Οι ταξιδιωτικές σειρές και, αντίστοιχα, ταινίες των Μάικλ Γουίντερμποτομ, Στιβ Κούγκαν και Ρομπ Μπράιντον βρίσκουν ιδανικό φινάλε στο, ας πούμε, ταξίδι του Οδυσσέα. Εχουν περάσει δέκα χρόνια απ' όταν ξεκίνησε αυτή η παράξενη κινηματογραφική συνθήκη: ο Μάικλ Γουίντερμποτομ σκηνοθετεί, καθώς ο Στιβ Κούγκαν, σε ανάθεση από την εφημερίδα The Observer, παρέα με τον φίλο του Ρομπ Μπράιντον, βολτάρουν στον κόσμο, τρώγοντας και μιλώντας, σ' ένα υλικό που κάθε φορά οδηγεί σε μια τηλεοπτική σειρά και μια κινηματογραφική ταινία. Η αρχή έγινε στη Lake District στη Βορειοδυτική Αγγλία, η περιπέτεια συνεχίστηκε στην Ιταλία, στην Ισπανία και τώρα στη χώρα μας, σε ό,τι γυρίστηκε στην Ελλάδα πέρσι το καλοκαίρι.
Το πώς δυο απόλυτα ιδιοσυγκρασιακοί Βρετανοί κωμικοί ηθοποιοί, σε διαλόγους που μοιάζει να μην στοχεύουν παρά στη μεταξύ τους απόλαυση, μπορεί να υπογράφουν στιγμιότυπα όχι απλώς οικεία κι απολαυστικά, αλλά κι εθιστικά και ψυχικά κατευναστικά, οφείλεται στη δική τους έμπνευση και στην υπογραφή του σκηνοθέτη τους. Και, κάθε φορά, στη μαγεία του τόπου που επισκέπτονται. Αυτή τη φορά, στο «Ταξίδι στην Ελλάδα» (που προβλήθηκε ως τηλεοπτική σειρά στο Sky και επρόκειτο να κάνει την πρεμιέρα του ως ταινία στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα που αναβλήθηκε), η αποστολή του Στιβ Κούγκαν και του Ρομπ Μπράιντον είναι να... διανύσουν την Οδύσσεια, να ξεκινήσουν, όπως ο Οδυσσέας, από την Τροία (αυτό και κάνουν, στη γείτονα Τουρκία) και να καταλήξουν στην Ιθάκη, όπου μπορεί να μην τους περιμένει ακριβώς μια Πηνελόπη, όμως σίγουρα βρίσκουν τον πυρήνα της αυτογνωσίας.
Η διαδρομή τους, όχι, δεν είναι αυτή του Οδυσσέα. Ο Στιβ και ο Ρομπ παίρνουν πρωτοβουλίες, γιατί, έτσι κι αλλιώς, αυτό είναι ένα concept όπου δυο πανέξυπνοι Βρετανοί με οξυδερκές χιούμορ και μια ροπή στον κυνισμό τρώνε, πίνουν, κάνουν μιμήσεις, διαφωνούν και θίγουν τα μέγιστα φιλοσοφικά ζητήματα χρησιμοποιώντας ατάκες από κλασικές ταινίες - άρα όλα είναι ανοιχτά. Από την Τροία (και μια επίσκεψη στην Εφεσσο) περνούν στη Λέσβο, για να έρθουν σύντομα αντιμέτωποι, μόλις πατήσουν το πόδι τους στην Ελλάδα, με το προσφυγικό. Η επίσκεψη στη Μόρια είναι «sobering experience» και δεν είναι η μόνη.
Καθώς οι δυο άντρες, σύντομα και με γυναικεία παρέα, ταξιδεύουν, αρχίζουν και τα υπέροχα μικρά «διαλείμματα εσωστρέφειας», όπου η αληθινή ζωή δίνει το δικό της τόνο μελαγχολίας στις πνευματώδεις ατάκες. Ο μπαμπάς του Κούγκαν είναι άρρωστος κι ο γιος του κι η πρώην γυναίκα του τον φροντίζουν κι ενημερώνουν. Ο Μπράιντον περιμένει στο τέλος του ταξιδιού τη σύντροφό του. Είναι εδώ που ο Μάικλ Γουίντερμποτομ, με όλη την ομορφιά που βιώσαμε στα «9 Τραγούδια», διεκδικεί την πολυτέλεια πλάνων ήρεμων, στοχαστικών, συγκινητικών, παρατηρώντας τους ήρωές του όταν δεν μιλάνε πανέξυπνα, όταν δεν μας κάνουν να γελάμε με την καρδιά μας, αλλά σκέφτονται σε ενδοσκόπηση, με συνοδεία μόνο μουσική και τοπία.
Από τη Λέσβο, το ταξίδι τους οδηγεί στους Δελφούς, κάνουν στάση στην Αθήνα (συγκεκριμένα στο Βαρούλκο), κατεβαίνουν, από το φιδωτό δρόμο της ανατολικής πλευράς της Πελοπονήσου στην Επίδαυρο. Από εκεί περνούν απέναντι, στην Υδρα, που την πετυχαίνουν να γιορτάζει τα Μιαούλεια κι ύστερα κατευθύνονται από την αυστηρότητα της Λακωνικής Μάνης, στο Λιμένι, στη γλύκα της Μεσσηνιακής Μάνης, στην Πύλο, για να προσεγγίσουν τον τελικό προορισμό τους, την Ιθάκη - όπου θα φτάσει μόνο ο ένας, όπως, τελικά, αρμόζει. Κι όλ' αυτά, ενώ συναγωνίζονται σε μιμήσεις του Αλ Πατσίνο, αναρωτιούνται αν η μιμητική είναι ο πυρήνας της τέχνης του ηθοποιού και παραθέτουν φράσεις από την Ποιητική του Αριστοτέλη, ή αναπαριστούν, τόσο ξεκαρδιστικά, πώς ο Σωκράτης πήρε το κώνειο.
Την ώρα που γεύονται ελληνικό κρασί και κουζίνα (τι διασκεδαστική αντιπαραβολή, τακτικά, η ραστώνη των δυο αντρών με τις πολύβοες κουζίνες στο εσωτερικό των εστιατορίων, όπου σεφ και μάγειρες παιδεύονται να τους ικανοποιήσουν), ο Στιβ Κούγκαν κι ο Ρομπ Μπράιντον κοροϊδεύουν ο ένας τον άλλο και τον εαυτό του μέχρι τελικής πτώσης.
Οι μιμήσεις τους και ο τρόπος που η κάθε τους συζήτηση εκτροχιάζεται προς τον ευφάνταστο σουρεαλισμό είναι αληθινή απόλαυση για το μυαλό. Το ντεκόρ είναι απόλαυση για τα μάτια - εδώ είναι το ελληνικό καλοκαίρι σε όλο του το μεγαλείο (μόνο πέρσι και μοιάζει τόσο πολύ μακρινό), με τον καυτό του ήλιο, τις μπουκαμβίλιες, αλλά κι αυτή την καρτερικότητα, ναι, της Πηνελόπης, την εσωτερικότητα, όλη την πολύπλευρη επίδραση που έχει στην ψυχή η ανοιχτή θάλασσα και το καφέ της γης. Ισως και στη μοίρα, όπως θα φανεί σε μια ταινία που δεν σταματά, ούτε καν στο τέλος της, να ταμπονάρει το χιούμορ με θλίψη: κωμωδία και τραγωδία, διατυπωμένες με ελαφρότητα και βάθος μαζί.