Η κεντρική ιδέα του «Louder Than Bombs» είναι εξαιρετικά απλή: μια οικογένεια, πατέρας και δυο γιοι, προσπαθεί ν' αντιμετωπίσει την απώλεια της μητέρας που σκοτώθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα σε αυτοκινητιστικό. Αυτό επιλέγει ο Γιοακίμ Τρίερ, του «Reprise» και του «Οσλο 31 Αυγούστου», για την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του, γυρισμένη στη Νέα Υόρκη, με επώνυμο διεθνές καστ: Γκέιμπριελ Μπερν, Τζέσι Αϊζενμπεργκ, Ντέβιν Ντρούιντ και γύρω-γύρω η Ιζαμπέλ Ιπερ στο ρόλο της μητέρας που συχνά-πυκνά επανέρχεται στο προσκήνιο, ο Ντέιβιντ Στραδέρν, η Εϊμι Ράιαν.
Αυτός ο εμβληματικός κορμός, που έχει απασχολήσει εκατοντάδες ταινίες μέσα στις δεκαετίες, έχει άφθονους τρόπους να γίνει ταινία. Ο Τρίερ επιλέγει, σεναριακά και εικαστικά, τον πιο διακλαδωτό: ο μεγαλύτερος γιος έχει μόλις γίνει κι αυτός πατέρας και, τρομοκρατημένος, εγκαταλείπει προσωρινά τη γυναίκα του. Ο μικρός γιος, στην εφηβεία, έχει μια σκοτεινή εσωστρέφεια, βίαια ξεσπάσματα προς τον μπαμπά, ενώ ταυτόχρονα ερωτεύεται για πρώτη φορά. Ο μπαμπάς βλέπει κρυφά τη δασκάλα του μικρού γιου. Η νεκρή μητέρα επανέρχεται στις ζωές τους μέσα από όνειρα, flash backs, ή δυο-τρεις εξαιρετικά εντυπωσιακές, όσο και αταίριαστες με το σύνολο, φαντασιακές σκηνές με πανέμορφα ειδικά εφέ. Η οποία ήταν διάσημη φωτογράφος, πολεμική ανταποκρίτρια, οπότε η φρίκη των θυμάτων στο Αφγανιστάν έχει κι αυτή μερίδα στο φιλμ, όπως και οι υποψίες ότι πριν πεθάνει είχε μια ερωτική σχέση με τον συνάδελφο και συνοδοιπόρο της. Ενα μάτσο άνθρωποι με δεσμούς αίματος ή μη, που σκεπάζουν ο ένας τον άλλον με ψέματα, σε σχέσεις από τις οποίες δε λείπει η αγάπη, αλλά λείπει η επικοινωνία.
Οπως και στις προηγούμενες ταινίες του, ο Νορβηγός σκηνοθέτης - και εδώ με συν-σεναριογράφο τον Εσκιλ Βογκτ του «Blind» - έχει μια εκπληκτική ικανότητα να παρατηρεί: να δίνει χρόνο στις σιωπές, στα βλέμματα και τις κινήσεις των ηρώων του και να γεμίζει τις σιωπηλές, άδειες σκηνές με ατμόσφαιρα και περιεχόμενο, με τρόπο ιδιαίτερα γοητευτικό.
Χωρίς εκρήξεις, χωρίς βαριές ατάκες, διαχέει στα πλάνα του ένα αχνό φως μελαγχολίας και συλλογισμού, μπολιάζοντας τον θεατή με αινιγματικά στοιχεία για τις προσωπικότητες των ανθρώπων του και αφήνοντάς τον, σιγά-σιγά, υπόγεια και προοδευτικά, να τα καταλάβει, να τα λύσει, να τα νιώσει.»
Περνά από το ένα στοιχείο στο άλλο, ανοικονόμητα, ταξιδεύοντας μεταξύ ηρώων, πραγματικότητας, μνήμης και φαντασίας και συνεχίζει τη διαδρομή του, αφήνοντας το κάθε προηγούμενο στοιχείο να ξεθωριάσει στην ταινία. Η αφαιρετικότητα υπάρχει στα κάδρα του, το ίδιο κι η παράξενη, ονειρική αποτύπωση της καθημερινής πραγματικότητας, βυθισμένη στη σκέψη και στη θλίψη. Οι ίδιοι οι ήρωες είναι οικείοι και συμπαθείς, τουλάχιστον αρχικά, άνθρωποι που θέλουμε να δούμε πώς θα τα καταφέρουν να διώξουν την κατάθλιψη που τους βαραίνει και να ζήσουν αρμονικά, με μια ανάσα χαράς. Οι ηθοποιοί είναι θαυμάσιοι, από την Ιζαμπέλ Ιπερ στον καθοριστικό ρόλο της μητέρας, μέχρι όλα τα «αγόρια» που παλεύουν με τη λογική τους. Μόνο που οι ιστορίες τους ξεφεύγουν σε αδιέξοδα μονοπάτια, περιττές περιπλανήσεις, ολοένα και περισσότερες στροφές, στολισμένες και φορτωμένες, που συνεχίζουν, συνεχίζουν, για να καταλήξουν σ' ένα αυτονόητο φινάλε, για το οποίο υπήρχε συντομότερος δρόμος. Μπορεί να είναι το δημιουργικό τρακ της πρώτη δουλειάς εκτός γνώριμου περιβάλλοντος, μπορεί να είναι απλώς ένα φλύαρο παραστράτημα. Αλλά στο «Louder Than Bombs», ο Γιοακίμ Τρίερ, όσο κι αν μας τα είπε όμορφα, μας τα είπε και πολλά!