Η Διονυσία Κοπανά ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για τον αρχαιολόγο Γιάννη Σακελλαράκη, εμπνευσμένη από τον αρχαιολόγο πατέρα της, μέσω του οποίου είχε γνωρίσει το έργο του. Συναντήθηκε μαζί του προκειμένου να πάρει την άδεια για να κινηματογραφήσει τον ίδιο και το έργο του, αλλά δεν πρόλαβε να γυρίσει ούτε ένα πλάνο μαζί του. Ο Γιάννης Σακελλαράκης πέθανε πριν τα γυρίσματα κι έτσι το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε σαν αποχαιρετισμός και χρέος μαζί. Ενα ταξίδι, περισσότερο, όχι μόνο στα μέρη όπου ο «ήρωάς» της άφησε το ίχνος του, αλλά και στον ίδιο το χώρο και κυρίως το χρόνο, που με οδηγό την «απουσία» του Σακελλαράκη, θα έμοιαζε πλέον με μια ανασκαφή που θα μπορούσε να κρύβει μέχρι και θησαυρούς.
«Τα κρυμμένα είναι πιο πολλά από τα φανερά» είναι μόνο μία από τις διαπιστώσεις στις οποίες θα καταλήξει η δημιουργός του ντοκιμαντέρ, καθώς περπατά στους χώρους που ο Σακελλαράκης έσκαψε, δημιουργώντας το δικό του μύθο, μιλά με τους εργάτες και ανθρώπους που τον γνώρισαν, αναμοχλεύει κινούμενες εικόνες από τα αρχεία με τον ίδιο πρωταγωνιστή και τελικά σκάβει βαθύτερα απ’ όσο θα αρκούσε για ένα πλήρες πορτρέτο ενός σπουδαίου επιστήμονα και ανθρώπου ή/και ένα δοκίμιο πάνω στο μυστικιστικό πνεύμα της αρχαιολογίας.
Στη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων που αφιέρωσε στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ, η Διονυσία Κοπανά επισκέφθηκε οκτώ διαφορετικούς χώρους με τους οποίους συνέδεσε το όνομά του ο Γιάννης Σακελλαράκης - ξεκινώντας από τον τελευταίο, τη Ζώμινθο και φτάνοντας μέχρι τις Αρχάνες, το Ιδαίον Αντρο, τα Κύθηρα. Κυρίως, όμως, «επισκέφθηκε» την κοσμοθεωρία και τη φιλοσοφία ζωής του, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την ομάδα του - «η μεγαλύτερη ανακάλυψη είναι αυτός εδώ ο εργάτης που σκάβει», την αγάπη του για τη φύση, τα ζώα, τους καρπούς, τη γνώση του πως η αρχαιολογία είναι μια μελλοντολογική επιστήμη αφού το παρελθόν είναι το δίδαγμα που πρέπει να κρατάμε για το μέλλον. Στο οδοιπορικό της, θα το πει και η ίδια, η ιδιότητα του αρχαιολόγου και αυτή του σκηνοθέτη θα γίνουν ένα και το ντοκιμαντέρ της θα καταφέρει να αποδεσμευτεί από τα γεγονότα και την Ιστορία για να γίνει κι αυτό μια διαδικασία ανακάλυψης.
Είναι τελικά αυτές οι στιγμές, όταν η κάμερα χάνεται στον Ψηλορείτη ή μέσα στα κοπάδια των προβάτων ή στην απόλυτη ακινησία της μινωικής γαλήνης, που το «Ιχνος του Χρόνου», σε στιγμές τόσο πυκνό σε αφήγηση που δεν βρίσκει πάντα τον κατάλληλο κινηματογραφικό ρυθμό για να σε κάνει να βηματίσεις παράλληλα με το ειλικρινές αλλά όχι πάντα τελέσφορο voice-over, βρίσκει την ουσία των πραγμάτων και σε παρασύρει σε μια αναπάντεχα «εκπαιδευτικη» εμπειρία. Δεν γνωρίζεις μόνο έναν σπουδαίο άνθρωπο που σκιαγραφείται στην ολότητά του, ούτε μπαίνεις με κάποιον να σου κρατάει - ευτυχώς - το χέρι στα πρώτα βαθιά νερά της (υποτιμημένης, ειδικά και «ειδικά» στην Ελλάδα) αρχαιολογίας. Το ντοκιμαντέρ της Διονυσίας Κοπανά είναι κάτι περισσότερο κι από αυτά αφού ανοίγεται στο χώρο και το χρόνο αποκτώντας διαστάσεις ενός προσωπικού και οικουμενικού αποχαιρετισμού - προς τον πατέρα της, προς τον ίδιο τον Σακελλαράκη, προς ένα τρόπο σκέψης που αρχίζει να εκλείπει, προς μια Τέχνη που στη μορφή επιστήμης μοιάζει να επιστρέφει στα βασικά της ανθρώπινης (υπαρξιακής) αναζήτησης, προς ένα παρόν, μέλλον και παρελθόν που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γίνουν κατανοητά από το να βιώνονται ταυτόχρονα.
«Το πιο σπουδαίο πράγμα δεν είναι η γνώση, είναι η μνήμη.»