά τις κινήσεις και τις γνωριμίες της, ακόμα και τη δραστηριότητά της στα social media. Μια μέρα στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου θα καθίσει δίπλα στη Θέλμα η όμορφη και χειραφετημένη Άνγια και τότε η νεαρή κοπέλα θα κυριευτεί από μια έντονη κι ανεξήγητη σπασμωδική κρίση, ενώ το ίδιο μυστηριωδώς τα πουλιά στο πάρκο του πανεπιστημίου θα αρχίσουν να συγκρούονται με ορμή στα παράθυρα του αναγνωστηρίου.
Η έλξη που θα νιώσουν τα δύο κορίτσια θα οδηγήσει όχι μόνο στην απότομη αφύπνιση της καταπιεσμένης σεξουαλικότητας της Θέλμα, αλλά και σε ακόμα εντονότερες κρίσεις, οι οποίες θα τρομοκρατήσουν τη νεαρή φοιτήτρια, ειδικά όταν αρχίσει να ανακαλύπτει σταδιακά το παρελθόν της οικογένειάς της, το δικό της ιατρικό ιστορικό, αλλά και τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που μπορούν να πάρουν οι μυστηριώδεις (υπερ)δυνάμεις της.
Από το «Κάρι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα μέχρι το «Scream» του Γουές Κρέιβεν το γυναικείο σεξουαλικό ορμέμφυτο έχει χαρίσει στο είδος του θρίλερ μερικές από τις πιο δυνατές και αλησμόνητες στιγμές του κι ο Τρίερ χρησιμοποιεί τους σημειολογικούς του κώδικες προκειμένου να αποκρυπτογραφήσει την κεντρική ηρωίδα του, αντί όμως να πετύχει μια πολυεπίπεδη και εμβριθή αλληγορία για την εφηβική σεξουαλικότητα και τον άρρηκτο δεσμό της με την γονεϊκή καταπίεση και τις πνιγηρές θρησκευτικές προσταγές, στέκεται αμήχανος τελικά απέναντι στην πρωταγωνίστριά του και παραδίδει ένα στυλιζαρισμένο, αλλά ανερμάτιστο αμάλγαμα των ετερόκλητων φιλοδοξιών του για ένα coming of age μεταφυσικό λεσβιακό δράμα χαρακτήρων πάνω στον τρόμο της ενηλικίωσης, το οποίο χάνει σταδιακά τις ισορροπίες και καταλήγει μετέωρο.
Ο εν δυνάμει συναρπαστικός χαρακτήρας της Θέλμα, αν και υπηρετείται με σθένος και υποδειγματική ακρίβεια στην αποτύπωση των ψυxολογικών του μεταπτώσεων από την Ελι Χάρμπο, σταδιακά σχηματοποιείται και χάνει τη δραματουργική του ρευστότητα και γοητευτική αμφισημία, όσο το σενάριο του Τρίερ και του μόνιμου συνεργάτη του, Εσκιλ Βογκτ, απεκδύεται στο δεύτερο μισό από τις περισσότερες συνιστώσες που μέχρι εκείνη τη στιγμή το καθιστούσαν σαγηνευτικά αταξινόμητο και περιορίζει την έμφαση στο στοιχείο του σασπένς και σε ένα αναμάσημα του ίδιου απειλητικού μοτίβου, μέχρι το καθησυχαστικό και «βολικό» φινάλε.
Εκεί που τα καταφέρνει (πολύ καλύτερα) το «Thelma» είναι στα γνώριμα σκανδιναβικά χωράφια του ρεαλισμού και στην αποδεδειγμένη ικανότητα του σκηνοθέτη να αναδεικνύει τη δυναμική των λέξεων και κυρίως των σιωπών όχι ως σημείο επαφής, αλλά ως το όριο της μοναξιάς των χαρακτήρων του. Ο μετασχηματισμός αυτής της αδυσώπητης πραγματικότητας με όρους του σινεμά του φανταστικού χαρίζει στην ταινία μερικές πολύ δυνατές σκηνές, όπως εκείνη της παράστασης του χορού με τη μουσική υπόκρουση του Φίλιπ Γκλας και μια υποβλητική (και σχεδόν κατανυκτική) εικονοποιία, παραμένει όμως κάπως ειρωνικό το πώς μια ταινία που υπόσχεται και αποπνέει διαρκώς κάτι το υπερβατικό αδυνατεί τελικά να κάνει την υπέρβαση.